Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Nina Simone - Τέσσερις Γυναίκες...







Ήταν το έτος 1966, μια εποχή αφύπνισης, μια εποχή που ο κόσμος φαινόταν πως θα άλλαζε. Τότε ήταν που η Nina Simone έγραψε ένα τραγούδι με τον τίτλο "Four Women".

Η πρώτη από τις γυναίκες είχε χρώμα δέρματος μαύρο. Πληθωρική, γεροδεμένη, δυναμική, μία αρχέγονη μητρική φιγούρα, σεβάσμια και ταλαίπωρη ταυτόχρονα, ικανή να κουβαλάει πλήθος από κακουχίες στις πλάτες της. Το δέρμα της στραφτάλιζε κάτω από τον ήλιο που φλόγιζε τις φυτείες των σκλάβων. Τα χρόνια της χάνονταν στις παρυφές των αιώνων. Τ' ονομα της ήταν Θεία Σάρα.

Η δεύτερη γυναίκα υπήρξε απόγονος της πρώτης. Το χρώμα της κιτρινωπό. Όμορφη, σεξουαλική, μυστήρια, φέροντας μέσα της τον αέρα των αφροαμερικανών προγόνων της, μα και την σκληρή, παγερή αύρα των λευκών τους αφεντάδων. Ο πατέρας της ήταν ένας τέτοιος. Πλούσιος, λευκός, βίασε τη μαύρη μάνα της κάποιο βράδυ και έτσι γεννήθηκε αυτή, απομεινάρι μιας στιγμαίας όρεξης, κάποια νύχτα του ύστερου 19ου αιώνα, κι ενώ η σκλαβιά είχε πια καταργηθεί - στα χαρτιά τουλάχιστον. Ήταν όμορφη και μόνη - όπως όλες σαν αυτήν. Τ' όνομα της ήταν Saffronia.

H τρίτη γυναίκα δεν είχε την ανεξιχνίαστη ομορφιά της δεύτερης. Ήταν αντίθετα προκλητική, ξετσίπωτη. Πίσω από το βαμμένο πρόσωπο της όμως, κάτω απ' τα αχνά χαμόγελα, ανάδευε ο φόβος. Το δέρμα της ήταν μελαψό. Ήταν ένα κορίτσι που ανήκε στους πάντες - αρκεί να πλήρωναν γι' αυτήν. Ήταν μία πόρνη, γυρίζοντας στις κατάμεστες από κόσμο πολιτείες του Νότου, εκεί, στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Δεν είχε όνομα - ή αν είχε, αυτό δε το γνώριζε κανείς. Οι πάντες την αποκαλούσαν "Sweet Thing".

Η τέταρτη γυναίκα, τέλος, είχε χρώμα δέρματος καφέ. Τα μάτια της πετούσαν κεραυνούς. Βίωσε τόσα στη ζωή της, μα δεν ανέχεται άλλα πια. Σαν άλλος μαύρος πάνθηρας, έδειχνε τα δόντια της στο μισόφωτο της νύχτας. Η ζωή ήταν δική της και θα την όριζε η ίδια, όπως αυτή επιθυμούσε... Και αν ένιωθε πικρία, για τους γονείς της, για τους παππούδες της, για τον εαυτό της τον ίδιο και όσα έχει αντιμετωπίσει, δε θα την υπομείνει πια παθητικά. Θα μιλήσει, θα φωνάξει. Θα τραγουδήσει, θα γράψει μουσική.

Η δεκαετία του 60 ήταν πια εδώ. Οι μαύροι δε θα άφηναν τον κόσμο πια να τους μετατρέπει σε στερεότυπα - στερεότυπα σαν τις τέσσερις γυναίκες που περιγράψαμε. Και η τέταρτη αυτή γυναίκα θα βροντόφωναζε περήφανη: "Τ' όνομα μου είναι Peaches!".

Θα μπορούσε, πάντως, να λέγεται και Nina.








