expr:content='”” + data:blog.postImageUrl’ property='og:image'/>

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Μάνος Λοΐζος και η ιστορία τριών φίλων... Μια Αφήγηση και ένα Αφιέρωμα. Μέρος Πρώτο








Κάθε ανάγνωση βιβλίου ξεκινάει με το γύρισμα μιας σελίδας – κάθε πτήση με το πάτημα ενός κουμπιού. Και αν το βιβλίο έχει λάβει τη μορφή μιας ιστοσελίδας, τότε το ποντίκι και το πληκτρολόγιο συνιστούν τους μοχλούς και τα κουμπιά της πτήσης σου… Όχι, δεν κοιτάζεις απλά σε μια οθόνη. Έχεις εισέλθει σε έναν χώρο πέρα από τον χρόνο, εκεί που το φανταστικό συμπλέκει με την ιστορία. Και γύρω σου αντηχούν αχνά οι μουσικές, νότες ιπτάμενες, ονειρικές, ξεχειλίζοντας ήλιο και αλμύρα.

Ίσως ακόμα να μην το έχεις καταλάβει. Συνέχισε όμως να διαβάζεις και θα το διαπιστώσεις. Το κύμα της μουσικής θα σε παρασύρει σε μια θάλασσα που αντανακλά τη λάμψη απ’ το φεγγάρι – ένα φεγγάρι από κείνα που μεθοκοπάνε, που πλανεύουν, που ρίχνουν καθεστώτα.

Επέτρεψε μου να αναλάβω την πλοήγηση του μικρού αυτού διαδραστικού (και επίπεδου, σε μορφή οθόνης) σκάφους. Θα βάλω τα λόγια, όχι όμως τον ρυθμό. Γνωρίζω τον προορισμό, όχι την διαδρομή – λέω να αυτοσχεδιάσω όσο αφορά το τελευταίο κομμάτι! Δεν ανησυχώ καθόλου, είμαι βέβαιος πως θα απολαύσουμε την βόλτα… Η μουσική του Μάνου, βλέπεις, θα μας καθοδηγήσει. Σαν πυξίδα που κοιτάζει πάντα στον βορρά της μελωδίας, σαν χάρτης θησαυρού σε μακρινές, ανατολίτικες σπηλιές.



Πηγή φωτογραφίας


Σήμερα θα κάνουμε ένα αφιέρωμα στον Μάνο Λοΐζο. Και επειδή το «σήμερα» είναι σχετικό, καθώς εσύ μπορεί να διαβάζεις το κείμενο σε ανύποπτη στιγμή συγκριτικά με μένα που το γράφω, και επειδή είπαμε πως θα ταξιδέψουμε στα όρια μεταξύ της ιστορίας και του φανταστικού, έτσι και το «αφιέρωμα» θα ξεφύγει από τα συνηθισμένα. Ας αφήσουμε τη φαντασία μας ελεύθερη! Τι σκέψεις μας μεταδίδει η μουσική του Μάνου; Τι ιδέες πλάθει μέσα μας; Ας δώσουμε έμφαση εκεί!

Ο ίδιος, ακούγοντας την μουσική του Μάνου, μεμιάς φέρνω στο νου μου ιστορίες. Χαρακτήρες που θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει, σε κάποια χώρα που πιθανό να θυμίζει τη δική μας. Ένα εξωτικό λιμάνι, κάπου μεταξύ Ανατολής και Δύσης, πλημμυρισμένο από κόσμο, λουσμένο στο ηλιόφως. Δες το με τα μάτια της φαντασίας σου, βρίσκεται εκεί! Καράβια από χώρες μακρινές, αγγελιοφόροι με μυστήρια χαμόγελα, παζάρια με αλλόκοτα αντικείμενα, μυρωδιές και γεύσεις που σε πλημμυρίζουν με συνήθειες τόπων μακρινών  - ίσως όμως και του δικού σου τόπου, σε εποχές αλλοτινές. Η ζωηρή οχλαβοή του πλήθους, τα παιδιά που τρέχουν στην προκυμαία, ο μονόφθαλμος πειρατής, η γριά μάντισσα, η νεαρή ξελογιάστρα, το σφύριγμα των γλάρων ενώ λοξοδρομούν ανάμεσα στα ξάρτια.


Στο φιλντισένιο μου μαρκούτσι
γαλέρες έρχονται και πάνε
ρεσάλτα κάνουνε οι μούτσοι
κι οι πειρατές μεθοκοπάνε
στο καπηλειό το λιμανίσιο

Θάλασσα πικροθάλασσα
γιατί να σ’ αγαπήσω…


Κάπου εκεί αντικρίζω τέσσερις φιγούρες, καταμεσής του πλήθους. Ένας νέος, ίσαμε είκοσι χρονών, λεβέντης, ψηλός, παλικάρι. Δύο καλοί του φίλοι βρίσκονται κοντά, σε ένα τραπέζι πάνω, παίζοντας ζάρια και γελώντας. Ο ένας εξίσου ψηλός, μα μαυριδερός στο δέρμα και με χαμόγελο που αστράφτει. Ο άλλος είναι μικροκαμωμένος και λεπτός, με βλέμμα μελαγχολικό. Στο πλευρό τους μια κοπέλα, μαυρομάλλα, γελαστή, όμορφη σαν τα καράβια που αράζουν στην προκυμαία.

Αυτά θα είναι τα πρόσωπα της ιστορίας μας. Μια ιστορία που ξεκινάει σ’ ένα μακρινό, ζεστό λιμάνι….


***


Jean Baptiste Huysmans - Orientalismus



«Στην Αλεξάνδρεια, όπου γεννήθηκα, περνούσε σχεδόν κάθε μέρα από το δρόμο που μέναμε ένας γεροβιολιτζής. Τον έχω ακόμα στο μυαλό μου, με την άσπρη κελεμπία του και τον άσπρο σκούφο του. Κρατούσε ένα χειροποίητο βιολί δικής του κατασκευής, με το οποίο έπαιζε με ένα δικό του μοναδικό τρόπο και παράλληλα τραγουδούσε. Θυμάμαι με τι λαχτάρα τον περιτριγυρίζαμε όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Ώσπου μια μέρα, ο πατέρας μου αγόρασε ένα από αυτά τα βιολάκια, γιατί αυτή ήταν η δουλειά του γέρου, πουλούσε τέτοια βιολιά. Από τότε βάλθηκα να μάθω βιολί, αλλά πού. Το όργανο αυτό έπαιζε μόνο στα χέρια του γέρου που το έφτιαχνε. Ώσπου βρέθηκα μια μέρα με ένα αληθινό βιολί και άρχισα κανονικά μαθήματα. Μετά ήρθε στο σπίτι -δώρο του θείου- μια κιθάρα και μετά αποκτήσαμε ένα πιάνο.

Κόντευα πια να γίνω σπουδαίος μουσικός! Κάπως έτσι βρέθηκα μερικά χρόνια μετά να ξέρω αρκετή μουσική...» Μάνος Λοΐζος.







Κάπως έτσι ξεκίνησε λοιπόν ο Μάνος Λοΐζος. Στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Στην αντίπερα όχθη της Μεσογείου. Γι’ αυτόν τον λόγο αποπνέει τέτοια αίσθηση αλμύρας και θάλασσας η μουσική του. Ήταν παιδί των νερών, μα και θαλασσοπόρος, εξερευνητής, από εκείνους που δεν διστάζουν να εγκαταλείψουν τον ασφαλή τους, μικροσκοπικό ορμίσκο, για να ξεχυθούν σε άγνωστα, συχνά αφιλόξενα σημεία.

