Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Blind Guardian - Somewhere Far Beyond







Blind Guardian - Somewhere Far Beyond

Έτος - 1992

Είδος - Metal

#


Ο γέρος βιβλιοθηκάριος έβαλε την πένα στην θήκη της. Η φλόγα του κεριού τρεμόπαιζε δίπλα, ζωντανεύοντας τις σκιές που πάλλονταν σαν αρχαία τέρατα πάνω στους σωρούς από βιβλία. Ο βιβλιοθηκάριος κοίταξε τον σωρό. Βιβλία δερματόδετα, σκονισμένα, με ξεθωριασμένους τίτλους στο εξώφυλλο. Σεντούκια με ιστούς από αράχνες, κρύβοντας όμως θησαυρούς στο εσωτερικό. Λαμπερά μαργαριτάρια παγιδευμένα σε κοχύλια. Έτσι είναι και όλα αυτά τα βιβλία. Κάθε βιβλίο και ταξίδι σε έναν μακρινό κόσμο. Το κλειδί για την πύλη της μαγείας.


Ο βιβλιοθηκάριος άφησε το γραφείο και σιγά-σιγά μετακινήθηκε προς το κοντινότερο του ράφι. Η κλεψύδρα δίπλα άδειαζε την άμμο της. Ο γέρος άπλωσε το χέρι και άρπαξε στην τύχη ένα βιβλίο. "Οι περιπέτειες του Έλρικ του Μελνιμπονέ". Α, ναι, το θυμάμαι αυτό... σκέφτηκε. Με γλυκιά αναπόληση ξεφύλλισε τα φύλλα του, και κάθε σελίδα που γυρνούσε τον μετέφερε πίσω στον χρόνο, πέρα από τον χώρο. Και η άμμος στην κλεψύδρα δίπλα άλλαζε πορεία.







Ο γέρος (που δεν έδειχνε τόσο γέρος πια) έπιασε ένα άλλο βιβλίο: "The Dark Tower", το πρώτο μέρος από μια μεγάλη σειρά βιβλίων του Stephen King. Κάθε πρόταση που διάβαζε τον βύθιζε σε έναν κόσμο αναμνήσεων. Και το χρώμα στα μάγουλα του επανερχόταν, η γενειάδα του υποχωρούσε - σε κάποια φάση διαπίστωσε πως δεν είχε ανάγκη από τα γυαλιά του πλέον και τα πέταξε. Από μακριά ακούστηκε ο εύθυμος ήχος μιας γκάιντας. Τα ρολόγια του χρόνου (που τόσο σχετικός είναι) άρχισαν να χτυπούν αντίστροφα. Η βιβλιοθήκη πέταξε φύλλα και κλαδιά, ενώ από το παράθυρο ακτινοβόλησε ο ήλιος.

Ο βιβλιοθηκάριος έπιασε ένα ακόμα βιβλίο. "Το Χόμπιτ". Χαμογέλασε πλατιά. Και μια συνοδεία από ρυθμικές φωνές άρχισε να ακούγεται απέξω, στον δρόμο. Οι φωνές όλο και πλησίαζαν, όλο και δυνάμωναν, και σε προσκαλούσαν στον μαγικό τους τον ρυθμό:


Out in the distance there's so much gold
The treasure that I've found is more than enough
Far to the hill we've to go
Over the mountains and seas to the old hill

Where the old dragon sleeps
Blind in the dark dungeon's night
So God please take me away from here
And Gollum shows the way right out


I'm alive



Illustration by Alan Lee




O βιβλιοθηκάριος άφησε το βιβλίο στο ράφι - που είχε μεταμορφωθεί πια σε έναν γιγαντιαίο κορμό. Η βιβλιοθήκη όλη ήταν ένα δάσος. Από ψηλά έλαμπαν παιχνιδιάρικα οι αχτίδες του ηλίου. Η παρέα (που είχε μόλις τελειώσει το τραγούδι της) τον πλησίασε χαρούμενη. Ήταν όλοι τους εκεί, οι φίλοι απ' τα παλιά, τα ξωτικά, οι βάρδοι και τα χόμπιτ. Και ο ίδιος είχε γίνει νέος πάλι, και το πρόσωπο του ακτινοβολούσε με χαρά. Μια νέα μέρα ξεκινούσε, και μαζί με αυτήν, μια καινούργια περιπέτεια...



***







Και γυρνάμε σε μας. Όταν γράφω δεν προσχεδιάζω ποιά θα είναι η εξέλιξη του κειμένου... Εδώ λοιπόν, αντί για παρουσίαση δίσκου, προέκυψε αυτή η ιστοριούλα. Το άφησα λοιπόν να τσουλήσει. Ταίριαζε, περισσότερο ίσως και από κάποιο ξερό review. Μιλάμε για τους τροβαδούρους του metal εξάλλου, και ίσως το πάνω να περιγράφει καλύτερα το άλμπουμ τους. Το "Somewhere Far Beyond" είναι ο τέταρτος δίσκος των Γερμανών Blind Guardian, και εκείνος στον οποίο ριζώνει ένας ήχος και ένα στυλ, το οποίο θα τους πήγαινε πέρα από ταμπέλες και κατηγορίες. "Power Metal"? Χμμμ. Ναι και όχι.


Ήταν ο δικός τους ήχος, βαθιά εμποτισμένος από τον κόσμο της φανταστικής λογοτεχνίας, ένα στυλ που θα μετέτρεπε τους Guardian σε ένα από τα πιο αγαπητά συγκροτήματα στην μέταλ σκηνή των 90ς. Η παρουσία του Kai Hansen ως guest τονίζει τη σύνδεση τους με τον ευρωπαϊκό power metal χώρο, αλλά και στοιχεία όπως τα πολυφωνικά ρεφραίν, οι δίκασες, οι ταχύτητες, η μελωδία... Υπήρχαν όμως και άφθονες επιρροές από συγκροτήματα όπως οι Queen (τους οποίους και διασκευάζουν) ή οι Uriah Heep... Σταδιακά λοιπόν οι Guardian θα ενσωμάτωναν όλο και περισσότερα στοιχεία στον ήχο τους και θα σχημάτιζαν ένα εντελώς ξεχωριστό ύφος, καθιστώντας τους μοναδικούς.








Το "Somewhere Far Beyond" περιλαμβάνει ορισμένα από τα σημαντικότερα τραγούδια, όχι μόνο του συγκροτήματος, μα και της ευρωπαϊκής μέταλ σκηνής των καιρών. Ο δίσκος λίγο πολύ καθιέρωσε το "κλασικό" ύφος των Blind Guardian, το οποίο θα επέκτειναν ακόμα περισσότερο στη συνέχεια. Όσο αφορά το περίφημο "The Bard's Song" (σε δύο μέρη), πρόκειται απλά για ένα από τα κορυφαία και χαρακτηριστικότερα τραγούδια που έχουν γραφτεί ποτέ για τον Τόλκιν και το φανταστικό του σύμπαν, το οποίο εξάλλου θα ήταν ιδανικό ως soundtrack μιας εκ των ταινιών της τριλογίας του "Χόμπιτ"... (και εδώ που τα λέμε, καλύτερο από ορισμένα άλλα που επιλέχτηκαν).

Στο τέλος αυτό που μένει είναι η μαγική αίσθηση που σου μεταδίδουν τα τραγούδια. Και για έναν 17χρονο, εσωστρεφή έφηβο κούνελο, που ακούει μέταλ και διαβάζει μετά μανίας φανταστική λογοτεχνία, πιστέψτε με, δίσκοι όπως αυτός είναι ο παράδεισος ο ίδιος. Ένα υπέροχο, μαγικό καταφύγιο, από έναν κόσμο που σε στεναχωρεί.


Ανάμεσα σε άλλα, το "Somewhere Far Beyond" είναι ο πρώτος δίσκος ξένης μουσικής που αγόρασα ποτέ.








Γιατί να ακούσετε τον δίσκο: Αν σας αρέσει το μέταλ και η φανταστική λογοτεχνία, μην το σκέφτεστε καν.


Γιατί να μη τον ακούσετε: Θα πρέπει να μη σας αρέσουν τα πάνω. (αλλά και πάλι... πως γίνεται να μην αρέσει σε οποιονδήποτε άνθρωπο το "Bard's Song"...)


Ο δίσκος σε μια πρόταση: "Tomorrow will take us away, far from home, no one will ever know our names, but the bard's song will remain..."


Top-Moments: Time What is Time, Theatre of Pain, The Guest For Tanelorn, The Bard's Song - In The Forest, The Bard's Song - The Hobbit, Somewhere Far Beyond



Track List (οι τίτλοι με χρώμα οδηγούν στο αντίστοιχο τραγούδι)


2 - Journey Through The Dark
3 - The Black Chamber
4 - Theatre Of Pain
6 - Ashes To Ashes
9 - The Piper's Calling
10 - Somewhere Far Beyond

bonus:

11 - Spread Your Wings (Queen cover)
12 - Trial By Fire (Satan cover)
13 - Theatre of Pain (Classic version - την προτιμώ από την αυθεντική) 





Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Μάνος Λοΐζος και η ιστορία τριών φίλων... Μια Αφήγηση και ένα Αφιέρωμα. Μέρος Δεύτερο






Ένα παιδί έπαιζε στο μπαλκόνι του σπιτιού του, μια πολυκατοικία στο κέντρο της Αθήνας. Ξάφνου άκουσε έναν δυνατό θόρυβο, σαν υπόκωφο μουγκρητό, λες και είχαν ξεπροβάλλει θηρία από κάποια ιστορία τρόμου. Σηκώθηκε μεμιάς από τη θέση του, έσκυψε στο περβάζι της μπαλκονόπορτας και κοίταξε κάτω, στον δρόμο.

Ένα τανκ είχε προβάλλει, και πίσω του άλλο ένα. Το παιδί δεν είχε δει ποτέ ξανά κάτι αντίστοιχο από κοντά, μια φορά μόνο σε μια ασπρόμαυρη, πολεμική ταινία στη τηλεόραση. Το τανκ βρυχάτο, σέρνοντας αργά το βραδικίνητο μηχανικό κορμί του, και το παιδί απέμενε να το κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Όλο και πλησίαζε, όλο και πλησίαζε. Ποιος ξέρει, ίσως να σκαρφάλωνε στην πολυκατοικία πάνω – πιθανό σύντομα να το έβλεπε στην είσοδο του διαμερίσματος τους, με την κάνη στραμμένη μπρος, να τους κοιτάζει.

Ένιωσε τότε ένα χέρι στον ώμο του. «Μη κοιτάζεις άλλο. Πάμε μέσα».

Ήταν η μητέρα του. Πήρε το παιδί από το χέρι, πήγαν μέσα και έκλεισε καλά την μπαλκονόπορτα και το πατζούρι. Το παιδί ίσα που πρόλαβε να ρίξει μια τελευταία ματιά στο πελώριο όχημα, που μούγκριζε σαν δράκος.

Στο σπίτι απλώθηκε σκοτάδι. Ήταν 21η Απριλίου, του 1967.


Φτιάχναμε καπέλα από χαρτί
είχαμε και ξύλινα ντουφέκια
κι ήτανε ο πόλεμος γιορτή
στα παλιά μας στέκια

Όλοι σε φωνάζαν αρχηγό
κι ήξερες μονάχα να διατάζεις
κι έτρεχα ξοπίσω σου κι εγώ
για να με κοιτάζεις






***


Ήταν ειρωνικό, μα ο Μάνος Λοΐζος είχε προγραμματίσει να παρουσιάσει – σε μία από τις πρώτες τους ακόμα συναυλίες, μέσω της Πανσπουδαστικής – για το ίδιο εκείνο βράδυ της 21ης Απριλίου, τα «Νέγρικα». Η συναυλία ασφαλώς δεν έγινε, και ο Λοΐζος αναγκάστηκε να φύγει για το εξωτερικό.