Είναι ειρωνικό, πραγματικά, μα ένα από τα μεγαλύτερα αντιρατσιστικά τραγούδια όλων των εποχών είχε απαγορευτεί από πλήθος σταθμών, πάνω στη λογική πως... μεταδίδει στερεοτυπικές αντιλήψεις για τους μαύρους! Αυτά ενώ βρισκόμαστε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 60 και ενώ το κίνημα για τα δικαιώματα των μαύρων αγγίζει, σιγά σιγά, το απόγειο του... Το τραγούδι ανήκε στον δίσκο της Nina Simone Wild Is The Wind”, που κυκλοφόρησε το 1966. Ήταν η ίδια χρονιά που ιδρύθηκαν οι Μαύροι Πάνθηρες.

"Είμαι βαθιά ενάντια στις αδικίες απέναντι στους μαύρους πληθυσμούς, ή στους πληθυσμούς του τρίτου κόσμου", είχε πει η Nina. "Η έμπνευση για το τραγούδι "Four Women" μου ήρθε ύστερα από συζητήσεις που είχα με μαύρες γυναίκες. Φαινόταν πως όλες μας υποφέραμε από συναισθήματα αυτό-μίσους. Μισούσαμε τις αποχρώσεις μας, μισούσαμε τα μαλλιά, μισούσαμε τα σώματα μας. Συνειδητοποίησα πως μας είχε γίνει κανονική πλύση εγκεφάλου, ώστε να αισθανόμαστε μ' αυτόν τον τρόπο, από ορισμένους μαύρους άντρες και άφθονους λευκούς, άντρες και γυναίκες. Προσπάθησα να μεταφέρω αυτά τα συναισθήματα στο τραγούδι. Και το πιο φοβερό ξέρεις ποιό είναι; Πως ορισμένοι μαύροι ραδιοφωνικοί σταθμοί αρνήθηκαν να το παίξουν. Ισχύει τελικά αυτό που λένε: η αλήθεια πονάει".







My skin is black
my arms are long
My hair is woolly
my back is strong
Strong enough to take the pain
inflicted again and again
What do they call me?
My name is aunt Sarah
My name is Aunt Sarah
Aunt Sarah

My skin is yellow
my hair is long
Between two worlds
I do belong
But my father was rich and white
He forced my mother late one night
And what do they call me?
My name is Saffronia
My name is Saffronia

My skin is tan
my hair is fine
My hips invite you
my mouth like wine
Whose little girl am I?
Anyone who has money to buy
What do they call me?
My name is Sweet Thing
My name is Sweet Thing

My skin is brown
my manner is tough
I'll kill the first mother I see!
My life has been rough
I'm awfully bitter these days
because my parents were slaves
What do they call me?

My name is Peaches



Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Lucy In The Sky With Diamonds





Nα αράζεις στη σκιά ενός φιλόξενου δέντρου. Γύρω σου να απλώνεται η έκταση μιας ατελείωτης σαβάνας. Ζέβρες, αντιλόπες και πλήθος από παράξενα πετούμενα τιτιβίζουν γύρω σου. Και συ να περνάς τη μέρα σου γυροφέρνοντας εδώ κι εκεί στα δυο σου πόδια, μαζεύοντας μούρα και καρπούς, ο ήλιος να καίει στο πλούσιο τρίχωμα σου, οι σύντροφοι σου να επικοινωνούν μαζί σου με ήχους και χειρονομίες.

Είσαι ένας πολύ μακρινός πρόγονος του ανθρώπου, 3,5 εκατομμύρια χρόνια πριν. Οι επιστήμονες θα σε αποκαλούσαν "Αυστραλοπίθηκο Αφαρένσις". Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους πιθήκους που γυρνάνε δω κι εκεί, εσύ έχεις να καυχιέσαι πως περπατάς στα δυο σου πόδια. Γι' αυτόν τον λόγο ακριβώς έμελλε να αποτελέσεις βασικό συνδετικό κρίκο ανάμεσα στους προγενέστερους πιθηκοειδείς ανθρωπίδες και τους homo sapiens που θα έπαιρναν, κάποια στιγμή, τη σκυτάλη - και την κρατάνε ακόμα, τη στιγμή που γράφεται αυτό το κείμενο.