Σπούδασε στην Φαρμακευτική Σχολή των Αθηνών, μα δεν τον ικανοποιούσε τόσο και την άφησε για την Ανώτατη Εμπορική. Ούτε εκείνη όμως τον εξέφραζε πλήρως. Άρχισε να καταπιάνεται με τα γραφιστικά. Παράλληλα άκουγε μουσική, συνέχεια, αντλούσε από κάθε δυνατή πηγή. Εν έτει 1957, το καθεστώς του Νάσερ στην Αίγυπτο τον ώθησε να μεταβεί μόνιμα πλέον στην Αθήνα. Ο επόμενος χρόνος θα απέβαινε καθοριστικός: θα ανακάλυπτε τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, και μέσω αυτού, το ρεμπέτικο και την ιστορία του.

Θα ερχόταν επίσης για πρώτη φορά σε επαφή με την μαρξιστική ιδεολογία.

Η ιστορία μας έχει μόλις ξεκινήσει.


***





Θα μπορούσαμε, για χάριν της αφήγησης, να τοποθετήσουμε το εξωτικό λιμάνι που περιγράψαμε πάνω σε κάποια άγνωστη χώρα. Δεν έχει σημασία το όνομα της. Αρκεί να γνωρίζουμε πως η χώρα αυτή φημίζεται για την υπέροχη της θάλασσα, τα μαγικά νησιά, και το θερμό ταμπεραμέντο των κατοίκων της.

Στην χώρα αυτή, σε ένα σπίτι κοντά στο λιμάνι που περιγράψαμε, κατοικεί ο πρωταγωνιστής μας. Ας τον ονομάσουμε Μηνά. Ο Μηνάς ήταν λεβεντόπαιδο, ανοιχτόκαρδος και γυναικοκατακτητής. Η φωνή του βροντερή, το βάδισμα του ανάλαφρο. Το χαμόγελο δεν έφευγε ποτέ από χείλη του, τα μάτια του (μεγάλα σαν μικρού παιδιού) έλαμπαν διαρκώς, φωτίζοντας το ηλιοκαμένο πρόσωπο του. Πόσες και πόσες δεν ήταν οι κοπέλες στο λιμάνι που τον κοίταζαν με σιωπηλό θαυμασμό και βλέμμα ντροπαλό, κάτω από τα καπέλα τους!


Αυτό τ’ αγόρι με τα μάτια τα μελιά
κάνει τον κόσμο μια δρασκελιά
κι ανάβει τ’ άστρο που έχω βαθιά μου
Χέρια ζεστά μου μπράτσα σπαθιά μου


Όσο θερμός και αν ήταν ο Μηνάς, άλλο τόσο επιρρεπής υπήρξε στις απολαύσεις. Δεν ήταν λίγα τα βράδια που οι εργάτες στο λιμάνι τον έβλεπαν να γυροφέρνει μεθυσμένος, τραγουδώντας λόγια ακατάληπτα, μα χαρούμενα. Παρέα του οι δυο καλοί του φίλοι, για τους οποίους θα μιλήσουμε παρακάτω, μα και πλήθος από θηλυκά που ήλπιζαν που τον περιτριγύριζαν διαρκώς. Ακόμα και αν σου έδινε την εντύπωση πως ζούσε έκλυτη ζωή, δεν γινόταν να μη συμπαθήσεις τον Μηνά! Ήταν καλός και ανοιχτός με όλους. Τις νύχτες που ξεχείλιζε με φως το λιμάνι από τα ψηλά φανάρια, οι χαρούμενες φωνές του Μηνά και της παρέας του έφταναν ως την αντίπερα όχθη. Και τα μάτια του Μηνά έλαμπαν, αντανακλώντας το φως, σαν δίδυμες φωτιές.

Κάπως έτσι τα τραγούδια αντηχούσαν εύθυμα, μέχρι το πρωί.


Δέκα παλληκάρια στήσαμε χορό
στου Καραϊσκάκη το κονάκι
πέφταν τα ντουβάρια από το χορό
κι από τις πενιές του Μιχαλάκη

Κι όλη νύχτα λέγαμε τραγούδι για τη λευτεριά
κι όλη νύχτα κλαίγαμε γοργόνα Παναγιά


Ο μόνος που δεν ήταν ικανοποιημένος από τον Μηνά ήταν ο πατέρας του. Σκληρά εργαζόμενος άνθρωπος, περνώντας μέρες και μέρες ατελείωτες στο καφενείο του, σφουγγίζοντας τον ιδρώτα από το πρόσωπο του, ώστε να εξασφαλίσει τα απαραίτητα στην οικογένεια – στην γυναίκα του και στον Μηνά, που ήταν μοναχογιός. Όσο ο Μηνάς έβγαινε έξω και διασκέδαζε, ο πατέρας του εργαζόταν, από το πρωί μέχρι το βράδυ, και μαζί του η γυναίκα του. Μαζί κοίταζαν το πλήθος να γλεντά, από απόσταση, με βλέμμα σκεπτικό.


Έχω ένα καφενέ
στου λιμανιού την άκρη
τον έχτισε το δάκρυ
αυτών που μένουνε
και περιμένουνε



"Οι Ποτατοφάγοι", πίνακας του Van Gogh


Στο καφενείο σύχναζε πλήθος κόσμου, από εκείνους που δεν συναντούσε κανείς στα ξεφαντώματα των νέων. Το βλέμμα τους ήταν χαμηλό, θαμμένο στις σκιές. Τα πρόσωπα τους ταλαίπωρα, σκαμμένα. Σε μικρά, ξύλινα τραπέζια κάθονταν, δυο δυο, τρεις τρεις, και σιγομιλούσαν ο ένας με τον άλλον, πίνοντας δυο σταγόνες κρασί από τσίγκινα ποτήρια. Παρέμεναν για λίγο μόνο και μετά έφευγαν, παραχωρώντας τη θέση τους σε άλλους. Μπαινόβγαιναν συνέχεια νέα πρόσωπα, μα φαινόταν λες και ήταν πάντα το ίδιο άτομο σε πολλαπλές παραλλαγές. Ο Μηνάς τους παρατηρούσε με απορία. Αγαπούσε τα χρώματα, μα εκείνοι φάνταζαν σαν ποικίλες αποχρώσεις του γκρίζου. Γιατί τόση κατήφεια, αναρωτιόταν, γιατί να μην απολαμβάνουν τη ζωή - μα απάντηση δεν έβρισκε.

Στο μεταξύ οι θαμώνες του καφενείου συζητούσαν…


Πάρε ένα τσιγάρο
Δώσε μου φωτιά
Πώς τα πας, Αλέκο;
Άσ’ τα, ρε Κοσμά
Δεν βαριέσαι, φίλε
πιες ένα κρασί
σκάρτη πάντα θα `ναι
η παλιοζωή.


Μια μέρα ο Μηνάς πλησίασε τον πατέρα του. «Πατέρα, αύριο θα αναλάβω ο ίδιος υπερωρίες στο καφενείο, τράβα κοιμήσου εσύ», του είπε, και ο πατέρας εξεπλάγη. Τον άφησε λοιπόν να αναλάβει το μαγαζί και τους πελάτες, μα ο Μηνάς έκανε πάλι τα δικά του. Έφερε τους φίλους του στο καφενείο, μαζί και ορισμένες γυναίκες, κλειδαμπάρωσαν τις πόρτες και παίζαν χαρτιά ως το πρωί. «Τι νόημα έχει η ζωή αν δεν τη γλεντάς;», έλεγε ο Μηνάς συχνά, προς επιδοκιμασία των γυναικών που τον περιστοίχιζαν. «Θάλασσα, κρασί και έρωτας, να ποιο είναι το νόημα!», φώναζε και γύρω του ξεσπούσανε τραγούδια.