Η μοίρα στάθηκε τυχερή για τον ίδιο, σε αντίθεση με άλλους αριστερούς καλλιτέχνες των καιρών, οι οποίοι υπέστησαν τα βασανιστήρια της Χούντας. Ο Μάνος κατέφυγε στο Λονδίνο και παρέμεινε έξι μήνες. Εκεί έβγαζε τα προς το ζην παίζοντας μπουζούκι σε τοπικές κυπριακές ταβέρνες, φέρνοντας στον βορρά έναν αέρα και ένα άρωμα μεσογειακό.

Τελικά επέστρεψε στην Αθήνα. Το στενάχωρο της υπόθεσης ήταν πως το καθεστώς του είχε στερήσει τη δυνατότητα να προβεί στην πρώτη του ηχογράφηση, με τον τρόπο εκείνο που θα επιθυμούσε ο ίδιος – πιθανό αυτή να ήταν τα «Νέγρικα», η αντιρατσιστική και άκρως πολιτικοποιημένη συνεργασία του με τον Γιάννη Νεγρεπόντη. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 60 ο Λοΐζος είχε επιδιώξει να δώσει έμφαση στο πολιτικό στοιχείο των τραγουδιών του, έστω και αν προς το παρόν περιοριζόταν να παρουσιάζει τα συγκεκριμένα τραγούδια ζωντανά μπροστά σε αριστερές νεολαίες της εποχής, ενώ η επίσημη δισκογραφία τα παραμελούσε.

Η έλευση της Χούντας έκανε ακόμα χειρότερα τα πράγματα. «Η δικτατορία μας τίναξε όλους στον αέρα, μας σκόρπισε, μας διαμέλισε, μας σακάτεψε. Ωστόσο, έστω και ανάπηροι, καθένας με τις δυνάμεις του, όλοι κάτι προσπαθήσαμε να κάνουμε για να αντισταθούμε. Τα εμπόδια έμοιαζαν ακόμη βατά, είχαμε πίστη, ελπίζαμε...». Τέτοια είναι τα λόγια της γυναίκας του, Μάρως. Και ο Μάνος συνέχισε τον δρόμο του. Αφού δεν του έδινε τη δυνατότητα το καθεστώς να εκφραστεί ελεύθερα, θα επεδίωκε τουλάχιστον να εκφραστεί, να συνεχίσει τον δημιουργικό του δρόμο – και ποιος ξέρει, ίσως κατόρθωνε να μεταδώσει έστω κι έμμεσα τις ιδέες του μέσω των τραγουδιών.






Είχε σχηματιστεί τότε στην Αθήνα μια νέα εταιρία – το όνομα της «Μίνως». Ο Μάνος ήδη από το 1966 είχε απευθυνθεί στους υπεύθυνους, παραδίδοντας τους δείγμα της μουσικής τους, εκείνοι όμως δεν είχαν ενθουσιαστεί. Τους άρεσε η μουσική, όχι όμως οι στίχοι των τραγουδιών. Ο Λοΐζος είχε στωικά υποχωρήσει. Έναν χρόνο μετά όμως επανήλθε με τα ακόλουθα λόγια: «δεν σας κρύβω ότι με στεναχώρησε που δεν σας άρεσαν οι στίχοι της γυναίκας μου και γι’ αυτό δεν ξαναήρθα, αλλά ίσως είχατε δίκιο και προτίθεμαι να τους αλλάξω».

Ο υπεύθυνος είχε μείνει άναυδος. Μόλις τώρα μάθαινε πως οι στίχοι ήταν της γυναίκας του Μάνου! Η ίδια η Μάρω, αρκετά χρόνια μετά, και έχοντας γίνει μια πετυχημένη συγγραφέας παιδικών βιβλίων, θα αναγνώριζε πως οι στίχοι της όντως δεν μπορούσαν να σταθούν στο ίδιο επίπεδο με εκείνους άλλων συνεργατών του Μάνου. Τελικά η «Μίνως» έδωσε μια ακόμα ευκαιρία στον Λοΐζο, και εκείνος την άδραξε.

Έτσι έγινε ο «Σταθμός», η πρώτη ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά του, εν έτει 1968 – ένας σταθμός κυριολεκτικά για την ελληνική δισκογραφία, μα και για την ίδια τη «Μίνως», που αγκάλιασε τελικά τον Λοΐζο και τη μουσική του!






Ο «Σταθμός» ξεχειλίζει θάλασσα, μυρωδιά από νησί, αλμύρα και κρασί. Κάποια από τα κομμάτια του δίσκου («Όποιος Δει Το Παλικάρι», «Η Δουλειά Κάνει τους Άντρες») τα είχε παρουσιάσει ο Μάνος σε ελληνικές ταινίες των καιρών – κάτι που θα συνέβαινε σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό τα επόμενα χρόνια, τόσο με τους κανονικούς δίσκους του, όσο και με τα μικρότερα άλμπουμ των «45 στροφών» (τα “EP” της εποχής). Σε ορισμένες από τις ταινίες συμμετείχαν (και ερμήνευαν ενίοτε τα τραγούδια του) οι σταρ της εποχής, όπως ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Αλέκος Αλεξανδράκης και άλλοι.

Το «Παλιό Ρολόι» το είχε ήδη παρουσιάσει στην πρώτη του συναυλία, εν έτει 1963 – μόνο που τότε το τραγούδι μιλούσε για ένα «Κρητικό Σταφύλι». Όσο αφορά το «Δελφινάκι», υπήρξε το πρώτο μεγάλο «χιτ», το τραγούδι που καταξίωσε τον Μάνο στις συνειδήσεις του κόσμου.

Ο «Σταθμός» εγκαινιάζει την μεγάλη συνεργασία του Μάνου με τον στιχουργό Λευτέρη Παπαδόπουλο, ο οποίος μέχρι τότε ήταν γνωστός κυρίως για την δουλειά του με τον Σταύρο Ξαρχάκο. Λοΐζος και Παπαδόπουλος θα συνεργάζονταν αρμόνικα και με απόλυτη επιτυχία για πολλά ακόμα χρόνια.






Όπως συμβαίνει με τους περισσότερους δίσκους του Μάνου, ένα πλήθος από τραγουδιστές παρελαύνει, προσδίδοντας ο καθένας τον δικό του τόνο και διάθεση στο τραγούδι που ερμηνεύει. Εκείνος που είχε την πλέον αποδεκτή και αγαπητή φωνή από το κοινό της εποχής ήταν ο Γιάννης Καλατζής, ιδανικός για τις περισσότερο «ανάλαφρες» στιγμές του δίσκου, και βασικός ερμηνευτής του δίσκου. Συμμετέχουν ακόμα ο «παλαίμαχος» Δημήτρης Ευσταθίου, ο οποίος προσέδιδε μια περισσότερο «ρεμπέτικη» διάθεση στα τραγούδια, η Λίτσα Διαμάντη και ο νεαρός τότε Γιώργος Νταλάρας. Για τον τελευταίο ο Λοΐζος δεν είχε αρχικά και την καλύτερη γνώμη. Θεωρούσε πως η φωνή του μοιάζει πολύ με εκείνη του Γρηγόρη Μπιθικώτση, με την έννοια της απομίμησης. Ωστόσο τον εμπιστεύτηκε και η πορεία δε τον διέψευσε. Θα διαπίστωνε σύντομα πως είχε την ικανότητα να προσδώσει μια πολύ ιδιαίτερη απόχρωση σε αρκετά απ’ τα τραγούδια, και τελικά ο Νταλάρας, έχοντας πλέον κερδίσει απόλυτα την εμπιστοσύνη του Μάνου, κατέληξε να συνδέσει το όνομα του με αρκετά από τα κλασικότερα τραγούδια του.

Να πως περιγράφει ο Λοΐζος τον «Σταθμό»: «Η ορχήστρα ξεθυμαίνει στο τελευταίο της κομμάτι, τα πολύχρωμα φώτα σβήνουν ένα-ένα, το πανηγύρι κοντεύει να πάρει τέλος και τα παιδιά παίρνουν το καθένα τον δρόμο του... Η πρώτη πρωινή βροχή του ψιλοβρέχει στο μέτωπο. Μέσα απ' αυτό το κλίμα ζωντάνεψαν τα τραγούδια και οι μουσικές του «Σταθμού», μέσα από τον απόηχο της ορχήστρας, το ξέφτισμα της γιορτής και το αχνό φως της καινούργιας μέρας που έρχεται...!»

Ναι, για τον Μάνο ερχόταν μια καινούργια μέρα, ακόμα και αν στη χώρα είχε πέσει βαθιά νύχτα. Και το Παλιό Ρολόι όλο και χτυπούσε…





***


Οι δείκτες του ρολογιού σήμαναν δώδεκα. Ο Μηνάς απέμενε μόνος, στο κέντρο της προβλήτας, ενώ γύρω του η βροχή γινόταν ένα με το κύμα. Σχεδόν ένιωθε φιλόξενο το κρύο. Τα νερά έσκαγαν με δύναμη αριστερά και δεξιά, σταγόνες τον έβρεχαν στο πρόσωπο, κύματα άφριζαν και φώναζαν, μα εκείνου του άρεσε ο θόρυβος. Έπνιγε τον ήχο από εκείνο το παλιό ρολόι που δέσποζε σαν φάρος παραπέρα, έπνιγε αυτό το ανυπόφορο «τικ-τακ».

Έπνιγε τον χτύπο της καρδιάς του.


Σαν θαλασσόδαρτο σκαρί
σαν βράχος ρημαγμένος
ήρθα σαν ξένος στη ζωή
και ξαναφεύγω ξένος


Προσπάθησε να πάει κόντρα στον οργανισμό του, να αντισταθεί στο κρύο, σαν από πείσμα θέλοντας να επιτεθεί στη φύση όλη – στο τέλος όμως η φύση βγήκε κερδισμένη. Κρύωνε, δεν άντεχε άλλο καταμεσής της βροχής. Άφησε την προκυμαία και αναζήτησε καταφύγιο στα στενά σοκάκια του λιμανιού.






Μόνος του γυρόφερνε, μια σκιερή φιγούρα με σκυμμένο το κεφάλι, που αν τον έβλεπαν γνωστοί θα αναρωτιόντουσαν: «Μα, είναι αυτός ο Μηνάς, το γελαστό παιδί, ο άνθρωπος που αγαπά το ποτό και τη διασκέδαση;». Εκείνος όμως δεν θα έδινε καμιά απάντηση, μόνο θα συνέχιζε να βαδίζει μονάχος του, ξεγυμνωμένος από συναισθήματα, χωρίς προορισμό, σα βάρκα που την πήραν τα νερά.