Το όνομα σου είναι Λούσυ. Είσαι μικροκαμωμένη, φιλήσυχη και χαριτωμένη. Πολλοί οι αυστραλοπίθηκοι που σε θαυμάζουν. Και συ περπατάς ανάμεσα τους καμαρωτή! Για δες, θα σε ανακάλυπταν κάποτε οι παλαιοντολόγοι και θα γινόσουν μία από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις όλων των εποχών.

Για μισό λεπτό όμως. Ακούω καλά?Είναι οι Beatles αυτοί που το τραγούδι τους αντηχεί μέσα από τα δέντρα? Και τι λέει το τραγούδι...? "Lucy In The Sky With Diamonds"? Μα ναι, αυτό είναι - ένα από τα ψυχεδελικά άσματα των 60's (και ύμνος στο LSD), σήμα κατατεθέν του περίφημου άλμπουμ των Σκαθαριών "Sgt. Peppers Lonely Hearts Club Band".

Αυτό ήταν το τραγούδι που σου έδωσε το όνομα σου, αγαπητή μου αυστραλοπιθηκίνα! Αυτό ήταν το κομμάτι που έπαιζε ασταμάτητα, συνέχεια, στο repeat, όταν οι επιστήμονες, εν έτει 1974, ανακάλυψαν τα κόκαλα σου. Και ήταν εκείνοι που αποφάσισαν να σε ονομάσουν "Lucy", προς τιμήν του τραγουδιού των Beatles.


Aυτή, εν συντομία, υπήρξε η ιστορία της Lucy, ενός από τους παλιότερους μας πρόγονους, και αυτή ήταν η σύνδεση της με τους Beatles.





Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Joy Division - Unknown Pleasures... 35 Χρόνια Μετά.






Σαν σήμερα, πριν 35 χρόνια, κυκλοφόρησε το “Unknown Pleasures”. Ήταν το ντεμπούτο άλμπουμ των Joy Division. Σαν σήμερα, πριν 35 χρόνια, ο μεγάλος δείκτης της μουσικής έκανε στροφή στο μαύρο.

Δε γίνεται να υποβαθμίσουμε το μέγεθος της επιρροής αυτού του δίσκου. Πολύ απλά, χωρίς τους Joy Division η ροκ και ποπ κουλτούρα των καιρών μας θα ήταν πολύ διαφορετική. Ασφαλώς στη μουσική (όπως και παντού) δεν υφίσταται παρθενογένεση – τα πάντα έχουν τις επιρροές τους και στοιχεία όπως η δυσβάσταχτη εσωστρέφεια, ο πεσιμισμός και οι υπαρξιακοί, σκοτεινοί στίχοι δε συνιστούσαν κάτι καινούργιο. Αρκεί να φέρουμε στο νου μας παλιότερες δουλειές του Lou Reed και των Velvet Underground (αμφότερες μεγάλες επιρροές του Ian Curtis), ή ακόμα και τους Doors. Ωστόσο οι Joy Division ήταν εκείνοι που προσέδωσαν στην punk κουλτούρα της εποχής τους (βρισκόμαστε στα τέλη των 70's) τη σκοτεινή της όψη. Και, καθώς το Punk την εποχή εκείνη είχε διαδοθεί σε μεγάλα ποσοστά κόσμου, η επιλογή των Joy Division να μπολιάσουν την αυθεντική, επιθετική του διάσταση με μία γερή δόση εσωστρέφειας συνέβαλε ώστε να προκύψει κάτι εντελώς καινούργιο στη πορεία.