Την επομένη ο Μηνάς και ο πατέρας του τσακώθηκαν, ανταλλάσοντας σκληρές κουβέντες. Η μητέρα του έκλαιγε, μη γνωρίζοντας πώς να συμβιβάσει τους δύο άντρες της ζωής της. Σε κάποια φάση ο Μηνάς πήρε το καπέλο του και βάδισε ορμητικά έξω από την πόρτα. «Νομίζεις ότι δεν μπορώ να δουλέψω;», έκανε στον πατέρα του. «Τώρα θα δεις! Θα βρω δουλειά, αλλά δεν θα είναι μαζί σου! Θα βρω κάτι δικό μου!». Και έτσι έφυγε.


Ρημαδιό ζωή και σπίτι
απ’ τα χούγια σου αλήτη
που μετράς το αντριλίκι
με βρισιές

Μη βροντοχτυπάς τα ζάρια
όσοι είναι παλληκάρια
τη ζωή τους την περνούν στις σκαλωσιές


***






Αρχές δεκαετίας του 60, και η χώρα μας έχει μπει σε έναν πολύ ιδιαίτερο κύκλο της ιστορίας της. Η Αριστερά της εποχής βλέπει την δύναμη της ν’ ανεβαίνει, η Δεξιά του Κωνσταντίνου Καραμανλή προβαίνει σε νόθες εκλογές, ο «γέρος» Γιώργος Παπανδρέου κηρύττει τον Ανένδοτο Αγώνα. Στο εξωτερικό οι εξελίξεις καλπάζουν σαν άγρια άλογα. Οι μαύροι ξεσηκώνονται για τα δικαιώματα τους, σύννεφα πολέμου μαζεύονται για άλλη μια φορά πάνω από το Βιετνάμ, ενώ η νεολαία αρχίζει να συνειδητοποιεί τον ρόλο της – αρχικά ως καταναλωτές και διαμορφωτές μόδας, μετά ως φορείς πολιτικής δράσης.

Ο Λοΐζος πολιτικοποιείται και ενισχύει την επαφή του με τους αριστερούς κύκλους, ενώ παράλληλα κάνει διάφορες δουλειές. Την ίδια περίοδο ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί σε λαïκές φόρμες τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου – ήταν ένα σημείο καμπής για το ελληνικό τραγούδι. Μεμιάς γνωρίζει αντιδράσεις. Τα χρόνια όμως πίσω δεν γυρνούσαν.






«Το 1960 ήμουνα είκοσι χρόνων. Ζούσα σε μια γειτονιά της τότε Αθήνας, στον Κολωνό. Παρ' όλη τη φτώχεια μας, είχαμε σχηματίσει μια όμορφη και δημιουργική παρέα. Τα Σαββατοκύριακα μαζευόμασταν σε κάποιο σπίτι, αγοράζαμε ρεφενέ βερμούτ και στραγάλια, χορεύαμε τσα τσα τσα, διαβάζαμε ή απαγγέλλαμε ποιήματα, καπνίζαμε τα πρώτα μας τσιγάρα στο λόφο του Σκουζέ, κι όταν ο καιρός το επέτρεπε ανεβαίναμε ως την Καισαριανή για να παίξουμε ερωτικά παιχνίδια ανάμεσα στα πεύκα και τα κυπαρίσσια. Και οπωσδήποτε για να τραγουδήσουμε: Θεοδωράκη ή Χατζιδάκι. Τον Θεοδωράκη ψιθυριστά γιατί τότε ήταν, επί κυβερνήσεως Καραμανλή, απαγορευμένος ως ανατρεπτικός.

Το καλοκαίρι του 1962 ο Χατζιδάκις ανεβάζει την «Οδό Ονείρων» και ο Θεοδωράκης την «Όμορφη Πόλη» του Μποστ στο θέατρο «Παρκ».
Στη χορωδία έπαιρνε μέρος και μια φίλη μου. Τη χορωδία διηύθυνε ο Μάνος Λοΐζος. Ένα απριλιάτικο βράδυ η φίλη με κάλεσε να παρακολουθήσω τις πρόβες. Έτσι γνώρισα τον Μάνο.».

Τέτοια μας αφηγείται η Μάρω Λήμνου, για την οποία ο Μάνος ανέπτυξε ένα έντονο ενδιαφέρον. Λίγα χρόνια αργότερα θα γινόταν η κυρία Μάρω Λοΐζου.






Ήταν 30 Δεκεμβρίου του 1961, όταν μια ομάδα φίλων της μουσικής του Μίκη έστειλαν στον Τύπο επιστολή διαμαρτυρίας «δια την άδικον και αντιπνευματικήν στάσιν των ραδιοφωνικών μας σταθμών, έναντι των τραγουδιών του, δια του αποκλεισμού από τας εκπομπάς των». Εκεί, ψηλά στα ονόματα που υπέγραφαν την επιστολή, δέσποζε στην δεύτερη θέση του όνομα του Μάνου Λοΐζου.

Έναν χρόνο μετά ο Λοΐζος γίνεται αντιπρόεδρος στον περίφημο «Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής», γνωστό τότε με τα αρχικά Σ.Φ.Ε.Μ. Στόχος του συλλόγου ήταν αφενός να στηρίξει την μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, αφετέρου όμως να ενισχύσει και τους νέους μουσικούς και καλλιτέχνες που έκαναν τότε τα πρώτα τους βήματα, εμπνευσμένοι από το έργο του. Σύντομα θα ενταχτούν στον Σύλλογο νέοι μουσικοί η Μαρία Φαραντούρη (η οποία τότε ήταν ακόμα μαθήτρια), ο Χρήστος Λεοντής, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Διονύσης Σαββόπουλος και άλλοι.



Δεξιά: Mάνος Λοΐζος. Αριστερά: Διονύσης Σαββόπουλος.


«Τη δεύτερη φορά που συναντήθηκα με τον Μάνο ήταν στο σπίτι ενός φίλου. Στα χέρια του κρατούσε ένα δισκάκι που μόλις είχε εκδοθεί από την εταιρεία «Φιντέλιτυ». Ήταν «Το τραγούδι του δρόμου» σε μουσική δική του και στίχους του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, σε ελεύθερη απόδοση Νίκου Γκάτσου.

Ναι, η συγκίνηση ήταν μεγάλη και η υπερηφάνεια ακόμη μεγαλύτερη. Όπως και η τρύπα κάτω από τα φθαρμένα παπούτσια του, που καθόλου δεν τον ένοιαζε να μας επιδεικνύει με άνεση. Ήταν Μεγάλη Εβδομάδα. Πρωτομαγιά του 1962». (Μάρω Λοΐζου)

Έχοντας κάνει την πρώτη του μικρή δισκογραφική εμφάνιση, θα ερχόταν και η στιγμή που ο Λοΐζος θα έδινε την πρώτη του συναυλία! Ήταν 1963, στα πλαίσια μιας συνεργασίας ανάμεσα στον Μίκη και τον Μάνο Χατζιδάκι, για την επιθεώρηση «Μια Πόλη Μαγική» του Μιχάλη Κακογιάννη. Ο Λοΐζος διηύθυνε την ορχήστρα και παρουσίασε, παρέα με τον Χρήστο Λεοντή, δύο τραγούδια του.