Φεύγει ο καιρός κι εγώ περνώ
νυχτώνει σκοτεινιάζει
μόνος στην πόλη τριγυρνώ
σαν παίρνει και βραδιάζει

Μικρός ο κόσμος γύρω μου
κι ας είν’ μεγάλοι οι δρόμοι
ποιος νοιάζεται την μοίρα μου
ποιον καίνε οι ξένοι πόνοι


Μια γυναίκα σάλευε στο νου του, ένα αγκίστρι στην ψυχή του. Και κείνος σαν το δόλωμα είχε πέσει στην παγίδα της. Το όνομα της ήταν Μυρσίνη. Έφερε στο νου του τις στιγμές που έζησαν μαζί, τις εκδρομές τους, τα τραγούδια, τα ξημερώματα που απέμεναν μονάχοι, κρυμμένοι σε ζεστές, ερωτικές φωλιές. Πόσο μακρινά φάνταζαν πλέον. Η Μυρσίνη δεν ήταν παρά μια γυναίκα του σιναφιού, ένα κορίτσι για όλο το λιμάνι, και ο ίδιος τάχα νόμιζε πως μοιραζόταν κάτι ιδιαίτερο μαζί της. Οι φήμες ήταν πολλές, πάρα πολλές. Ο ίδιος, μη θέλοντας να πιστέψει κάτι τέτοιο, επεδίωξε να τη δει, να την επισκεφτεί, να τη ρωτήσει ευθέως. Η Μυρσίνη τον κάρφωσε με τα μεγάλα μαύρα μάτια της, μα δεν έβγαλε κουβέντα. Μονάχα απέμενε σιωπηλή να τον κοιτάζει. Τότε, για μια στιγμή μονάχα, ένα χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της – χαμόγελο ειρωνικό, σαρκαστικό. Τα μάτια της έλαμψαν, λες και τα είχε φωτίσει αστραπή. Τον κορόιδευε. Ο Μηνάς δε χρειάστηκε να δει κάτι άλλο – είχε πάρει την απάντηση του.

Ξεχειλίζοντας θλίψη και οργή, έφυγε μόνος μέσα στη νύχτα, σέρνοντας πίσω την σκιά του. Τα επόμενα βράδια απέφευγε συνειδητά να περάσει από το σπίτι της. Μια μέρα μόνο, η ζάλη του μυαλού και το ποτό, τον έφεραν ως εκεί, σα σίδερο που το τραβάει μαγνήτης. Τα παράθυρα όμως ήταν κλειστά, τα πατζούρια κλειδωμένα.

Δεν την ξαναείδε.


Μέσ’ απ’ τα χαράματα
κάποιος με φωνάζει,
μα η φωνή του χάνεται,
σβήνει μες στ’ αγιάζι.

Και το παραθύρι μου
τώρα πια θα κλείσει.
Τ’ όνειρο μαράθηκε
πριν να μου μιλήσει.

Όποιος δει το παλληκάρι
να του πει να μην αργεί





***


Ήταν 1970 και η καρπερή συνεργασία Λοΐζου – Παπαδόπουλου, μας έδωσε τις «Θαλασσογραφίες», τον δεύτερο δίσκο του Μάνου. Για άλλη μια φορά είναι διάχυτο το άρωμα από το λιμάνι. Γοργόνες χαραγμένες στις πλώρες καραβιών, καφενέδες που βουίζουν με φωνές περαστικών, γαλέρες που γυρίζουν σε μαρκούτσια από φίλντισι…

Από πολλές απόψεις, οι «Θαλασσογραφίες» είναι συνέχεια του «Σταθμού». Μπορούμε εδώ ωστόσο να διακρίνουμε και μια επιπλέον νότα, σαν ένα γκρίζο σύννεφο που απλώνεται πάνω απ’ τον γαλάζιο ουρανό του λιμανιού… Αχνοφαίνεται σε τραγούδια όπως το «Νανούρισμα», το οποίο ερμηνεύει μοναδικά η νεοεισερχόμενη τότε Μαρίζα Κώχ, ή στις ερμηνείες του Γιώργου Νταλάρα (του οποίου ο ρόλος είχε αναβαθμιστεί) στα «Έχω έναν Καφενέ» και «Μάννα δεν Φυτέψαμε». Κάπου κρύβεται μια αλληγορία στο περιεχόμενο των στίχων, στον τόνο της μουσικής, ένα μήνυμα με σιγανή φωνή. Βρισκόμαστε πλέον στο τρίτο έτος της Δικτατορίας, όταν είχε εδραιωθεί για τα καλά, όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικό, μα – πράγμα χειρότερο – στις συνειδήσεις πλήθους κόσμου.






Και όταν ο Μάνος δε μιλούσε αλληγορικά, ταξίδευε, άφηνε αυτόν τον τόπο και πήγαινε σε μακρινά μέρη, γινόταν ένας εξερευνητής σε εξωτικές θάλασσες και μαγικά νησιά, μετέφερε την ουτοπία σε ένα πολύτιμο σεντούκι. Κάπως έτσι προέκυψε ο «Σεβάχ ο Θαλασσινός», το πρώτο τραγούδι που ερμήνευσε ο ίδιος.

Στο μεταξύ η συμμετοχή του σε μουσική για κινηματογράφο και θέατρο όλο και μεγάλωνε. Ο ελληνικός κινηματογράφος βρισκόταν σε περίοδο μεγάλης ακμής την εποχή εκείνη – αρκεί να πούμε πως γυρίζονταν, κτά μέσο όρο, 90 με 120 εγχώριες παραγωγές τον χρόνο! Όπως ήταν λογικό, συνιστούσε και βασικό βιοποριστικό μέσο του Μάνου. Την ίδια εποχή εξάλλου συνεργάστηκε με τον Στέλιο Καζαντζίδη, για δυο τραγούδια, ένα εκ των οποίων έμελε να γίνει μία από τις πλέον διαχρονικές του ερμηνείες. Φαντάζει οξύμωρο σήμερα, αλλά το «Δεν Θα Ξαναγαπήσω» δεν είχε σημειώσει καμία απολύτως επιτυχία τον καιρό εκείνο που κυκλοφόρησε.

Ο καιρός περνάει. Οι δείκτες του ρολογιού σημαίνουν για άλλη μια φορά – βρισκόμαστε στο 1971, μια κομβική στιγμή για την ιστορία της ελληνικής μουσικής. Τον καιρό εκείνο παρουσιάστηκε στους κινηματογράφους μια νέα, ιδιαίτερη ταινία, με θέμα της μια γυναίκα που είχε διχάσει δύο άντρες. Η σκηνοθεσία ήταν του Αλέξη Δαμιανού και στον πρωταγωνιστικό ρόλο η μυστήρια Μαρία Βασιλείου. Το έργο βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και θεωρείται πλέον κλασικό. Η μουσική που έγραψε ο Μάνος παραμένει μία από τις κορωνίδες του δημιουργικού του έργου. Αξίζει να αναφέρουμε πως, παρά το γεγονός της βράβευσης της, η ταινία λογοκρίθηκε έντονα και προβλήθηκε μόλις έναν χρόνο μετά στους κινηματογράφους της χώρας.

Ξεχάστηκα, δεν ανέφερα το βασικό. Το όνομα της ταινίας – και της ηρωίδας του έργου – ήταν Ευδοκία.






***


Είχαν περάσει δύο χρόνια και είχε πια ξεσπάσει πόλεμος. Το λιμάνι που άλλοτε έσφυζε από ζωή είχε πια μετατραπεί σε κεντρικό σημείο ανεφοδιασμού. Δεν γυρόφερναν πια εμπορικές γαλέρες, μα πολεμικά σκάφη στα νερά του. Τα ξύλινα καράβια με τα πολύχρωμα ξάρτια είχαν παραχωρήσει τη θέση τους σε γκρίζα, μεταλλικά θωρηκτά. Το πλήθος κόσμου, που γυρόφερνε ζωηρά σαν πεταλούδες, κάνοντας βόλτες στην προκυμαία, είχε κλειστεί στα σπίτια του. Τώρα πια έβλεπες μόνο στρατιώτες να βαδίζουνε συντεταγμένοι, στη σειρά σαν τα μυρμήγκια.


Και τα μικρά του τα μερμηγκάκια
χειροκροτάνε μ’ ενθουσιασμό
εν δυο προσκυνάμε,
εν δυο μα πεινάμε,
εν δυο θα σε φάμε!


Η πατρίδα – στην οποία και ανήκε το λιμάνι – βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Ειπώθηκε πως την απειλούσαν οι εχθροί. Ανέφεραν πως είχαν απειληθεί τα ζωτικά συμφέροντα της. Η λύση ήταν μία: πόλεμος, μέχρι τελικής πτώσεως. Πόλεμος, ώστε να σωθεί ο πληθυσμός. Πόλεμος, για να διασφαλιστεί η ειρήνη. Εδώ δε χωρούσαν αμφιβολίες, κάθε άνθρωπος με συνείδηση όφειλε να υπερασπιστεί την χώρα του, να πιάσει στα χέρια του το όπλο, να ανεμίσει την εθνική σημαία.

Έτσι και έκαναν οι ήρωες της ιστορίας μας. Ο Μηνάς, ο Αχμέτ και ο Ανέστης. Ο Αχμέτ, αν και ξένης καταγωγής, είχε λάβει την εθνική υπηκοότητα και έτσι μπορούσε να υπηρετήσει. Ο Μηνάς τράβηξε στον πόλεμο χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο Ανέστης πήγε κι αυτός, σέρνοντας με κόπο το βαρύ του όπλο κάτω από το λεπτό του σώμα, βαθιά προβληματισμένος και ανήσυχος.






Για καλή τους τύχη βρέθηκαν ξανά μαζί, να υπηρετούν στο ίδιο μέρος. Τον περισσότερο καιρό δεν πολεμούσαν – ίσα που είχαν δώσει μια σύντομη μάχη, με ελάχιστους τραυματίες, μια νύχτα στο βουνό. Περνούσαν τον καιρό τους περιμένοντας εντολές, γυαλίζοντας τις μπότες τους, καθαρίζοντας το όπλο τους, συζητώντας και γελώντας, σα να είναι η τελευταία μέρα της ζωής τους. Ποιος ξέρει, ίσως και να ήταν.

Ο Αχμέτ και ο Ανέστης είχαν φέρει κάποια βιβλία στο σακίδιο τους και τα μελετούσανε κρυφά, τις ώρες που δεν τους έβλεπαν οι αξιωματικοί. Ποίηση και λογοτεχνία ο Ανέστης, επιστημονικά συγγράμματα ο Αχμέτ. Ήταν σημαντικό για τους ίδιους να διατηρούν επαφή με εκείνα τα στοιχεία του πνεύματος που είχαν τόσο αγαπήσει στα παλιά χρόνια, και που είχαν πλάσει την προσωπικότητα τους. Οι υπόλοιποι φαντάροι δεν τους καταλάβαιναν, η συμπεριφορά τους φάνταζε σχεδόν ακατανόητη. Ο Αχμέτ ωστόσο φρόντιζε να επιδεικνύει τις σκόρπιες γνώσεις που είχε αποκτήσει πάνω στην ιατρική, παρέχοντας συχνά συμβουλές, ως και πρώτες βοήθειες. Δεν άργησε να ενταχτεί στη νοσηλευτική ομάδα του λόχου.

Όσο αφορά τον Μηνά… Αντιμετώπιζε με ολοένα μεγαλύτερη περιφρόνηση τους παλιούς του φίλους. Ο Ανέστης τον παρατηρούσε με θλίψη. Είχε αλλάξει. Που ήταν ο καλόκαρδος και ανοιχτός Μηνάς που είχε γνωρίσει κάποτε… Στη θέση του αντίκριζε έναν νέο άνθρωπο, ψυχρό σαν την κάνη του τουφεκιού που κράδαινε διαρκώς.