Το στυλ εκείνο μουσικής ονομάστηκε “Post-Punk” - το πρόθεμα “post” συχνά δίνεται σε μουσικά είδη που, ενώ φέρουν στοιχεία του βασικού μουσικού τους κορμού (στην περίπτωση μας, το Punk), ωθούν το είδος αρκετά βήματα παραπέρα, το μεταμορφώνουν, ώστε τελικά να μιλάμε για κάτι καινούργιο. Κι ενώ λοιπόν αρκετός κόσμος της εποχής, τότε, στα 1979, αποκαλούσε τους Joy Division “punk” συγκρότημα, κι ενώ οι ίδιοι περιόδευαν με τις δημοφιλέστερες Punk μπάντες των καιρών (για παράδειγμα, τους Buzzcocks), ο υποψιασμένος ακροατής γνώριζε πως οι σπαστοί ήχοι που ξεπηδούσαν από την κιθάρα του Bernard Sumner, το υποτονικό, υπνωτιστικό σχεδόν μπάσο του Peter Hook (μπάσο το οποίο σε “γραπώνει”, κατ' αντιστοιχία με το όνομα του), το ξερό παίξιμο των ντραμς του Stephen Morris, και εκείνη η τόσο χαρακτηριστική φωνή του Ian Curtis... ναι, όλα αυτά σε προιδέαζαν πως εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι καινούργιο.







Στα τέλη των 70's λοιπόν, κι ενώ οι Post Punk μπάντες ξεπηδούσαν σα τα μανιτάρια, η μία μετά την άλλη, κι ενώ συγκροτήματα όπως οι Talking Heads, οι Blondie, οι Television, οι Damned, οι Public Image Ltd και οι Magazine (αναφέρουμε ορισμένους από τους πλέον χαρακτηριστικούς) είχαν ξεκινήσει να επιδίδονται σε πειραματισμούς με άφθονα μουσικά στυλ, ξεφεύγοντας εντελώς από το πρώιμο, εξωστρεφές, χύμα-στο-κύμα ύφος του Punk, οι Joy Division ξεχώριζαν παρουσιάζοντας μια εικόνα και ένα μουσικό ύφος που μπέρδευε τον κόσμο. Υπήρχαν κάποια επιθετικά ξεσπάσματα, μα φάνταζαν περισσότερο σα punk κλεισμένη σε κάποια γυάλα, ή έναν σκοτεινό θάλαμο, από εκείνους με τα ατμοσφαιρικά, χαμηλωμένα φώτα... 

Το συγκρότημα επί σκηνής δεν είχε τα ξεσπάσματα άλλων συγκροτημάτων της εποχής του. Εμφανισιακά έμοιαζαν με παιδιά της διπλανής πόρτας – καμία σχέση με το προκλητικό συχνά look άλλων μουσικών της εποχής. Ο Ian Curtis τραγουδούσε σχεδόν σαν υπνωτισμένος, ή σα ρομπότ αν προτιμάτε. Καταλάβαινες ωστόσο, πως πίσω από το στατικό image δέσποζε ένας άνθρωπος που διοχετεύει σε λέξεις και λόγια την ψυχή του. Αντίστοιχα ξερή και υποτονική ακουγόταν σε σημεία η μουσική, μα οι στίχοι της προσέδιδαν έναν ταξιδιάρικο, ποιητικό τόνο. Σα μια παλέτα με χρώματα σ' έναν καμβά, όπου κυριαρχούν οι τόνοι του μαύρου και του γκρίζου, δημιουργώντας στο τέλος μια εικόνα που παραπέμπει σε κάποιο τοπίο ίσως, σε έναν ανάποδο κόσμο, σα μέσα από καθρέπτη, ένα σκηνικό με έναν σκοτεινό ουρανό και μια ήσυχη λίμνη κάτω να αντανακλά τα σύννεφα.

Μία λίμνη που το εσωτερικό της έβραζε, πέρα και κάτω από την επιφάνεια.