Λίγο καιρό μετά διεξάγεται και η πρώτη μεγάλη συναυλία του Λοΐζου, μαζί με τον Λεοντή, στα πλαίσια του  τέταρτου Πανσπουδαστικού Συνεδρίου, στο «Ακροπόλ». Αφήνουμε για άλλη μια φορά να πάρει τα ηνία η πολύ ιδιαίτερη αφήγηση της Μάρως Λοΐζου:

«Σ' αυτή τη συναυλία του «Ακροπόλ» βίωσα και μία από τις πιο συγκινητικές εμπειρίες της ζωής μου. Μου την πρόσφερε ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος καθόταν στις πρώτες σειρές του θεάτρου ανάμεσα στον Ρίτσο και τον Βρεττάκο. Όταν η συναυλία τελείωσε, σηκώθηκε πανύψηλος και λαμπερός, ανέβηκε στη σκηνή μαζί με μας
και μας πρόσφερε μια πέτρα! Να ποια ήταν τα λόγια του:

«Σαν παλιότερος που είμαι, ήθελα σε σας τους νέους συναδέλφους να χάριζα κάτι περισσότερο από λόγια, κάτι που να σας μείνει και να το θυμάστε. Εψαξα, μα δεν βρήκα τίποτα καλύτερο απ' αυτή την πέτρα, που πέρασε ξυστά στο κεφάλι μου την ώρα που διηύθυνα τον "Επιτάφιο", στη Νάουσα, τον Οκτώβρη του 1961. Νομίζω πως μεγαλύτερο δώρο, καλύτερη τιμή δεν μου έγινε ως τώρα, ακόμα κι αν, όχι από λάθος δικό μου, δεν έφαγα αυτόν το σκληρό καρπό της μακεδονικής γης στο κεφάλι».


Από τις συγκεντρώσεις του Σ.Φ.Ε.Μ. Αριστερά ο Μίκης Θεοδωράκης. Δίπλα του η Μαρία Φαραντούρη.


Ο καιρός περνάει. Ήταν 1964 και ο Μάνος έπαιζε μουσική στη μπουάτ «Στοά» στο Κολωνάκι – μαζί του η Μαρία Φαραντούρη, ο Κώστας Ζωγράφος και ο Διονύσης Σαββόπουλος. Μια βραδιά λοιπόν έκανε την εμφάνιση της ένα νεαρό κορίτσι – λεγόταν Κωστούλα Μητροπούλου. Το κορίτσι είχε γράψει τους στίχους για δυο τραγούδια, τα οποία και παρέδωσε στον Μάνο, ελπίζοντας πως θα τα μελοποιούσε, θέλοντας να δει τους στίχους της να ζωντανεύουν, να αποκτούν φτερά. Τα τραγούδια ήταν εμποτισμένα από το πολιτικό κλίμα των καιρών, ανατρεπτικά μα και ελπιδοφόρα – το βλέμμα ενός παιδιού έξω απ’ το παράθυρο, σ’ έναν κόσμο που θα ήθελε ν’ αλλάξει.

Κάπως έτσι προέκυψαν ο «Στρατιώτης» και ο «Δρόμος»…

Όσο αφορά τον δρόμο του Μάνου… Το ειδύλλιο του φουντώνει με την Μάρω. Η ίδια αδυνατεί να αντισταθεί στο ζεστό φως που αποπνέουν τα μάτια του, σύμφωνα με τα λεγόμενα της. Και, εν έτει 1965, αντηχούν χαρμόσυνες οι γαμήλιες καμπάνες για τους δυο τους…


***






Οι καμπάνες αντηχούν στην μικρή πλατεία, μα ο Μηνάς δεν τους δίνει σημασία. Αφήνει κάτω το πινέλο, βάζει πέρα τη μπογιά. Η σκέψη του φτεροκοπά σαν πουλί, υψώνεται σε πανύψηλα όρη σαν εκείνα που μόνο ο έρωτας μπορεί να χτίσει, βουνά που αγγίζουνε τα σύννεφα.

Την σκέψη του την έχει καταλάβει η Μυρσίνη. Η Μυρσίνη με τα αμυγδαλωτά μάτια, το φιλντισένιο δέρμα και τα κατάμαυρα, εβένινα μαλλιά. Η γελαστή Μυρσίνη, το κορίτσι που σκορπίζει λάμψη στο λιμάνι σαν αστέρι, το κορίτσι που βαδίζει και μοιάζει σα να χορεύει με τη ζωή την ίδια! Ω, Μυρσίνη, όμοια με γοργόνα, από κείνες που σκαλίζουν στις πλώρες τους οι καραβοκύρηδες!


Στην απάνω γειτονίτσα
Μ’ αγαπάνε δυο κορίτσια
Στην απάνω γειτονίτσα

Μα εγώ πονάω γι’ άλλη
μα εγώ πονάω γι’ άλλη
μια Γοργόνα στ’ ακρογιάλι


Η Μυρσίνη δεν ήταν απαραίτητα η πιο εντυπωσιακή κοπέλα του λιμανιού. Ήταν όμως από τις πιο ιδιαίτερες, φεγγοβολώντας στο μυστήριο που φαινόταν να αναδύει, εύθυμη, καλόκαρδη μα και απόμακρη συνάμα, ένας καρπός από τους απαγορευμένους, ένα δάσος πρόθυμο για εξερεύνηση. Δεν είχε την ομορφιά του ήλιου, μα της σελήνης, όπως γινόταν ένα με τα νερά της θάλασσας τις νύχτες. Πολλές ήταν οι γυναίκες που περιστοίχιζαν τον Μηνά, που ήλπιζαν να έχουν μια θέση στο πλευρό του –  ο ίδιος όμως τις έκανε όλες πέρα για την Μυρσίνη.






Τον καιρό εκείνον δούλευε ως μπογιατζής. Ήθελε να αποδείξει στον πατέρα του πως είναι κάτι περισσότερο από ένας ανεπρόκοπος χαραμοφάης. Στην πραγματικότητα, ο εργοδότης του υπήρξε φίλος των γονιών του, και άνθρωπος ευγενικής καρδιάς – του πρόσφερε ο ίδιος τη δουλειά, μετά από παρακίνηση του πατέρα του. Ο Μηνάς τη δέχτηκε και έτσι εργαζόταν, όχι με ιδιαίτερο ζήλο οφείλουμε να πούμε, ούτε με την καλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα. Το μυαλό του ήταν ακόμα στις παρέες, τις εξόδους, τα γλέντια και τους φίλους του.

Μα πάνω απ’ όλα στην Μυρσίνη. Δεν ήθελε δουλειά, δεν τον νοιάζαν τα λεφτά – μόνο την παρουσία της στο πλευρό του έδειχνε να επιζητά, αυτή και μια κανάτα με κρασί, να μπορεί να της απαγγέλει τραγούδια και να περνάνε οι μέρες νωχελικά, πλέοντας μαζί στις θάλασσες του έρωτα.