Μια μέρα, και προς μεγάλη του έκπληξη, ο Ανέστης παρατήρησε πως είχε πάρει μετάθεση στον λόχο τους ένα νέο πρόσωπο – σε ανώτερη θέση μάλιστα, υπολοχαγού. Ήταν ο Σπύρος, εκείνος που άλλοτε φώναζαν «η Νυφίτσα». Προς ακόμα μεγαλύτερη του έκπληξη, ο Σπύρος έδειξε από την αρχή μια ιδιαίτερα ευνοϊκή στάση απέναντι στον Μηνά, το «πρωτοπαλίκαρο μας», όπως τον αποκαλούσε. Και ο Μηνάς φαινόταν να επιδοκιμάζει το νέο του υπολοχαγό, χωρίς καμία απολύτως προσποίηση στην συμπεριφορά του. Οι δυο τους τα έλεγαν συχνά, έπιαναν κουβεντούλα σε στιγμές ανάπαυσης, και ο Μηνάς τον κοιτούσε πάντα και έγνεφε με επιδοκιμασία. Είχε γίνει σχεδόν ξένος ανάμεσα τους.


Και πριν μάθουν τι είπε ο Μαρξ
στρατιώτες τους πήραν στον πόλεμο παν
ο Πέτρος ο Γιόχαν κι ο Φράνς
σαν ήρωες έπεσαν κάτω απ’ τα τανκς

ο Μπράουν ο Φίσερ κι Κράφτ
σκεφτήκαν και βρήκαν πως φταίει ο Μαρξ
ο Μπράουν ο Φίσερ κι Κράφτ
ξανάσμιξαν πάλι και φτιάξανε τραστ






Εκείνος που δεχόταν τα πυρά του υπολοχαγού ήταν ο Αχμέτ. «Τράβα δούλεψε, ξένε, και μη σε πιάσω ξανά να διαβάζεις, γιατί θα έχουμε πρόβλημα», του είχε πει ένα βράδυ ο Σπύρος, στέλνοντας τον να σκάψει ένα χαράκωμα εν ώρα ανάπαυσης. Ο Αχμέτ υπάκουε και δίπλα του ο Ανέστης κοιτούσε με συμπόνια. Ο Μηνάς ωστόσο ήταν σοβαρός, απρόσωπος, σχεδόν αδιάφορος.

Ώσπου, κάποιο συννεφιασμένο βράδυ, το φράγμα που συγκρατούσε τον χείμαρρο μέσα του γκρεμίστηκε. Ο Μηνάς ξέσπασε, και έβγαλε όλη την οργή του πάνω στον Αχμέτ:

«Να που καταντήσαμε λοιπόν! Να κινδυνεύει η πατρίδα μας, ό, τι ιερότερο υπάρχει, και μεις να πολεμάμε στο πλευρό ανθρώπων που δεν έχουν καν αίμα σαν και το δικό μας μέσα τους! Όσο σκέφτομαι πως κάποτε έκανα παρέα μαζί σου! Μα ευτυχώς όμως, τα χρόνια αυτά ανήκουν στο παρελθόν – έχουν πεθάνει, και πίσω δεν γυρνούν! Δεν γυρνούν...». Για μια στιγμή σταμάτησε, το πρόσωπο του σκοτεινό. Για μια στιγμή μονάχα. «Τώρα μόνο η πατρίδα μου έχει σημασία, τίποτα άλλο!», έκανε ξανά, φτύνοντας σχεδόν τα λόγια, το βλέμμα του παράφορο.

Ο Αχμέτ τον κοιτούσε σιωπηλός – μέσα του γινόταν μάχη, φαινόταν πως ήθελε να πει πολλά, μα δεν έκανε τίποτα. Ο υπολοχαγός Σπύρος βρισκόταν λίγο παραπέρα και χαμογελούσε – επιδοκίμαζε τα λεγόμενα του Μηνά. Ο Ανέστης κοιτούσε με φρίκη. Νόμιζε πως ο Αχμέτ θα αντιδράσει, εκείνος όμως απλά γύρισε την πλάτη και στράφηκε προς τις σκηνές των ασθενών που χρειάζονταν περίθαλψη.

«Μη γυρνάς την πλάτη σε μένα που μιλώ, ξένε! Ακούς;», βροντοφώναξε ο Μηνάς.

Τότε ο Αχμέτ γύρισε απλά και είπε: «Έναν ξένο βλέπω ανάμεσα μας, και αυτός είναι ένας παλιός μου φίλος».


Σβήνουν τ’ άστρα ένα ένα
Κι όσα σου `χα ειπωμένα
Έγιναν δάκρυα παγωμένα,
γίνανε σιωπή

Κρύβει η νύχτα το φεγγάρι
Κι ούτε φως, ούτε λυχνάρι
Να μας βγάλει απ’ το ψέμα
κι από τη ντροπή






***


Βρισκόμαστε στο 1972, και ο Μάνος Λοΐζος παραδίδει την τρίτη δισκογραφική δουλειά του, με τίτλο «Να Χαμε Τι Να Χαμε». Με τον συγκεκριμένο δίσκο θα μπορούσαμε να πούμε πως κλείνει η «τριλογία» της πρώτης δισκογραφικής του φάσης. Παρέα πάντα με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο γράφουν τραγούδια που αναφέρονται αλληγορικά στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, με τρόπο τέτοιο όμως που τελικά κατορθώνουν να διαφύγουν της προσοχής του καθεστώτος. Τραγούδια όπως το «Ήλιε μου σε Παρακαλώ», ο «Λιόντας» και ο «Κουταλιανός» κατέχονται από πολλαπλές στρώσεις νοήματος – η Χούντα δε φημιζόταν ποτέ για το υψηλό νοητικό της επίπεδο, και έτσι συνέλαβε μόνο το πρώτο, επιφανειακό νόημα των τραγουδιών. Το «Ήλιε μου σε Παρακαλώ» αναφέρεται λοιπόν στη φύση και τα πουλιά, όχι στην ελευθερία, ο «Κουταλιανός» σε έναν τύπο που δείλιαζε μπροστά στη γυναίκα του και όχι στους πολίτες που δειλιάζουν μπροστά στο καθεστώς…






Τον ίδιο καιρό Λοΐζος – Παπαδόπουλος συνθέτουν ακόμα περισσότερα κομμάτια με θέμα τους τον φασισμό, πάντα με τη μορφή αλληγορίας, τα οποία προς το παρόν μένουν ακυκλοφόρητα. Εδώ ανήκουν ο «Μέρμηγκας», ο «Αρχηγός», και το «Θα Κλείσω το Παράθυρο». Και όσο η Σκιά παραμονεύει απειλητικά έξω απ’ το παράθυρο, ο Λοΐζος συνθέτει τον «Τσε» και την «Πρώτη Μαΐου»…

Σα να μην έφταναν αυτά, προκαλώντας θα λεγε κανείς την τύχη του, ο Μάνος ξεκινάει τη μελέτη και τη μελοποίηση των ποιημάτων του μεγάλου τούρκου προοδευτικού ποιητή Ναζίμ Χικμέτ. Η απόδωση στα ελληνικά είναι του Γιάννη Ρίτσου. «Το 1972, όταν γύρισα από απ' την εξορία ήρθε δυο φορές σπίτι μου με την κιθάρα του. Έπαιξε και τραγούδησε πολλά τραγούδια του απ' τις μεταφράσεις μου των ποιημάτων του Χικμέτ», είχε πει ο Ρίτσος.

Ώσπου ήρθε η 17 Νοέμβρη. Και ενώ τα ηχεία του Πολυτεχνείου αντηχούσαν από τις μουσικές του Ξυλούρη και του Θεοδωράκη, και ενώ η πύλη έπεφτε από τα τανκς, οι καθεστωτικές δυνάμεις έκαναν έφοδο στο σπίτι του Λοΐζου και τον συνέλαβαν. Θα τον κρατούσαν για δέκα μέρες, και θα τον άφηναν ελεύθερο ξανά.



πηγή φωτογραφίας



Όσο αφορά το Πολυτεχνείο, υπήρξε μια αχτίδα φωτός – από εκείνες όμως που κάνουν εντονότερες τις σκιές γύρω τους, καταδεικνύοντας την χρόνια σιωπή της πλειοψηφίας των Ελλήνων, οι οποίοι, χρόνια μετά, έφτασαν να «γιορτάζουν» την αντίσταση εκείνη των νέων που τους έβγαλαν ασπροπρόσωπους και τους απάλλαξαν από την κακή τους συνείδηση…


Εδώ είναι πολιτεία
Εδώ είναι πολιτεία
Εδώ είναι πολιτεία
Μεγάλη και τρανή

Για κοίτα να σωπάσεις
Για κοίτα να σωπάσεις
Για κοίτα να σωπάσεις
Μη χάσεις την φωνή

Τι θέλεις και φωνάζεις
Μήπως σ’ ακούει κανείς;
Τι θέλεις και φωνάζεις
Μήπως ξυπνάει κανείς;





***


Η σειρήνα αντηχούσε. Οι εντολές είχαν δοθεί. Είχε ξεσπάσει μάχη και οι στρατιώτες ξεχύνονταν κατά δεκάδες στην πεδιάδα, το όπλο τους στο χέρι, το φως του φεγγαριού να φέγγει από ψηλά. Πρώτος στη γραμμή έτρεχε ο Μηνάς και το βλέμμα του αντανακλούσε τη λάμψη της σελήνης – έμοιαζε με λύκο κατεχόμενο από ζοφερό ενθουσιασμό, ένα φονικό αρπαχτικό, έτοιμος να σκοτωθεί και να σκοτώσει.


Του `παν θα βάλεις το χακί
θα μπεις στην πρώτη τη γραμμή
θα μπεις στην πρώτη τη γραμμή
και ήρωας θα γίνεις


Δίπλα του έτρεχε ο Αχμέτ. Ένα ψυχρό, μα αποφασισμένο βλέμμα στο σκούρο πρόσωπο του. Ξοπίσω τους δεκάδες στρατιώτες, ανταλλάσοντας τους πρώτους πυροβολισμούς με τον εχθρό – κάποιοι έπεφταν, άλλοι όμως έπαιρναν τη θέση τους και συνέχιζαν τη μάχη.

Ο Ανέστης δεν είχε δώσει το παρόν. Οι υπεύθυνοι αξιωματικοί είχαν κρίνει πως δεν είχε τα φυσικά προσόντα να βγει στη μάχη, όντας αρκετά φιλάσθενος. Είχε απομείνει λοιπόν στο στρατόπεδο, παραφυλώντας, βλέποντας τις λάμψεις στον σκοτεινό ουρανό και ακούγοντας τους κρότους από τα κανόνια – ή μήπως ήταν ο χτύπος της καρδιάς του;


Στην πολιτεία βραδιάζει
Το χιόνι τις στέγες σκεπάζει
Ένα καμιόνι φορτώνει
Και κόβει στα δυο τη σιγή ...

Περιπολία στους δρόμους
Και κάποια φωνή που διατάζει
Κι εσύ ησυχάζεις
Το δάχτυλο βάζεις
Να βρεις την πληγή ...






Η ώρα πέρασε. Αργά και βασανιστικά. Ο Ανέστης περίμενε. Περίμενε κι άλλο. Και περίμενε. Πέρα μακριά είχαν ανάψει φωτιές.

Κάποια στιγμή άκουσε φωνές στην πύλη. «Ανοίξτε, φέρνουν τραυματίες!». Έτρεξε μεμιάς για να βοηθήσει, παρατηρώντας με αγωνία τα άτομα που έφερναν μέσα. Κάποιοι βογκούσαν πάνω στα φορεία, έσκουζαν σα λαβωμένα ζώα, άλλοι πάλι έστεκαν ακίνητοι. Βουβοί, με τα χέρια απλωμένα, κόκκινα στο αίμα.