Το εναρκτήριο, αρχικό μπάσο του “Disorder” (κλικ), του τραγουδιού που ανοίγει τον δίσκο, σε βάζει αμέσως στο κλίμα. Ρυθμικό και σκοτεινό ταυτόχρονα, προδιαθέτοντας σε ως και για χορό, μα από κείνους τους σκοτεινούς χορούς, όμοιους με το τίναγμα των φτερών της νυχτερίδας. Όσο το άλμπουμ κυλάει, όσο ακούς τη φωνή του Ian Curtis, συνειδητοποιείς πως οι στίχοι συνιστούν κάτι περισσότερο από την απαραίτητη ένδυση της μουσικής – όχι, εδώ συμβαίνει μάλλον το αντίθετο: Η μουσική είναι που ντύνει τους στίχους, τον βασικό άξονα του δίσκου, τους καλύπτει με ένα προστατευτικό περίβλημα, θέλοντας να καλύψει τη γύμνια τους, τη βαθιά, εσωτερική τους ειλικρίνεια. Οι Joy Division, στιχουργικά, συνιστούσαν μια μορφή προσωπικού ημερολογίου του Ian Curtis – ένα ημερολόγιο στολισμένο με νότες. Ο ήχος που δημιούργησαν ο Bernard Sumner και η παρέα του ήταν το τέλειο συνοδευτικό, ιδανικοί για να μετατρέψουν τις υπαρξιακές ανησυχίες του Curtis σε ατμοσφαιρικά, σκοτεινά ηχοτρόπια.

Ωστόσο το “Unknown Pleasures” πατάει ακόμα γερά σε punk ρίζες. Το ακούμε σε τραγούδια όπως το “Interzone” (κλικ), μία από τις δυναμικότερες (και προσωπικά, αγαπημένες μου) στιγμές του άλμπουμ. Ωστόσο αν έπρεπε να ξεχωρίσουμε μια “αγία τριάδα” (ανίερη) τραγουδιών, εκείνη θα ήταν η τριάδα των “New Dawn Fades” (κλικ), “She's Lost Control” (κλικ) και “Shadowplay” (κλικ). Τρία από τα σημαντικότερα τραγούδια, όχι μόνο των Joy Division, μα του post punk ήχου γενικότερα. Εδώ γίνεται πια φανερό πως έχουμε να κάνουμε με μια μπάντα που σπρώχνει τον ήχο των καιρών της προς νέες κατευθύνσεις. Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως τραγούδια σαν αυτά χάραξαν το ύφος και το στυλ ενός τεράστιου μέρους της μουσικής της δεκαετίας που θα ακολουθούσε.







Και όλα αυτά σε έναν δίσκο που σημείωσε απλά ικανοποιητική επιτυχία – τίποτα παραπάνω. Μα ρωτήστε το σύνολο των βρετανικών εναλλακτικών συγκροτημάτων των 80's, να σας πουν τι επίδραση είχαν οι Joy Division πάνω τους, και θα καταλάβετε για τι μέγεθος επιρροής μιλάμε. Από τους Cure στους Echo and the Bunnymen, από τους Jesus and Mary Chain στους Smiths, και (μεταβαίνοντας σε περισσότερο σύγχρονες εποχές), από τους Radiohead σε ολόκληρο το βρετανικό Indie κίνημα... Tίποτα δε θα ήταν όπως το γνωρίζουμε χωρίς τους Joy Division. Όσο αφορά το σκοτεινό εκείνο στυλ που θα ονομαζόταν “Gothic Rock”, εκεί στα μισά των 80's... οι Joy Division υπήρξαν οι προπάτορες του.