Πάρε το τραινάκι
βρε μελαχροινάκι
κι έλα ως εδώ
να σε ξαναδω
μ’ έπιασε μεράκι







Ήρθε η ώρα να παρουσιάσουμε και τους άλλους δύο στενούς φίλους του Μηνά, για τους οποίους μιλήσαμε φευγαλέα στην αρχή. Ο ένας λεγόταν Αχμέτ. Είχε γονείς μετανάστες, από μια γειτόνισσα χώρα της ανατολής – για άλλη μια φορά το όνομα της χώρας δεν έχει σημασία. Ο Αχμέτ είχε σκούρο, μελαψό πρόσωπο και βαθιά χαρακτηριστικά. Ψηλός και γεροδεμένος, θα μπορούσε κάποιος να τον θεωρήσει ως μια ανατολίτικη εκδοχή του ίδιου του Μηνά. «Ανατολίτη γίγαντα» τον φώναζαν. Ο Αχμέτ εργαζόταν στα ναυπηγεία, και όπως ο Μηνάς, αγαπούσε τη διασκέδαση και την καλή παρέα. Από τους γονείς του όμως είχε αντλήσει και ένα επιπλέον, πολύτιμο δώρο: μια βιβλιοθήκη με επιστημονικά συγγράμματα. Περνούσε συχνά τις ώρες του διαβάζοντας, κάνοντας ως και ορισμένες απόπειρες να γράψει ποίηση, χρησιμοποιώντας δύο γλώσσες: την καθημερινή, της τωρινής πατρίδας του – και την παλιά γλώσσα, της πατρίδας του στα ανατολικά.

«Η τέχνη είναι ο ουρανός μας και τ’ αστέρια. Μα η επιστήμη οφείλει να είναι το χώμα που πατάμε», ήταν ένα ρητό του που το επαναλάμβανε διαρκώς. Ο ίδιος επιθυμούσε να ακολουθήσει κάποτε τον δρόμο των επιστημών, πλάθοντας όνειρα για σπουδές σε κάποιο μεγάλο πανεπιστήμιο, πιθανώς στον τομέα της Ιατρικής, ενώ παράλληλα έγραφε ποίηση – έπλαθε διάφορες θεωρίες για τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε η ποίηση και η επιστήμη να γίνουν ένα, και έπιανε συχνά τον εαυτό του να τις περιγράφει με ενθουσιασμό στον Μηνά. Ο Μηνάς έγνεφε επιδοκιμαστικά, μα ήταν φανερό πως ο νους του αρμένιζε αλλού.



Πηγή φωτογραφίας


Ο τρίτος φίλος της παρέας έδειχνε πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις θεωρίες του Αχμέτ. Το όνομα του ήταν Ανέστης. Σε αντίθεση με τον Μηνά και τον Αχμέτ, ο Ανέστης ήταν μικροκαμωμένος, σχεδόν ασθενικός. Κάποια αρρώστια που είχε περάσει σε παιδική ηλικία είχε αφήσει πάνω του τα σημάδια της και ο ίδιος ποτέ δεν την ξεπέρασε εντελώς. Ο Ανέστης ήταν ήπιος χαρακτήρας, βαθιά ρομαντικός και ονειροπόλος. Σπούδαζε φιλολογία και διάβαζε βιβλία όλη μέρα. Θαύμαζε τον Μηνά για την δύναμη του χαρακτήρα του, μα συζητούσε περισσότερο με τον Αχμέτ. Τον ενδιέφεραν οι θεωρίες του πάνω στην σύζευξη τέχνης και επιστήμης, και έπιανε τον εαυτό του να εντρυφεί όλο και περισσότερο σε νεωτερικές φιλοσοφικές απόψεις, που έρχονταν από άλλα μέρη του κόσμου, ταξιδεύοντας σαν εξωτικά εμπορεύματα πάνω στα καράβια.

Ο Μηνάς με τη σειρά του σεβόταν τον Ανέστη, χωρίς να τον καταλαβαίνει πάντα, ενώ απέναντι στον Αχμέτ είχε αναπτύξει ένα είδος φιλικού ανταγωνισμού – συχνά συναγωνίζονταν ως προς το ποιος θα πιει το περισσότερο ποτό, σε αυτές τις αναρίθμητες εξορμήσεις τους!



Πηγή εικόνας


Μέχρι που εντάχτηκε στην παρέα και η Μυρσίνη, και τα μυαλά του Μηνά πήραν φωτιά. Μαζί, οι τέσσερις τους, έκαναν ατελείωτες βόλτες, παίρνοντας συχνά μια βάρκα και πλέοντας σε κοντινά νησιά, ο Ανέστης παίζοντας κιθάρα (ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του, η μελέτη της μουσικής), ο Μηνάς σιγοψιθυρίζοντας ερωτόλογα στο αυτί της Μυρσίνης, ο Αχμέτ γελώντας και τραγουδώντας, πότε στη γλώσσα των γονιών του, πότε στη δική τους. Και αυτά ενώ το κύμα έσκαγε πάνω τους παιχνιδιάρικα, σκορπίζοντας εύθυμες σταγόνες.


Κάθε πρωί που κίvαγα vα πάω στη δουλειά
φεύγανε σαv πουλιά τα ψαροκάικα
κάθε πρωί σκαρώvαμε μαζί με το Μηvά
ταξίδια μακριvά ως τη Τζαμάικα

Κι αρμεvίζαμε στα πέλαγα αγάπη μου παλιά
κι ύστερα το βραδάκι μεθυσμεvάκι στα καπηλειά
σ’ έπιvα κοριτσάκι σαv το κρασάκι γουλιά γουλιά








Όλο φούντωνε το πάθος του Μηνά για την Μυρσίνη – προς ζήλεια όλων των γυναικών του λιμανιού. Μαζί, οι δυο τους εξορμούσαν στα κρυφά, τρέχοντας στην παραλία τις ώρες που ο κόσμος κοιμάται, περνώντας τις νύχτες σε σπηλιές. Συχνά δεν χρειαζόταν καν να μιλάνε μεταξύ τους. Η Μυρσίνη τον κοιτούσε με μάτια που αστραποβολούσαν, ο ίδιος της απαντούσε με ένα ζεστό χαμόγελο. Ακολουθούσε το φιλί, η αγκαλιά. Τα ρούχα έπεφταν σε ανύποπτο χρόνο. Δεν είχαν παρά την άμμο να τους σκεπάζει.

Το χάραμα ερχόταν στην ακροθαλασσιά. Ήταν ώρα για δουλειά, μα πριν οι δυο τους μοιράζονταν έναν μυστικό καφέ, τυλιγμένοι σε κουβέρτες, ενώ ο ήλιος ξεπρόβαλλε πίσω από τα σύννεφα.


Ένας γαλάζιος ουρανός
παράθυρο και σκέπη
να ‘χαμε τρεις δραχμές στη τσέπη
και τρεις ο διπλανός

Θα ‘ταν ο κόσμος μαγικός
παράδεισος η πλάση
στου φεγγαριού το τάσι
καφές βαρύ γλυκός



Original photo source: link


Στο μεταξύ ο Αχμέτ έκανε όνειρα, φιλοσοφούσε, σχεδίαζε ταξίδια σε τόπους μακρινούς. Επιθυμούσε να γυρίσει τον κόσμο, να μάθει τα ήθη και τα έθιμα των λαών, να απαλλάξει τον κόσμο από προκαταλήψεις. Μα την αλήθεια, πόσο πνευματικός ήταν ο ανατολίτης τούτος γίγαντας!