Εκεί είδε τον Αχμέτ, σ’ ένα φορείο πάνω. Ήταν νεκρός.


Συρματοπλέγματα αναμεσά μας,
φαντάρε που `σε αντικρύ.
Αύριο θα `μαστε νεκροί,
αύριο θα `μαστε νεκροί,
μια τρύπα στα πουκαμισά μας.








Η επόμενη μέρα έφτασε, μα κανείς δεν είχε κλείσει μάτι. Η μάχη είχε κερδηθεί. Οι νικητές ήταν πια ήρωες. Μα το τίμημα βαρύ: χιλιάδες οι νεκροί στο πεδίο του πολέμου, αιματοβαμμένα πτώματα σαν πληγές που χάσκουν, πάνω στο απαλό σώμα της χιονοσκέπαστης πεδιάδας.

Ο Μηνάς είχε επιβιώσει. Το τίμημα όμως ήταν φοβερό και αφορούσε το δεξί του χέρι. Στις φρικτές στιγμές πόνου που περνούσε, τις ώρες που οι στρατιωτικοί γιατροί του αφαιρούσαν το μολυσμένο μέλος, ανάμεσα στις κραυγές του, αντίκρισε με την άκρη του ματιού του τον Ανέστη, ο οποίος τον παρακολουθούσε με αγωνία. Άνοιξε με κόπο το στόμα και του μίλησε, η φρίκη ζωγραφισμένη στα μάτια του. Ο Ανέστης πλησίασε κοντά και διαπίστωσε τότε με έκπληξη πως η αγωνία του Μηνά δεν αφορούσε το χέρι του που έχανε – όχι, η αγωνία του ήταν ψυχική.

«Τον σκότωσα, Ανέστη!», έκανε ο Μηνάς, κοιτάζοντας τον με δάκρυα στα μάτια.

«Τι λες, για ποιο πράγμα μιλάς;», είπε ο Ανέστης, σφίγγοντας το χέρι του φίλου του. «Ηρέμησε, όλα θα πάνε καλά. Νικήσαμε».

«Τον σκότωσα!», έκανε πάλι ο Μηνάς, σχεδόν κραυγάζοντας. «Τον φίλο μας, τον αδερφό μας! Τον Αχμέτ! Τον είδα δίπλα μου στη μάχη, με ενόχλησε η παρουσία του, το χρώμα του δέρματος του… και τον σκότωσα! Σκότωσα τον φίλο μας!»

Ξέσπασε σε κλάματα. Ο Ανέστης απέμεινε να κοιτάζει, με το στόμα ανοιχτό.


Η μέρα κείνη δε θ’ αργήσει
κυνηγημένο μου πουλί
σε πήρε κάποτε η δύση
σε ξαναφέρνει η ανατολή





***


Η Χούντα είχε πια πέσει. Μια νέα μέρα ξημερώνει, και μαζί μ’ αυτήν ο Λοΐζος παρουσιάζει τον δίσκο «Καλημέρα Ήλιε», το περιεχόμενο του οποίου είχε γραφτεί λίγο πριν την πτώση της Δικτατορίας. Νέα πρόσωπα είχαν αντικαταστήσει τα παλιά – βρισκόμαστε σε μια καινούργια φάση της ελληνικής ιστορίας, που ονομάστηκε «Μεταπολίτευση». Τους στίχους του δίσκου γράφει ο Δημήτρης Χριστοδούλου. Τα τραγούδια ερμηνεύουν η Χαρούλα Αλεξίου, ο Κώστας Σμοκοβίτης και η Αλέκα Αλιμπέρτη. Σε αντίθεση με το ξέφρενο (και αισιόδοξο) κλίμα των καιρών, το συγκεκριμένο άλμπουμ του Μάνου χαρακτηρίζεται από μια περισσότερο εσωστρεφή διάθεση. Υπήρξαν ωστόσο και στιγμές ανεβαστικές, όπως τα «Δώδεκα Παιδιά» και το ομότιτλο τραγούδι. Το «Καλημέρα Ήλιε» μάλιστα, μπήκε τελευταία στιγμή στον δίσκο.

Σχετικά με το συγκεκριμένο τραγούδι, ο Κώστας Σμοκοβίτης είπε, πολλά χρόνια μετά, σε μια συνέντευξη του: «Στις αρχές του ’74, όλα τα τραγούδια του Μίκη κόπηκαν από τη λογοκρισία, ακόμα και τα ερωτικά του! Και μαζί κόπηκε και το “Καλημέρα ήλιε”, γιατί νόμιζαν ότι ήταν του Θεοδωράκη. Παρενέβη η εταιρεία στην επιτροπή λογοκρισίας και τους είπε ότι το τραγούδι δεν είναι του Θεοδωράκη, αλλά του Λοίζου κι έτσι άρθηκε η απαγόρευση. Από τότε άρχισε να παίζεται στο ραδιόφωνο και θέριεψε!».

Είναι γνωστό πως το «Καλημέρα Ήλιε» συνδέθηκε, από την δεκαετία του 80 κι έπειτα με το ΠΑΣΟΚ και τις προεκλογικές του εκστρατείες. Μας λέει ο Σμοκοβίτης: «Στις αρχές, όλοι το έπαιζαν το κομμάτι 20 φορές τη μέρα! Ακουγόταν από όλα τα κομματικά γραφεία, του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ, της ΕΔΑ, αλλά και της ΝΔ! ‘Ηταν το αισιόδοξο τραγούδι. Τελικά, βέβαια, έμεινε στο ΠΑΣΟΚ, γιατί “κούμπωσε” και με τον “ήλιο”, που ήταν το έμβλημά του». Φυσικά τον καιρό που έγραψαν το τραγούδι οι Λοΐζος και Σμοκοβίτης, εν έτει 1973, το ΠΑΣΟΚ δεν είχε ακόμα ιδρυθεί…






Πρόσφατα η Μυρσίνη Λοΐζου, η κόρη του Μάνου, απαγόρεψε στο ΠΑΣΟΚ την χρησιμοποίηση του τραγουδιού, τονίζοντας ανάμεσα σε άλλα: «Ο Ήλιος άλλωστε, είναι δικός μας, και όχι δικός σας. Δεν μπορεί κανείς να μας τον πάρει». Μπορείτε να δείτε την πλήρη επιστολή της Μυρσίνης Λοΐζου εδώ.

Η Μεταπολίτευση φέρνει μαζί της έναν διάχυτο πολιτικό αέρα. Τα χρόνια 1974-75-76 ξεχειλίζουν από ένα (φαινομενικό τουλάχιστον) πνεύμα ελευθερίας, σαν την ανάσα κάποιου που την κράταγε για ώρα και την άφησε επιτέλους να ξεσπάσει. Το κοινωνικό δυναμικό που συγκρατούσε η Χούντα είχε πια ξεσπάσει, και ο κόσμος αφηνόταν στον ριζοσπαστικό αέρα των καιρών. Οι συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη δονούσαν την καρδιά της πόλης, πλήθος από απαγορευμένα μέχρι τότε βιβλία ξεχείλιζαν την αγορά, οι νέοι με μακριά μαλλιά και παντελόνια καμπάνες εντάσσονταν σε πολιτικές και κομματικές νεολαίες. Η Ελλάδα ζούσε με καθυστέρηση έναν δικό της «Μάη του 68» - διαποτισμένο όμως από την ελληνική παράδοση και τις συνήθειες δεκαετιών. Ο Νίκος Κούνδουρος γυρίζει τα «Τραγούδια της Φωτιάς». Ο Λοΐζος ερμηνεύει ξανά μετά από χρόνια πολλά από τα απαγορευμένα τραγούδια του, και το κοινό εκστασιάζεται.

Στα τέλη του ’74 κυκλοφορούν «Τα Τραγούδια του Δρόμου» - τώρα πια επιτέλους μπορεί ο κόσμος να ακούσει ελεύθερα τον «Στρατιώτη», τον «Μέρμηγκα», τα «Συρματοπλέγματα», τον «Τσε», τον «Αρχηγό», τον «Τρίτο Παγκόσμιο», τον «Δρόμο» και το «Ακορντεόν»… Ανάμεσα τους και το «Τραγούδι του Δρόμου», δέκα και βάλε χρόνια μετά, το πρώτο τραγούδι του Μάνου σε ποίηση του Λόρκα. Στα φωνητικά η Αλέκα Αλιμπέρτη, η Χαρούλα Αλεξίου, ο ίδιος ο Μάνος, και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.






Τον επόμενο χρόνο είδαν επιτέλους το φως της δισκογραφίας και τα «Νέγρικα»… Εννιά χρόνια μετά. Ο στίχος «τι γυρεύουν τα παιδιά μας στο Βιετνάμ» της αυθεντικής εκδοχής μετατράπη σε «τι γυρεύουν τα παιδιά μας στα Βιετνάμ»…

Η Μεταπολίτευση απέπνεε έναν αέρα ελευθερίας και πολιτικής δράσης, ωστόσο στην ουσία πολλά πράγματα παρέμεναν αναλλοίωτα. Ήταν 1976 όταν ο Λοΐζος κυκλοφόρησε «Τα Τραγούδια Μας», την τελευταία και σημαντικότερη από τις συνεργασίες του με τον Γιώργο Νταλάρα, σε στίχους τους «μπρεχτικούς» (όπως τους είχε αποκαλέσει ο Μάνος) στίχους του Φώντα Λάδη. Το άλμπουμ υπήρξε άκρως πολιτικοποιημένο, και αυτό δεν άρεσε σε αρκετούς κρατικούς φορείς. Τραγούδια με θέμα τους την εργατιά, την καταπίεση, την πάλη των τάξεων, τους μετανάστες, μα και την αναδυόμενη τότε δύναμη του ΚΚΕ, όπως περιγράφεται αλληγορικά στο «Δέντρο», ένα δέντρο που «σε πέντε έξι δεν αρέσει, το χτυπάνε για να πέσει, μα εκείνο δε λυγάει, όλο φυλλωσιές πετάει».






Τα περισσότερα από τα τραγούδια του δίσκου απαγορεύτηκαν από τα ΜΜΕ της εποχής. Αυτό εν έτει 1976, ενώ η Χούντα είχε πέσει. Ωστόσο ο κόσμος τα αγκάλιασε και πολλά έγιναν σημαία του εργατικού κινήματος, τότε και τώρα. Με το πέρασμα του χρόνου ο δίσκος σημείωσε τεράστια επιτυχία και έγινε ένας από τους πιο πετυχημένους του Λοΐζου – αλλά και ίσως η κορωνίδα της ερμηνευτικής πορείας του Γιώργου Νταλάρα.

Και αυτά ενώ βαδίζαμε με σταθερούς ρυθμούς προς τα τέλη της δεκαετίας…


***


Το λιμάνι δεν υπήρχε πια – ίσως να μην υπήρξε και ποτέ. Στη θέση του δέσποζαν ψηλά άχρωμα κτίρια και δρόμοι που περιπλέκονταν σαν εξάρτημα κάποιας μηχανής. Δεν έβλεπες κατάρτια σε καράβια, παρά φουγάρα που κάπνιζαν μαυρίζοντας τον ουρανό. Εργοστάσια, μηχανουργεία, γραφεία, απρόσωποι υπάλληλοι και εργάτες με σκυθρωπά βλέμματα, κόκκοι άμμου σε μια πελώρια, γκρίζα παραλία.