Η μουσική είχε γίνει ξανά εσωστρεφής. Ο στιχουργός μπορούσε να εκφράζει όλα όσα νιώθει, όλες τις ανησυχίες του, το άγχος του, τη μαυρίλα που μπορεί να τον κατέκλυζε... Και ο ακροατής, με τη σειρά του, μπορούσε να ταυτιστεί. “Πρόκειται για ιδανικό δίσκο αν θέλεις να αυτοκτονήσεις”, είχε πει για το “Unknown Pleasures” ένας κριτικός της εποχής. Κι όμως, φαίνεται σε επίπεδο υπογείου ρεύματος, ήταν χιλιάδες εκείνοι που είχαν ανάγκη από τέτοια ακριβώς ακούσματα, ικανά να μιλήσουν στη ψυχή τους, σαν ένας φίλος από μακριά. Και όλα αυτά ενώ ξημέρωνε μια εποχή όπως η Δεκαετία του 80, περίφημη για την πολυχρωμία και την εξωστρέφεια της (αρκεί να θυμηθούμε τη δημοφιλή μουσική των 80's, τα ποπ χιτ, τα έξαλλα ντυσίματα, κλπ). Μα ακόμα και για την αισιοδοξία της. Ε λοιπόν, οι Joy Division και το μουσικό κίνημα που γέννησαν στάθηκαν στην αντίπερα όχθη αυτής της αισιοδοξίας... Για καλό ή για κακό.





Όσο αφορά το περίφημο εξώφυλλο του δίσκου, με τα χαρακτηριστικά αυτά του “ραδιοκύματα” (που μοιάζουν με βουνά)... Στη πορεία των χρόνων έγινε εμβληματικό και καταξιώθηκε ως ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά εξώφυλλα όλων των εποχών. Η μινιμαλιστική του αισθητική, αντανακλώντας πλήρως το ύφος της μουσικής, δημιούργησε σχολή. Για άλλη μια φορά, δεν ήταν οι Joy Division εκείνοι που έφεραν τον μινιμαλισμό στη μουσική (αρκεί να σκεφτούμε τους Pink Floyd, για παράδειγμα, ή άφθονες μπάντες από τον χώρο της γερμανικής Kraut Rock όπως τους Neu, που φαίνεται επηρέασαν τους Joy Division), ωστόσο οι Joy Division έσπρωξαν το μινιμαλιστικό ύφος ένα βήμα παραπέρα, καθιερώνοντας το σε μια εποχή που, στον χώρο της Punk και της ροκ γενικά, τα πάντα συνιστούσαν μια ατελείωτη επίδειξη.

Κλείνοντας το κείμενο, δε μπορώ παρά να αναρωτιέμαι... Τι θα έλεγε άραγε ο Ian Curtis αν έβλεπε το μέγεθος της επιρροής που έμελλε να ασκήσει; Ποιός ξέρει... Ίσως να συνέχιζε απλά να αποτυπώνει σε στίχους τα χνάρια της ψυχής του, μόνος, γραπώνοντας μια μοναδική ελπίδα, ζωγραφίζοντας εκείνο το τοπίο με τον συννεφιασμένο ουρανό και τη σκοτεινή λίμνη, το τοπίο που άφησε ανολοκλήρωτο.


A change of speed, a change of style.
A change of scene, with no regrets,
A chance to watch, admire the distance,
Still occupied, though you forget.
Different colours, different shades,
Over each mistakes were made.
I took the blame.
Directionless so plain to see,
A loaded gun won't set you free.
So you say.
We'll share a drink and step outside,
An angry voice and one who cried,
'We'll give you everything and more,
The strain's too much, can't take much more.'
I've walked on water, run through fire,
Can't seem to feel it anymore.
It was me, waiting for me,
Hoping for something more,
Me, seeing me this time,
Hoping for something else.




Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Jefferson Airplane - White Rabbit





One pill makes you larger
And one pill makes you small...



Ελάχιστα τραγούδια στη διάρκεια των τελευταίων 50 χρόνων έφτασαν να αντανακλούν τόσο καθοριστικά τη κουλτούρα που τα γέννησε, όσο το περίφημο “White Rabbit” των Jefferson Airplane. Ένα εκ των δύο τραγουδιών που έφερε στο συγκρότημα, εν έτει 1967, η νεοεισερχόμενη τότε τραγουδίστρια Grace Slick, το “White Rabbit” θα μετατρεπόταν σε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της εποχής του, χαράζοντας τη γενιά των hippies.