Και ο Ανέστης μόνος, σκεπτικός, παρατηρούσε κάτω από τον όγκο της κιθάρας του (μια κιθάρα σχεδόν μισή σε μέγεθος από τον ίδιο) το ειδύλλιο ανάμεσα στο Μηνά και τη Μυρσίνη, αναστενάζοντας σιωπηλά. Κάποιες φορές άφηνε στο πλάι την κιθάρα και απέμενε μόνος με τις σκέψεις του. Έφερνε στο νου του τη Μυρσίνη, το χαμόγελο της, τον ζεστό τόνο της φωνής της. Θυμόταν ορισμένα περιστατικά που είχε δει τον Μηνά να απευθύνεται στη Μυρσίνη σχεδόν περιφρονώντας την, σα να είναι μια γυναίκα όπως όλες. Υπήρχαν στιγμές που ο Ανέστης ζήλευε, σκεπτόμενος πως μια κοπέλα σαν αυτήν χρειάζεται έναν πραγματικά ευγενικό άνθρωπο στο πλευρό της, όχι κάποιον τραχύ σαν τον Μηνά. Φανταζόταν τον εαυτό του πλάι της, να κυκλοφορούν στο κέντρο της πλατείας και όλοι να συζητούν για το πόσο ταιριαστό ζευγάρι είναι…

Την ίδια στιγμή όμως διαλύονταν μέσα του τα σύννεφα της αυταπάτης. Τα έδιωχνε πέρα, νιώθοντας ντροπή. Δεν είχε τα φυσικά χαρίσματα του Μηνά, το γνώριζε καλά. Ούτε διέθετε την επικοινωνιακή του δεινότητα – αντίθετα ήταν κλειστός και απόμακρος, ένας απλός περαστικός σε οδούς ονειροφαντασίας, μάταια υφαίνοντας ιστούς ελπίδας.






Ο Ανέστης δεν ήταν ο μόνος που ζήλευε τον Μηνά. Η Μυρσίνη, ήταν βλέπετε, αντικείμενο πόθου πολλών. Ερχόμαστε λοιπόν τώρα σε ένα περιστατικό κομβικό για την εξέλιξη της ιστορίας – μετά από αυτό τίποτα δεν θα ήταν ίδιο πια.

Ένα βράδυ ο Μηνάς είχε μαζευτεί σε ένα στέκι και έπαιζε χαρτιά. Αναμμένες λάμπες, μουσική, κόσμος όρθιος γύρω απ’ το τραπέζι, παρακολουθούσε με αγωνία. Απέναντι του ένας τύπος που λεγόταν Σπύρος, διέθετε όμως το παρατσούκλι «η Νυφίτσα». Ήταν νεαρός, στην ηλικία του Μηνά, και φημιζόταν για τις επαφές του με τις πόρνες και τους αλήτες του λιμανιού. Βασικό χαρακτηριστικό στο βλέμμα του ήταν ένας μόνιμος μορφασμός, σαν ειρωνεία, ενώ η φωνή του ήταν απαλή, σχεδόν υπνωτιστική. Αυτός ο τύπος λοιπόν είχε στριμώξει για τα καλά τον Μηνά. Ο Αχμέτ και ο Ανέστης τον είχαν προειδοποιήσει να αποφύγει το παιχνίδι, αλλά πως να βάλεις φραγμό στη θάλασσα. Ο Μηνάς ήταν από τη φύση του παράφορος και παρορμητικός, ένας άνθρωπος των απολαύσεων. Παρασύρθηκε λοιπόν και πόνταρε όλα τα χρήματα που είχε κερδίσει τους τελευταίους μήνες. Ο Σπύρος τον παρακίνησε να βάλει όσο το δυνατόν περισσότερα, τονίζοντας πως έτσι παίζουνε οι άντρες, υπονοώντας πως ο Μηνάς δεν έχει τα κότσια να κάνει κάτι τέτοιο. Ο Μηνάς δεν αντιστάθηκε, και, φουρκισμένος, έβαλε ό,τι είχε.

Η ώρα περνούσε και ο Μηνάς έβλεπε τα χρήματα του να χάνονται, τάλιρο προς τάλιρο. Ο κόσμος γύρω του τον κοιτούσε με οίκτο. Κάποιες κοπέλες γελούσαν. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε. Σκέφτηκε τους γονείς του, τη Μυρσίνη – η οποία ευτυχώς δεν τον έβλεπε σε αυτή την τόσο ταπεινωτική για κείνον στιγμή. Ο Ανέστης τον παρακάλεσε να σταματήσει όσο είναι καιρός. Ο Σπύρος όμως γέλασε με εκείνο το χαρακτηριστικό του γέλιο (πάντα με το στόμα, ποτέ με τα μάτια) και είπε, σιγανά και μετρημένα: «Μηνά, από τότε που έγινες μουνόδουλος ξέχασες πως παίζουν τα σωστά παιχνίδια βλέπω. Ή μήπως είναι αυτοί οι σακατεμένοι φίλοι σου που φταίνε;».

Το ηφαίστειο εξερράγη. Ο Αχμέτ όρμησε πάνω στον Σπύρο, η γροθιά του τεντωμένη. «Πάρ’ το πίσω κάθαρμα!», έκανε. Ο Ανέστης τον συγκράτησε, όσο μπορούσε με τα αδύναμα του χέρια να συγκρατήσει ένα τέτοιο θηρίο εξ’ ανατολής. Τρείς από τους «φίλους-προστάτες» του Σπύρου μπήκαν μπροστά και τον κάλυψαν με τη σειρά τους. Η Νυφίτσα έστεκε στη θέση της, το ίδιο πάντα χαμόγελο στα λεπτά της χείλη – μια στάλα ιδρώτα όμως αχνοφάνηκε στο δεξί της μάγουλο.






Ο Μηνάς έστεκε παγωμένος. Κοιτούσε τον Σπύρο με μίσος. Του χρωστούσε ωστόσο χρήματα – και γι’ αυτό δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Τα χέρια του ήταν δεμένα. Όφειλε να ξεπληρώσει.

Τότε η Νυφίτσα πήρε ξανά τον λόγο:

«Μην ανησυχείς Μηνά, καλέ μου φίλε. Εσύ, ένα παλικάρι τόσο αγαπητό σε όλους, είμαι βέβαιος πως θα βρεις την λύση! Και αν δε μπορέσεις να ξεπληρώσεις σε ρευστό, υπάρχουν και άλλοι τρόποι να το κάνεις».

Σιωπή. Ο Ανέστης παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα. Η μουσική είχε σιγήσει. Δεκάδες πρόσωπα μέσα στο στέκι είχαν στραμμένα τα βλέμματα στο κέντρο της σκηνής, στους δύο μονομάχους.

«Τι εννοείς;», έκανε ο Μηνάς, μιλώντας λες και από πηγάδι. «Ποιοι άλλοι τρόποι;»

Η Νυφίτσα χαμογέλασε. Τα χείλη της τεντώθηκαν σε μια ευθεία γραμμή. Τα έγλειψε και η γλώσσα έμοιαζε με σαύρας. «Θα μπορούσες να μου παραχωρήσεις τον γλυκό σου θησαυρό, για παράδειγμα. Το πετράδι του λιμανιού μας, την Μυρσίνη που βαδίζει και αναστενάζει όλη η γη! Δε την θέλω για πολύ. Μια νύχτα μόνο αρκεί».

«Σιχαμένο απόβρασμα…», ξεκίνησε ο Αχμέτ, μα η Νυφίτσα τον έλουσε με ένα παγερό βλέμμα. Ο Ανέστης δίπλα έτρεμε από θυμό – και φόβο.

«Εσύ να γυρίσεις στην πατρίδα σου, ξένε», είπε η Νυφίτσα στον Αχμέτ χωρίς περιστροφές. «Και άσε εμάς να συζητήσουμε στη γλώσσα μας, την οποία μπολιάζεις με την απαίσια προφορά σου».