Πέντε καμιόνια στείλαν
στου φεγγαριού τη χάση
και γύρισαν γεμάτα απεργοσπάστες
Γεμάτα ξαναφύγαν
κανείς δε θα περάσει
κάλλιο να πάμε όλοι μετανάστες

Πέρασε ένας μήνας
οι μηχανές σκουριάζουν
και τα παιδιά κρυώνουν και πεινάνε
στους δρόμους της Αθήνας
φέιγ βολάν μοιράζουν
εργάτες κι υποστήριξη ζητάνε



πηγή φωτογραφίας



Κάπου δούλευε και ο Μηνάς. Ο μονόχειρας Μηνάς, ο τριαντάρης πια Μηνάς, εκείνος που κάποτε έλαμπαν τα μάτια του. Έχοντας ένα χέρι μόνο δυσκολεύτηκε πολύ να βρει δουλειά – τι και αν ήταν ψηλός, τι και αν ήταν γεροδεμένος ακόμα και δυνατός όσο ελάχιστοι, η απώλεια του χεριού του υπήρξε καθοριστική. Οι εργοδότες τον κοιτούσαν με μισό μάτι. Η περιφρόνηση χάραζε το βλέμμα τους.

Είχε πάντως δεχτεί παράσημο για τις ανδραγαθίες του στη μάχη. Ο ίδιος το δέχτηκε με το βλέμμα χαμηλό, ενώ σκοτεινές σκέψεις σάλευαν μέσα του.


Μονόχειρας ο Τζο
ζητάει δουλειά
μα τι δουλειά να κάνει
που το δεξί έχει χάσει


Ό,τι δουλειά έβρισκε ο Μηνάς, ήταν περιστασιακή. Συχνά άκουγε από τον εργοδότη να του λέει, με χαμηλωμένη τη φωνή: «Λυπάμαι Μηνά, αλλά δε μπορεί να συνεχιστεί η συνεργασία μας». Και έπιανε μόνος να γυρνάει στους δρόμους, μιας πόλης που έδειχνε να έχει φυτρώσει από το πουθενά.


Καταμεσήμερο κι ένας εργάτης
μέσα στους δρόμους τριγυρνά
Βδομάδα πέρασε που τον σχολάσαν
μ’ άλλους πέντ’ έξι από τη δουλειά






Που βρισκόταν αλήθεια εκείνο το παλιό λιμάνι; Μήπως τα είχε όλα ονειρευτεί; Που βρισκόταν η παλιά του παρέα; Ο Ανέστης, ο Αχμέτ… Η Μυρσίνη. Είχαν άραγε υπάρξει; Μήπως τα είχε διαβάσει σε κάποιο μυθιστόρημα, μήπως ήταν όλα μέρος κάποιας παλιάς, ασπρόμαυρης ταινίας;

Και η πατρίδα για την οποία αγωνίστηκε. Τώρα του έκλεινε την πόρτα.

Έφερε στο νου του τον Αχμέτ. Παλιέ μου φίλε, τι σου ‘μελλε να πάθεις! Δε θυμόταν πολλά από τον πόλεμο – μια θολούρα μόνο, ήχοι από εκρήξεις και κραυγές αγωνίας, μυρωδιές από καπνό. Αμυδρά έφερνε στη σκέψη του τους φίλους του. Γνώριζε πως ο Αχμέτ είχε πεθάνει και πως ήταν ο ίδιος υπεύθυνος γι’ αυτό, μα δε μπορούσε να θυμηθεί άλλες λεπτομέρειες. Ένα ομιχλώδες σύννεφο πλημμύριζε τη μνήμη του.

Σκεπτόταν τη Μυρσίνη και η θύμηση της φάνταζε σαν αχτίδες ήλιου που τρυπάνε τα σύννεφα της σκέψης – μα για λίγο μόνο, μετά το σκοτάδι έπεφτε ακόμα πιο βαρύ.

Και έτσι, μονάχος του γυρνούσε, στα όρια της απόγνωσης.


Σε ψάχνω
στα λαμπρά σφαγεία των δρόμων
στις νευρωτικές διαδρομές
σε σταθμούς και στοές
σε ψάχνω
στα μικρά τα στοπ στ’ απαγορεύεται
στα τρύπια μου χέρια
στη θάλασσα που δε θα `ρθει ξανά
βαρέθηκε ν’ αλλάζει χρώματα
για να την αγαπάμε


***


Ήταν 1978, και ο Μάνος Λοΐζος παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, με την ηθοποιό και τραγουδίστρια Δώρα Σιτζάνη. Η Δώρα είχε εξάλλου ερμηνεύσει ορισμένα από τα τραγούδια του στο παρελθόν.

Το φλογοβόλο πνεύμα της Μεταπολίτευσης ξεθύμαινε. Εν έτει 1979, ο Μάνος επέστρεψε στην δισκογραφία με έναν δίσκο διαφορετικό από τους προηγούμενους. Το όνομα του ήταν «Τα Τραγούδια της Χαρούλας», και μοναδική ερμηνεύτρια ήταν – ποια άλλη; - ή Χαρούλα Αλεξίου.







Το πολιτικό στοιχείο εδώ απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό. Οι στίχοι ανήκουν στον Μανώλη Ρασούλη και στον Πυθαγόρα. Η θεματολογία επικεντρώνεται σε καθημερινά θέματα, που αναβλύζουν με το άρωμα της ζωής, και η γήινη φωνή της Αλεξίου ήταν η πλέον ενδεικτική για την ερμηνεία τους. Υπήρξε ένα πείραμα για τον Μάνο, το οποίο στάθηκε το πλέον πετυχημένο του από εμπορική άποψη. Τραγούδια όπως ο «Φαντάρος», το «Τέλι Τέλι», το «Όλα σε Θυμίζουν» και το «Τίποτα δεν Πάει Χαμένο» εντάσσονται στα πλέον διαχρονικά και αγαπημένα του. Ανήκουν εξάλλου σε εκείνα που η ίδια η Χαρούλα, ως σήμερα, συγκινείται βαθιά κάθε φορά που τα ερμηνεύει.

Η διαδρομή μας φτάνει σιγά-σιγά προς το τέλος της, το τέλος αυτό όμως μοσχομυρίζει άνοιξη και δέντρα που φυτρώνουν…


***





Ο Ανέστης ζούσε μόνος του σ’ ένα μικρό διαμέρισμα. Η υγεία του είχε επιδεινωθεί μετά τον πόλεμο. Έβηχε συχνά, έκανε διάφορες θεραπείες που του απομυζούσαν το μεγαλύτερο μέρος από τον μισθό του – δούλευε ως υπάλληλος σε ένα μικρό γραφείο. Στον ελεύθερο του χρόνο έγραφε το πρώτο του βιβλίο, ελπίζοντας να το δει μια μέρα να κοσμεί τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Το βιβλίο ήταν ένα αλληγορικό παραμύθι, γύρω από την κοινωνική πραγματικότητα των καιρών. Ταυτόχρονα, θυμόταν πως κάποτε έπαιζε κιθάρα – την έπιανε και την γρατζουνούσε με νοσταλγία, πλουμίζοντας το νου του με αναμνήσεις από μια άλλη εποχή…

Κάποιο απόγευμα χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού του. Ο Ανέστης άφησε κάτω την κούπα με τον καφέ, σηκώθηκε και προχώρησε προς την πόρτα. Την άνοιξε και μεμιάς έκανε πίσω. Για μια στιγμή ο χρόνος σταμάτησε. Κοιτούσε αποσβολωμένος στην είσοδο, στη φιγούρα που έστεκε μπροστά του.

Ήταν η Μυρσίνη.

Του χαμογέλασε. «Πάει καιρός. Γειά σου Ανέστη. Εγώ είμαι, ναι», έκανε και τα μάτια της ξεχείλιζαν φως. Σα να είχαν ξεχυθεί χρώματα πάνω σε μια γκρίζα σελίδα, λες και είχαν ξεπηδήσει παλιές φωτογραφίες έξω από το φωτογραφικό άλμπουμ, ερχόμενες στη ζωή – έτσι φάνταζε το θέαμα που αντίκριζε μπροστά του ο Ανέστης. Για μια στιγμή νόμισε πως ο χρόνος είχε κυλήσει πίσω, πως ο ίδιος ήταν πάλι ένα νεαρό παλικαράκι, όπως τότε. Τίποτα σχεδόν δεν είχε αλλάξει πάνω της – τα ίδια μαύρα μαλλιά, το ίδιο χαμόγελο. Μόνο τα μάτια της άφηναν να φανεί μια μελαγχολία που άλλοτε δεν υπήρχε.

Την καλωσόρισε και τη σέρβιρε ποτό. Έκατσαν μαζί, οι δυο τους, συζητώντας για πολλά και διάφορα, αναθερμαίνοντας τις αναμνήσεις τόσων χρόνων. Η Μυρσίνη γελούσε, ο Ανέστης την κοιτούσε και τα μάτια του σπίθιζαν – ήταν εκείνη η Μυρσίνη που κάποτε είχε ερωτευτεί, μα ποτέ δεν είχε τα κότσια να της πει το παραμικρό. Τι απρόσμενα όμορφη συντροφιά έμελλε να βρει, εκεί, σαν σιγανή φωτιά, στο μικροσκοπικό του σαν σπιρτόκουτο διαμέρισμα, στα βάθη της μεγάλης πόλης…

«Καιρό σε αναζητούσα», του είπε η Μυρσίνη σε κάποια φάση. «Έψαχνα ονόματα, διευθύνσεις… πόσο χαίρομαι που σε βλέπω ξανά και είσαι καλά. Ξέρεις τι θα επιθυμούσα πάρα πολύ;», τον ρώτησε με βλέμμα ζωηρό. Ο Ανέστης χαμογέλασε με απορία. «Να μου παίξεις ένα τραγούδι στην κιθάρα! Από κείνα που έπαιζες παλιά, όταν γυρίζαμε με την βάρκα, το παρεάκι όλο!»

Έτσι ο Ανέστης έπιασε την κιθάρα του και έπαιξε ένα τραγούδι.


Σ’ ακολουθώ στην τσέπη σου γλιστράω
σαν διφραγκάκι τόσο δα μικρό
Σ’ ακολουθώ και ξέρω πως χωράω
μες στο λακκάκι που `χεις στο λαιμό

Έλα κράτησέ με και περπάτησέ με
μες στο μαγικό σου το βυθό
πάρε με μαζί σου στο βαθύ φιλί σου
μη μ’ αφήνεις μόνο θα χαθώ

Σ’ ακολουθώ και πάνω σου κολλάω
σαν φανελάκι καλοκαιρινό
Σ’ ακολουθώ σ’ αγγίζω και πονάω
κλείνω τα μάτια και σ’ ακολουθώ


Ίσως ήταν απλά η φαντασία του, μα ο Ανέστης ένιωσε τα χείλη του να γίνονται ένα με εκείνα της Μυρσίνης. Η συνέχεια έμοιαζε με είσοδο σε κάποιο όνειρο.



photo source



Πέρασαν οι μέρες, οι βδομάδες. Η Μυρσίνη συχνά επισκεπτόταν τον Ανέστη, έβγαιναν οι δυο τους, έκαναν βόλτες. Υπήρξαν οι ευτυχέστερες μέρες της ζωής του.