Οι φαινομενικά παιδικοί στίχοι του τραγουδιού φαίνεται να αποτίουν φόρο τιμής στην «Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων» και στο «Μέσα απ’ τον Καθρέπτη» του Lewis Carroll. Ο βιαστικός λευκός κούνελος, το μαγικό ποτό και το κομμάτι από κέικ που άλλαζε το μέγεθος της Αλίκης, ο Λευκός Ιππότης, η Κόκκινη Βασίλισσα που έκοβε κεφάλια, καθώς και εκείνη η περίεργη κάμπια που κάπνιζε μακάρια... Όλοι παρελαύνουν μέσα από τους στίχους, σε αργούς, υπνωτιστικούς αρχικά ρυθμούς, μα στην πορεία η φωνή της Grace Slick δυναμώνει, το ίδιο και η μουσική, για να εκτοξευτεί στην αστρόσφαιρα στο τέλος φωνάζοντας: «Feed Your Head, Feed Your Head”.

Ασφαλώς οι στίχοι και τα «χάπια» που αυξομείωναν το μέγεθος της Αλίκης δεν αναφέρονται πουθενά αλλού, παρά στις παραισθησιογόνες ουσίες και το LSD, που είχε κυριαρχήσει στη ροκ και εναλλακτική κουλτούρα της εποχής – βρισκόμαστε στα χρόνια της πρωταρχικής, αυθεντικής Ψυχεδέλειας, όταν η νεολαία στις ΗΠΑ και τη Βρετανία πειραματιζόταν αδιάκοπα με ουσίες, έχοντας σκοπό να «επεκτείνουν τα σύνορα του νου τους» - όπως θεωρούσαν. Και τι πιο ταιριαστή για να εκφράσει αυτούς τους πειραματισμούς, παρά η αναφορά στο έργο του Κάρολ – ένα από τα πιο σουρεαλιστικά (πίσω από τη φαινομενική τους «παιδικότητα») έργα στην ιστορία της λογοτεχνίας.










Μεταξύ άλλων, η Grace Slick είχε αναφέρει την επιρροή που άσκησε πάνω της το άλμπουμ “Sketches of Spain” των Miles Davis και Gil Evans. «Έπαιρνα LSD και άκουγα το “Sketches of Spain” του Miles Davis επί 24 ώρες συνεχόμενες, μέχρι που κάηκε μέσα στο μυαλό μου». Ο ταξιδιάρικος, φευγάτος ισπανικός ρυθμός του δίσκου έχει ομολογουμένως κάτι το υπνωτιστικό – ειδικά αν τον ακούς 24 ώρες σερί!

Τέλος, σχετικά με τα παιδικά βιβλία και την επιρροή τους, να τι είχε να πει η Grace: «Μας διάβαζαν όταν ήμασταν μικροί όλες αυτές τις ιστορίες, όπου έπαιρνες ένα είδος ουσίας και ξεκινούσες μια σπουδαία περιπέτεια. Η «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» είναι κραυγαλέα περίπτωση. Έρχεται κυριολεκτικά «στα πάνω της» (“she gets literally high”, η ακριβής έκφραση στα αγγλικά), πολύ μεγάλη για να τη χωρέσει το δωμάτιο, ενώ η κάμπια κάθεται πάνω σ’ εκείνο το ψυχεδελικό μανιτάρι καπνίζοντας όπιο. Στον «Μάγο του Όζ» προσγειώνονται σ’ ένα χωράφι γεμάτο παπαρούνες, ξυπνούν και βλέπουν μπροστά τους τη Σμαραγδένια Πολιτεία... Όσο αφορά τον Πήτερ Πάν; Ρίξε λίγη λευκή αστρόσκονη (κοκαϊνη) πάνω στο κεφάλι σου και θα μπορέσεις να πετάξεις».


Μετά απ' αυτά, πολύ φοβάμαι πως θα αρχίσω να αντιμετωπίζω διαφορετικά ακόμα και τον Σούπερ Γκούφυ με τα μαγικά του φυστίκια.





Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...