Η Μηνάς έκανε νεύμα στον Αχμέτ. «Δε πειράζει, Αχμέτ. Θα αναλάβω εγώ», είπε. Ο ανατολίτης γίγαντας, κόκκινος από θυμό, έκανε πίσω. Ο Μηνάς πήρε τον λόγο. Μιλούσε ψύχραιμα, σίγουρα, τονίζοντας κάθε μία λέξη:

«Η προσβολή που ξεστόμισες απέναντι στην Μυρσίνη δεν ξεπλένεται, όσα χρόνια και αν περάσουν. Να υπονοείς και μόνο πως θα μπορούσε να συνιστά αντικείμενο για ανταλλαγή… Η χυδαιότητα του λόγου σου ξεπερνάει κάθε φαντασία…»

«Χυδαιότητα;», τον διέκοψε η Νυφίτσα, και το χαμόγελο της ήταν ακόμα πιο πλατύ. «Ω, δείτε σε τι ονειρικό κόσμο ζει ο φίλος μας ο Μηνάς! Σαν πεταλούδα τριγυρνά στα σύννεφα απάνω, ενώ τρεμοπαίζουν γύρω του οι ακτίνες του ηλίου! Σαν τα προβατάκια που βόσκουνε στην χλοερή τη γη, χοπ χοπ, χοροπηδάει!»

«Δεν αφήνεις τις βλακείες;», έκανε απότομα ο Ανέστης.

Ο Σπύρος τον κοίταξε ψυχρά. «Βλακείες; Θα έπρεπε να με ευχαριστεί ο φίλος σου ο Μηνάς, που του αποκαλύπτω την αλήθεια. Γιατί, βλέπετε, η Μυρσίνη κάθε άλλο παρά πολύτιμο πετράδι και απόκτημα του είναι – θα μπορούσα να πω, μεταφορικά, πως το συγκεκριμένο πετράδι ανήκει σε όλο το λιμάνι!»

Ο Μηνάς τον κοιτούσε με μάτια ανοιχτά διάπλατα. «Μηνά, πάμε να φύγουμε», του είπε ο Ανέστης.

«Όχι, δεν έχεις να πας πουθενά Μηνά – αν θες να ξεπληρώσεις το χρέος σου», είπε η Νυφίτσα. «Τώρα που το σκέφτομαι, δεν έχω ανάγκη από χρήματα. Μου αρκεί η ικανοποίηση να κοιτώ το πρόσωπο σου, τώρα που αποκαλύπτεται η αλήθεια». Στράφηκε στους «δικούς του» πίσω. «Ομολογουμένως είναι καλό κομμάτι η Μυρσίνη, ε παιδιά; Ένα κορίτσι για όλο τον κόσμο, ναι; Την ξέρει καλά όλο το λιμάνι! Την έχουμε γευτεί, σωστά;»

Ξέσπασαν σε γέλια, γνέφοντας επιδοκιμαστικά. Ο Ανέστης και ο Αχμέτ παρακινούσαν τον Μηνά να φύγουν. Ο Μηνάς απέμενε με το βλέμμα παγωμένο, άδειο – ο θυμός είχε ξεζουμιστεί από μέσα του, και στη θέση του απέμενε ένα απορημένο ύφος, σαν μικρού παιδιού. «Τι είναι αυτά που λένε; Για τη Μυρσίνη μου μιλάνε;…»

Έξω ξέσπασε μια δυνατή βροχή. Είχε πιάσει κρύο στο λιμάνι.



Στο `να μου χέρι το τσιγάρο
μοιάζει με χαμένο φάρο.
Κι άμα θα σβήσει, θα `ρθει μπόρα.
Σχόλασε το γλέντι τώρα.



***







Ήταν 1965 και μαύρα σύννεφα απλώνονταν πάνω από τη χώρα. Τον καιρό εκείνο ο Μάνος Λοΐζος συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Γιάννη Νεγρεπόντη. Η μεταξύ τους συνεργασία θα απέβαινε καθοριστική. Ο Νεγρεπόντης έμελλε να παραδώσει στον Μάνο αρκετούς από τους πιο πολιτικοποιημένους στίχους του, σε μια εποχή που παλλόταν από πολιτικές σεισμικές δονήσεις – στην Ελλάδα και στον κόσμο.

Σε στίχους του Νεγρεπόντη ο Λοΐζος συνέθεσε ένα ιδιαίτερα αντισυμβατικό τραγούδι, που ονομάστηκε «Τρίτος Παγκόσμιος». Τα λόγια αντλούσαν από την μαρξιστική θεωρία και αναφέρονταν στα μεγάλα μονοπώλια του καπιταλισμού, τον τρόπο που συνασπίζονται προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα τους, ακόμα και αν τα τελευταία εξωθούν τις χώρες του κόσμου σε πόλεμο. Μουσικά το κομμάτι υπήρξε εξίσου καινοτόμο, σπάζοντας την κλασική δομή με το κουπλέ και το ρεφραίν.

Τον ίδιο καιρό, λίγο πριν τον ερχομό της Δικτατορίας, ο Νεγρεπόντης παρέδωσε στον Μάνο τους στίχους ενός ακόμα τραγουδιού. Μιλούσε για έναν παλιό φίλο που «ήξερε και έπαιζε το Ακορντεόν». Έναν φίλο που δεν είναι πια μαζί μας.








Στο μεταξύ ο Λοΐζος συνέθετε μουσική για θέατρο και κινηματογράφο. Τα πολιτικά του τραγούδια περνούσαν σχεδόν απαρατήρητα από τη μάζα του κόσμου, περιοριζόμενα σε ζωντανές εκτελέσεις μπροστά στις αριστερές και φοιτητικές νεολαίες των καιρών. Στον χώρο του θεάματος όμως, είχε αρχίσει να διαδίδεται η μουσική του. Η πρώτη κινηματογραφική ταινία που μελοποίησε το θέμα της υπήρξε το «Μπετόβεν και Μπουζούκι» του Ορέστη Λάσκου, το 1965. Τα επόμενα χρόνια θα ακολουθούσαν πολλές ακόμα.

Κλάμα μωρού, γέλια και αγκαλιές. Ήταν 1966, όταν ήρθε στον κόσμο η κόρη του, Μυρσίνη.







Το αποκορύφωμα της τότε συνθετικής του δουλειάς και συνεργασίας με τον Νεγρεπόντη ήρθε σε ένα πολύ ιδιόμορφο (για τα δεδομένα των καιρών) εγχείρημα. Σε αυτό δόθηκε η ονομασία «Τα Νέγρικα». Επρόκειτο για έναν θεματικό (concept) δίσκο, που διαπραγματεύεται το θέμα της ανισότητας ανάμεσα σε λευκούς και μαύρους, το ζήτημα του φυλετικού ρατσισμού και τις κοινωνικές διακρίσεις. Οι χαρακτήρες του έργου είναι όλοι μαύροι, πρόσωπα όπως ο Τζο, η Τζέην, ο Τζιμ, οι οποίοι βιώνουν στο πετσί τους την αδικία, είτε πολεμάνε μακριά στο Βιετνάμ, είτε γυροφέρνουν στην πόλη τους γυρεύοντας δουλειά, είτε δοκιμάζοντας τους απάνθρωπους διωγμούς και τα φονικά της Κου Κλουξ Κλαν – της οργάνωσης που κήρυττε το μίσος απέναντι στους ξένους, την φυλετική ανωτερότητα της αμερικανικής, λευκής φυλής, τον σεβασμό της ιεραρχίας, και την πρωτοκαθεδρία της παράδοσης: Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια.