«Λέγονταν πολλά για μένα τα χρόνια εκείνα, στο λιμάνι», είπε ένα βράδυ η Μυρσίνη, ενώ γυρνούσαν από μια μπουάτ. «Θυμάμαι ακόμα το βλέμμα του Μηνά, τη φωτιά στα μάτια του, όταν είχε έρθει το βράδυ εκείνο, νομίζοντας πως είναι αληθινά όσα είχε πει για μένα ο Σπύρος. Πως υπήρξα, λίγο πολύ, η πόρνη του λιμανιού, το κορίτσι που πάει με όλους. Δε τον διέψευσα. Δεν του είπα τίποτα, τον κοιτούσα μόνο σιωπηλή. Κάποια στιγμή χαμογέλασα ειρωνικά – τόση πίστη είχε σε μένα λοιπόν ο Μηνάς, τέτοια με θεωρούσε. Εκείνος έφυγε και δεν τον ξαναείδα από τότε…»

Όλα σε θυμίζουν,
απλά κι αγαπημένα,
πράγματα δικά σου, καθημερινά
σαν να περιμένουν κι αυτά μαζί μ’ εμένα
νά ’ρθεις κι ας χαράξει για στερνή φορά







Σιώπασε. Ο Ανέστης διέκρινε πόνο στο βλέμμα της. Ένιωσε κάτι που θα προτιμούσε να μην το είχε νιώσει – ζήλεια ίσως;

«Ο Μηνάς υπήρξε ο πρώτος μου έρωτας. Λίγα χρόνια μετά, γνώρισα έναν τύπο. Παντρευτήκαμε και, μετά από έναν χρόνο, τον χώρισα. Από τότε γυρίζω μόνη, εδώ κι εκεί. Μέχρι που σε βρήκα».

Ο Ανέστης βάδιζε σιωπηλός. Πλήθος αντιφατικών συναισθημάτων είχαν αφυπνιστεί μέσα του, κάποια από τα οποία θα προτιμούσε να απουσίαζαν. Σκέφτηκε τους φίλους του.

«Ο Μηνάς… Ο Αχμέτ…», έκανε ο Ανέστης. «Ο ένας χάθηκε στον πόλεμο, ο άλλος εξαφανίστηκε, ποιος ξέρει που γυρνάει, τι να κάνει. Ο Μηνάς επέμενε πως ήταν υπεύθυνος ο ίδιος για τον θάνατο του Αχμέτ, θεωρούσε τον εαυτό του ένοχο, αν και ποτέ δεν αποδείχτηκε. Αντίθετα, πήρε μετάλλιο για τις υπηρεσίες του στο στράτευμα. Ο μονόχειρας Μηνάς, κατατρεγμένος από ενοχές… Απλά εξαφανίστηκε.»

Τις σκέψεις που ακολούθησαν τις κράτησε για τον εαυτό του: «Κάποτε ήμουν εγώ ο αδύναμος, ο ασθενικός, και ο Μηνάς το λεβεντόπαιδο… Και για δες, η Μυρσίνη είναι τώρα στο πλευρό μου…»

Η Μυρσίνη σταμάτησε απότομα. Γύρισε και έλουσε τον Ανέστη με ένα σπινθηροβόλο βλέμμα. «Θες να πεις πως δεν γνωρίζεις;», τον ρώτησε.

Ο Ανέστης απόρησε. «Για ποιο πράγμα μιλάς; Τι δεν γνωρίζω;»

«Έλα μαζί μου!», είπε η Μυρσίνη και τον πήρε από το χέρι.

Έστεκαν μπροστά από ένα απόκομμα από ένα άρθρο εφημερίδας. Η Μυρσίνη είχε δει το άρθρο, έναν χρόνο πριν και το είχε προσεκτικά φυλάξει. Τώρα το έβλεπε και ο Ανέστης, αποσβολωμένος.

Το άρθρο έλεγε τα εξης:


«Βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμα του ο αξιωματικός Σπύρος Παπαδάκης, ο οποίος είχε τιμηθεί με το μετάλλιο της τιμής για τις υπηρεσίες του στον πόλεμο. Ο αξιωματικός αφαίρεσε ο ίδιος τη ζωή του. Σε ένα σημείωμα δίπλα στο κρεβάτι του αναγνωρίζει πως ευθύνεται για την δολοφονία τριών στρατιωτών που υπηρέτησαν στο στράτευμα μαζί του, και οι τρεις αλλοεθνούς καταγωγής. Γράφει πως τους σκότωσε ο ίδιος, κατά την διάρκεια της μάχης, μα το έκανε με τρόπο τέτοιο ώστε να φανεί πως τους σκότωσε ο εχθρός. Τα ονόματα τους ήταν Τζο Μπέσεν, Ισμάρ Ντερέν και Αχμέτ Aλτούν».


Ο Ανέστης διάβαζε ξανά και ξανά το άρθρο. «Ο Αχμέτ…! Μα, αυτό σημαίνει…»

«Ακριβώς…», έκανε χαμογελαστή η Μυρσίνη. «Δε τον σκότωσε ο Μηνάς».

«Τότε γιατί κατηγορούσε τον εαυτό του;…», απόρησε ο Ανέστης. Την ίδια στιγμή όμως ένιωσε πως είχε πάρει την απάντηση… Μα ναι… Ο Μηνάς ήταν τόσο κατατρεγμένος από τις ενοχές, για την συμπεριφορά του απέναντι στον Αχμέτ, για το γεγονός πως είχε φτάσει να μοιράζεται τις ίδιες αντιλήψεις με τον Σπύρο τη «Νυφίτσα», για το γεγονός πως πρόδωσε την παλιά του φιλία… που στο τέλος αισθανόταν πως ήταν ο ίδιος ο φονιάς…

Μέσα στην φρίκη που δοκίμαζε, έχοντας κενά στη μνήμη του, θα νόμισε πως ήταν εκείνος το χέρι που σκότωσε τον παλιό του φίλο…

Το χέρι που έχασε στη μάχη.


Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο
που ήξερε και έπαιζε τ’ ακορντεόν
όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος
φωτιές στα χέρια του άναβε τ’ ακορντεόν






 ***


Το 1980 ο Μάνος παρέδωσε τον τελευταίο δίσκο του, με τίτλο «Για Μια Μέρα Ζωής». Δύο χρόνια μετά θα έφευγε από τη ζωή, χτυπημένος από την αρρώστεια.

Το 1983 κυκλοφόρησαν τα «Γράμματα στην Αγαπημένη», η ανολοκλήρωτη ακόμα μελοποίηση των ποιημάτων του Ναζίμ Χικμέτ – τραγούδια τα οποία ο Λοΐζος είχε πει πως θα τα είχε εκδόσει στην ώρα τους, αν δεν είχε υπάρξει η λογοκρισία της εποχής. Αρκετά χρόνια μετά, στα μισά της δεκαετίας του 90, κυκλοφόρησε σε δίσκο και η συλλογή με παιδικά τραγούδια «Κάτω από ένα Κουνουπίδι», η οποία αρχικά είχε συνοδέψει το ομότιτλο παιδικό βιβλίο του Γιάννη Νεγρεπόντη.

Ο Μάνος είχε φύγει, μα βρισκόταν πάντα εκεί, στις καρδιές όλων όσων αγάπησαν τη μουσική του.


Θε να πεθάνεις, για να ζήσουνε οι άνθρωποι,
Οι άνθρωποι που ποτέ δε θα `χεις δει το πρόσωπό τους
Και θα πεθάνεις ξέροντας καλά
Πως τίποτα πιο ωραίο, τίποτα πιο αληθινό απ’ τη ζωή δεν είναι


«Ο Μάνος ήταν τρομερός μελωδός. Έγραφε πάντοτε άμεσες μελωδίες. Το πιο σημαντικό είναι, όμως, ότι, μέσα στο χρόνο, η μουσική του είναι σαν να έχει γραφτεί σήμερα… Με τον Μάνο περνούσαμε καταπληκτικά. Είχε απίστευτο χιούμορ. Ήταν άνθρωπος της παρέας. Όλοι τον ήθελαν στην παρέα τους, όχι γιατί ήταν επώνυμος, αλλά γιατί ήταν αυτός που ήταν...». Χαρούλα Αλεξίου






«Ερωτικός, ανατολίτης, τρυφερός, ευαίσθητος, γαλήνιος, ονειροπόλος και μαζί, μαχητικός και πεισματάρης. Έτσι ήταν ο Μάνος. Με την ψυχή δεμένη στο ταξίδι. Και με το τραγούδι, αίμα στις φλέβες του. Του άρεσαν οι όμορφες γυναίκες, το καλό κρασί, οι νόστιμοι μεζέδες. Σπάνια θύμωνε. Συνήθως χαμογελούσε. «Είμαι απελπισμένος», έλεγε. Κι έτρεχε να κρυφτεί στο καταφύγιο του: το χιούμορ. Έπαιζε τάβλι, έπαιζε πόκα. Έπαιζε και με τη ζωή του. Έζησε μόνο 45 χρόνια, που είναι περισσότερα από 90, για πολλούς από μας. Γέρος και σοφός και πολύπειρος και συγχρόνως παιδί, έτοιμο να μαγευτεί από τα χρώματα μιας πεταλούδας!». Λευτέρης Παπαδόπουλος.


Ο Μάνος ήταν μεγάλος μελωδός. Η μεγάλη του τέχνη ήταν η απλότητα της μελωδίας του. Κάθε νέο του τραγούδι νόμιζες πως το έχεις ξανακούσει, χωρίς όμως να σου θυμίζει κάποιο άλλο. Όταν νέοι μουσικοί μου ζητούν  να τους συμβουλέψω, τους λέω πάντα: «Να ακούσετε πολύ Λοϊζο», για να παραδειγματιστούν από τις μελωδίες του. Το τραγούδι του είναι ανεμοτράγουδο, είναι τραγούδι του δρόμου. Ο Μάνος έψαχνε διαρκώς καινούργιους τρόπους έκφρασης και νέους δρόμους τραγουδιού. Αν ζούσε σήμερα, πιστεύω, θα είχε ανακαλύψει καινούργια πράγματα. Ο ίδιος έλεγε πολλές φορές: «Είμαι μια πορτοκαλιά που κάνει πορτοκάλια», εννοώντας ότι δεν υπάρχει τίποτε φυσικότερο για εκείνον από το να κάνει τραγούδι. Είναι τόσο φυσικό μια πορτοκαλιά να κάνει πορτοκάλια, αλλά και τόσο θαυμάσιο... Αν δεν ήμουν γιος του πατέρα μου, θα ήθελα να είμαι γιος του Μάνου Λοϊζου...». Βασίλης Παπακωνσταντίνου.






«Έχω την αίσθηση πως ο Μάνος έφυγε την πιο δημιουργική φάση της ζωής του. Ήδη το έργο του είναι σταθμός. Ο Μάνος είναι το σημείο που χαρακτηρίζει την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, το πέρασμα από τον αμιγώς συνθέτη στον τροβαδούρο. Είναι η αρχή για ότι ακολούθησε. Ήταν παιδί της γενιάς του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Άξιος συνεχιστής των μεγάλων, αλλά την ίδια στιγμή και το μοντέλο για τους επόμενους. Είναι ότι ήταν ο Τσιτσάνης στη σύνδεση του ρεμπέτικου με το λαϊκό. Είναι ο άνθρωπος που διέλυσε την ήδη υπάρχουσα φόρμα και έφερε την καινούργια. Γι' αυτό και τα τραγούδια του έχεις πάντα την αίσθηση ότι γράφτηκαν χθες. Όταν λέω ένα τραγούδι του -είμαι τραγουδίστρια εδώ και τριάντα χρόνια- έχω την αίσθηση ότι πρόκειται για έναν νέο δημιουργό.

Εκείνη την ζεστή μέρα του Σεπτέμβρη που η σορός του έφτασε από τη Μόσχα στο αεροδρόμιο, θρηνούσα το φίλο Μάνο. Έναν άνθρωπο με τον οποίο με έδενε μια πεντακάθαρη σχέση, απαλλαγμένη από τα συμφέροντα της δουλειάς. Είχαμε πάει όλοι στο αεροδρόμιο και ήμασταν σαν χαμένοι. Αφού πήραμε τη σορό και φύγαμε, ξαφνικά κοίταξα τα πόδια μου και είδα ότι φορούσα δύο διαφορετικά παπούτσια, ένα καφέ κι ένα μαύρο. Δεν μου έχει ξανατύχει αυτό το πράγμα στη ζωή μου. Είχα μια αίσθηση σαν να είχε φύγει η γη κάτω απ' τα πόδια μου. Έχανα έναν φίλο.

Πήγαμε το βράδυ της κηδείας του στο σπίτι του Διονύση Σαββόπουλου. Πίναμε στο όνομά του. Θυμόμασταν ιστορίες και λέγαμε ανέκδοτα. Αισθανόμουν πολύ ωραία γιατί ένιωθα ότι έτσι θα 'θελε να γίνει. Ο Μάνος δεν ήταν μίζερος με τίποτε. Ήταν ένας άνθρωπος εξαιρετικής αισθητικής.

'Ηταν όμως και ευγενής. Και γοητευτικός. Και σοφός. Και σιωπηλός (άλλη μια ένδειξη σοφίας). Και όταν γελούσε, γελούσε με την ψυχή του». Δήμητρα Γαλάνη.






"Είχα την ευτυχία και τη χαρά να συναντήσω τον Μάνο Λοϊζο από τα πρώτα του βήματα. Τον θυμάμαι στο σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη, να κάθεται απέναντι μου ώρες 
αμέτρητες καθώς οι συζητήσεις μας δεν είχαν τελειωμό... Τα πρώτα του τραγούδια είχαν κιόλας τη σφραγίδα της αγνότητας, του αληθινού, του πηγαίου, της γένεσης.

Ο Λοϊζος δεν κατασκεύαζε. Και αν το ήθελε, δεν θα μπορούσε.

Γεννούσε.

Κι αυτό γιατί έτσι το ένιωθε... Τρυφερός και καλός γινόταν ακόμα πιο τρυφερός και πιο καλός μέσα στην προσπάθεια, τις δοκιμασίες στον αγώνα. Κι αυτή η ευγένεια της ψυχής, μπορεί να γίνει τραγούδι τρυφερό, καλό ευγενικό.

Δεν ήταν πλατάνι η βαλανιδιά.

Ήταν μια πλαγιά πολύχρωμα λουλούδια που έλαμπαν καθώς τα χτυπούσε ο ήλιος. Και θα λάμπουν για πάντα και πιο πολύ όσο θα υπάρχει και θα λάμπει στον κόσμο αυτός ο μοναδικός ήλιος: Η καρδιά του ανθρώπου!". Μίκης Θεοδωράκης


Σχεδόν πενήντα χρόνια
βάσανα και διωγμοί,
τώρα στη μαύρη αρρώστια
ανάξια πλερωμή.
Το δίκιο του αγώνα
πολλά σου στέρησε,
μα η ζωή λεχώνα
ελπίδες γέννησε.

Τίποτα δεν πάει χαμένο
στη χαμένη σου ζωή,
τ’ όνειρό σου ανασταίνω
και το κάθε σου "γιατί".

Ποτέ δε λες η μοίρα
πως σε αδίκησε,
μα μόνο η Ιστορία
αλλιώς σου μίλησε.
Σκυφτός στα καφενεία,
στους δρόμους σκεφτικός,
μα χθες μες στην πορεία
περνούσες γελαστός




***


Η πόλη παλλόταν στον ρυθμό του κόσμου. Οι γκρίζοι, άχρωμοι ως τότε δρόμοι ξεχείλιζαν χρώματα. Το μουντό, επαναλαμβανόμενο βουητό των αυτοκινήτων είχε δώσει τη θέση του στον ζωηρό αλαλαγμό του πλήθους. Πολίτες είχαν ξεχειλίσει τα στενά και τις πλατείες και στα χέρια κρατούσανε σημαίες με χρώματα θερμά. Από τα ηχεία αντηχούσανε τραγούδια. Από τα στόματα τους έβγαιναν συνθήματα. Λόγια για την Ελευθερία, τη Δημοκρατία, την Ισότητα, τη Δικαιοσύνη. Είχαν ενώσει τα χέρια τους και κοιτούσανε κατάματα τους αστυνομικούς που είχαν στηθεί απέναντι τους.


Πρώτη Μαΐου κι απ’ τη Βαστίλη
ξεκινάνε οι καρδιές των φοιτητών
χίλιες σημαίες κόκκινες μαύρες
Ο Φρεδερίκο η Κατρίν και η Σιμόν

Μέσα στους δρόμους μέσα στο πλήθος
τρέχω στους δρόμους ψάχνω στο πλήθος
πού ειν’ το κορίτσι το κορίτσι που αγαπώ


Κάπου εκεί γυρνούσε και ο Μηνάς. Παρατηρούσε από απόσταση το πλήθος. Άκουγε τα τραγούδια, παρατηρούσε τα πρόσωπα των διαδηλωτών. Ήταν γελαστοί. Νέοι, γέροι, γυναίκες, άντρες, ως και παιδιά ανάμεσα τους. Ποτέ άλλοτε δε θυμόταν να έχει αντικρίσει τόσα χρώματα μαζί στην πόλη. Τα μάτια του παιχνίδιζαν.






Τότε τον πλησίασε ένας τύπος, ερχόμενος από μια γωνία του δρόμου, εκεί που δεν υπήρχε πλήθος, κρατώντας ένα χαρτί. Πίσω του ήταν άλλοι τρεις. Είχαν ξυρισμένο το κεφάλι και κοιτούσαν σοβαροί. Δεν έμοιαζαν με τους διαδηλωτές, ούτε και ενώνονταν μαζί τους. «Γίνε και συ μέλος μας συμπατριώτη!», του είπε. «Δεν έχεις παρά να υπογράψεις το όνομα σου. Αγωνιζόμαστε ενάντια όλων εκείνων των ξενικών στοιχείων που μπόλιασαν τη χώρα μας και την έκαναν υπόδουλη! Να φύγουν οι ξένοι, να γίνουμε ξανά μεγάλοι και τρανοί!»

Ο Μηνάς τον παρατήρησε προσεκτικά. Είχε λεπτό στόμα, σφιγμένο. Θυμήθηκε κάποιον άλλο που είχε χαρακτηριστικά σαν αυτόν… Έναν αξιωματικό του στον πόλεμο, με τον οποίο είχαν κάποτε παίξει μια μοιραία παρτίδα στα χαρτιά…

«Αδερφέ, έναν ξένο γνώρισα μόνο στην ζωή μου. Σ’ ένα λιμάνι, μια φορά κι έναν καιρό. Τον ήξερα μια ζωή – ώσπου κάποια μέρα έπαψα να τον αναγνωρίζω. Ο ξένος εκείνος είχε φίλους, έπαιρνε και έδινε αγάπη, είχε τη ζωή όλη δική του. Μέχρι που τους πρόδωσε και τους εγκατέλειψε έναν-έναν. Εκείνος ο ξένος ήμουν εγώ».

Έτσι είπε ο Μηνάς και έκανε πέρα.

Έστρεψε το βλέμμα του στους διαδηλωτές. Κοιτούσε μέσα στο πλήθος, λες και αναζητούσε κάποιο πρόσωπο, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει ο ίδιος ποιο. Τα τραγούδια είχαν σιγήσει. Οι αστυνομικές δυνάμεις όλο και πλήθαιναν – εκείνο όμως δεν απομάκρυνε τον κόσμο. Κόκκινες σημαίες ανέμιζαν ψηλά σαν λάβαρα.


Στη διαδήλωση κοιτούσες
του σωματείου τα πλακάτ.
Δεν ζύγωνες, δεν προχωρούσες
και πίσω σου ήτανε τα ΜΑΤ.

Ένας ξεχωριστός διαβάτης,
δεν ήσουν, αδελφέ μου εσύ.
Ήσουν υπάλληλος κι εργάτης
σαν όλους μες στην πόλη αυτή.

Στη διαδήλωση σε είδα
μ’ απόφαση να προχωράς.
Ανοίξαμε την αλυσίδα
κι έγινες ένας από μας.

Κι όπως ερχόσουν βήμα βήμα
κι όπως ζυγώναμε κι εμείς
του φόβου έσπασες το νήμα
και τη μιζέρια μιας ζωής





Η λάμψη μιας κιθάρας, όπως αντανακλούσε το φως του ήλιου. Μια κιθάρα, στην πλάτη ενός αδύναμου νέου, καταμεσής των διαδηλωτών. Ο Μηνάς έπιασε τη λάμψη με την άκρη του ματιού του. Μα… είναι δυνατόν; Μήπως με γελάνε τα μάτια μου; Αυτή η κιθάρα… Ο Μηνάς πλησίασε το πλήθος, έφτασε δίπλα στους αστυνομικούς, κάρφωσε το βλέμμα του. Ναι! Ήταν ο Ανέστης!

Και τότε ο Ανέστης τον είδε με τη σειρά του, την ίδια ώρα που οι αστυνομικοί έριχναν τα πρώτα δακρυγόνα. Ο Μηνάς όμως, χωρίς δεύτερη σκέψη, τους παραμέρισε και όρμησε σαν σίφουνας, σα λιοντάρι μέσα στο πλήθος των διαδηλωτών. «Ανέστη!», φώναξε, και τα μάτια του έλαμπαν. Γελούσε. Ο Ανέστης άπλωσε το χέρι του σε έναν εύθυμο χαιρετισμό. Έτσι αντάμωσαν οι δυο φίλοι, τόσα χρόνια μετά, και ο χρόνος φάνταζε σα να μην πέρασε ποτέ.

Οι καπνοί γύρω είχαν πληθύνει. Ο Μηνάς είχε δακρύσει, όχι όμως από τα δακρυγόνα. Ο Ανέστης έβηχε, αλλά παρέμεινε να κοιτάζει τον παλιό του φίλο με συγκίνηση. Το πρόσωπο του Μηνά είχε πάλι ζωντανέψει, το ανάστημα του έστεκε ψηλό σαν άγαλμα – ναι, ήταν ο Μηνάς που πάντα θυμόταν!

Και – για δες – ο δρόμος φάνταζε να έχει δώσει τη θέση του σε ένα παλιό λιμάνι. Το πεζοδρόμιο ήταν ξανά η προκυμαία, τα κτίρια είχαν μετατραπεί σε ταβέρνες, τα ψηλά πανό με τα συνθήματα έμοιαζαν με κατάρτια από καράβια.

Και τότε ο Μηνάς είδε πάλι τη Μυρσίνη, μέσα στο πλήθος, να του χαμογελά.



Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή
που δεν την αρμενίσαμε ακόμα.
Το πιο όμορφο παιδί δε μεγάλωσε ακόμα.

Τις πιο όμορφες μέρες,
τις πιο όμορφες μέρες μας, δεν τις ζήσαμε ακόμα.
Δεν τις ζήσαμε ακόμα.

Κι ό,τι πιο όμορφο,
Κι ό,τι πιο όμορφο θα `θελα να σου πω,
Δε στο `πα ακόμα, δε στο `πα ακόμα



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...