Μην έχοντας ακόμα κυκλοφορήσει επίσημα κάποιον δίσκο, ο Λοΐζος με τον Νεγρεπόντη ξεκίνησαν να παρουσιάζουν τα «Νέγρικα» σε συναυλίες. Στα φωνητικά ήταν η Μαρία Φαραντούρη, ο Γιώργος Ζωγράφος, αλλά και ο Διονύσης Σαββόπουλος. Ήταν 1966 και ένας δημοσιογράφος ρώτησε τον Νεγρεπόντη «πως γίνεται να υπερπηδάμε τα δικά μας προβλήματα και να ασχολούμαστε με εκείνα άλλων χωρών». Νεγρεπόντης και Λοΐζος είχαν τονίσει πως το πρόβλημα μιας χώρας είναι συνάμα πρόβλημα όλων των χωρών.

«Τα γρανάζια του ιμπεριαλισμού βρίσκονται σε τρομακτική υπερλειτουργία στις δυτικές χώρες. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά σε όλους: ο πόλεμος του Βιετνάμ, το φυλετικό, το κυπριακό, η αναβίωση του φασισμού, ο κίνδυνος της δικτατορίας στον τόπο μας. Το τεράστιο τέρας που άλλοτε λέγεται φασισμός, άλλοτε μιλιταρισμός και άλλοτε δημοκρατία δυτικού τύπου - που δεν είναι τιποτ' άλλο παρά προσωπεία του ιμπεριαλισμού - στέκεται από πάνω μας απειλητικό. Και η αντίδραση μας είναι να τα ξεσκεπάσουμε, να φωνάξουμε με όλη μας τη δύναμη εναντίον τους». (Μάνος Λοΐζος, εν έτει 1966)






Όταν παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά τα «Νέγρικα», στο δημοτικό θέατρο Πειραιώς το 1966, το κοινό σάστισε. Η διάταξη της ορχήστρας δεν ήταν «σωστή»! Μπροστά τους έβλεπαν ηλεκτρικά όργανα, ηλεκτρικές κιθάρες και πρόγονους των συνθεσάιζερ. Αυτό δε θύμιζε σύνθεση λαïκής ορχήστρας, μα συναυλία δυτικού τύπου! Τι δουλειά είχαν οι «γιεγιέδες» σε μια εκδήλωση Έλληνα συνθέτη;

Στα «Νέγρικα» ο Λοΐζος είχε αποπειραθεί να ενσωματώσει για πρώτη φορά στη μουσική του ρυθμούς από τη Δύση, ρυθμούς που μιλούσαν στη νεολαία των καιρών. Ένας δίσκος εξάλλου με παγκόσμια θεματολογία, δεν θα μπορούσε παρά να έχει παγκόσμια μουσική… Αυτό ορισμένοι το αποδέχτηκαν, άλλοι όμως το απέρριψαν με περιφρόνηση, προτιμώντας τις συμβατικές μουσικές φόρμες της εποχής. Το ελληνικό κοινό δεν είχε ανακαλύψει ακόμα το ροκ στην πραγματική του φύση, πέρα και έξω από απομιμήσεις…

Στην πρώτη εξάλλου παρουσίαση των «Νέγρικων», πλάι στο πλήθος του κόσμου που παρακολουθούσε, με ζωγραφισμένη την απορία στα πρόσωπα τους, είχαν στηθεί άφθονοι αστυνομικοί, τόσο φανεροί όσο και μυστικοί, σύμφωνα με τα λεγόμενα της Μάρως Λοΐζου. Παρακολουθούσαν και κείνοι, στημένοι σε σειρά, με τα βλέμματα σκιερά κάτω απ’ τα καπέλα τους, τα χέρια σε ετοιμότητα…



Έμελλε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να κατορθώσει ο Λοΐζος να ηχογραφήσει τα "Νέγρικα"...



Τελικά τα «Νέγρικα» δεν έμελε να δουν το δισκογραφικό φως της μέρας, τα χρόνια εκείνα, ούτε να αποτελέσουν το πρώτο ολοκληρωμένο άλμπουμ του Μάνου Λοΐζου. Μία από τις πρώτες εκείνες συναυλίες τους είχε προγραμματιστεί για την Παρασκευή, της 21ης Απριλίου του 1967.

Ώσπου τα τανκς εισέβαλαν στη πόλη…


Το αφιέρωμα συνεχίζεται, με το δεύτερο μέρος του, στο ακόλουθο λινκ!

Μάνος Λοΐζος και η ιστορία τριών φίλων - Μια αφήγηση και ένα αφιέρωμα, Μέρος ΙΙ






4 σχόλια:

  1. ε δεν αντεξα, το διαβασα σημερα !
    για ποτε βλεπεις τη συνεχεια;

    Υ.Γ.(ψιλοακυρο): οι πατατοφαγοι ειναι απο τους αγαπημενους μου πινακες του Van Gogh!
    πολυ ενδιαφερουσα επιλογη για να συνοδεψεις το συγκεκριμενο κομματι του κειμένου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ταίριαζε νομίζω o πίνακας Γάτα!! Θα προσπαθήσω να έχω έτοιμη τη συνέχεια ως τη 17 του Νοέμβρη. ;)

      Διαγραφή
  2. Τέλειο Κούνελε, γράφεις υπέροχα !!!! Το ρούφηξα το κείμενο και..προς μεγάλη μου έκπληξη όταν διάβασα το όνομά μου, έ..μετά, έγινα και μέρος της φανταστικής σου ιστορίας..χάχά..αλήθεια !!! Πάντως..δέν μου αρέσουν οι φήμες που κυκλοφορούν στο λιμάνι προς το όνομά μου...χμμ...περιμένω να διαβάσω τη συνέχεια ;Ρ !! Έμαθα πολλά που δέν γνώριζα για τον Λοίζο, σε ευχαριστώ και αναμένω κι εγώ τη συνέχεια !! Το αγαπημένο μου τραγούδι είναι αυτό με τον Μηνά και τα ψαροκάικα..πώπώ...δέν θυμάμαι τον τίτλο αλλά το τραγούδησα πολύ μικρή, ήμουνα και στη χορωδία,για να χάνω μάθημα, αλλά τελικά μετά άρχισε να μου αρέσει να τραγουδάω και ειδικά αυτό το κομμάτι !!! :))
    Ά, και κάτι τελευταίο ! Ένα περίεργο πράμα βρέ παιδί μου ! Τώρα τελευταία, έχω διαβάσει τρείς φανταστικές ιστορίες στο blogger που υπάρχει και ένας χαρακτήρας με το όνομά μου !!! Πολύ εμπνέω ρε παιδί μου...χάχάχά ! Εσένα ήταν η τρίτη βασικά, αλλά δικαιολογείσαι γιατί, την κόρη του Λοίζου την έλεγαν Μυρσίνη !! Συνδέεται !
    Πάντως..πολύ όμορφα γράφεις Κουνελίνο !!!
    Να είσαι καλά, καλό βράδυ και όνειρα γλυκά και ταξιδιάρικα...ώς τη Τζαμάικααα....χάχάχά !! :ο))

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ο τίτλος του τραγουδιού Μυρσίνη είναι... ποιός άλλος? Τζαμάικα!

      Πολύ χαίρομαι που μοιραστήκαμε αυτή την ιστορία με την συνονόματη σου!! Όσο αφορά την εξέλιξη της και τις φήμες που κυκλοφορούν στο λιμάνι... θα διαπιστώσεις σύντομα, στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος!

      Όσο αφορά την σύμπτωση.. Για δες, περίεργο. Πάντως, όπως λες η ίδια, η κόρη του Λοΐζου λέγεται Μυρσίνη, επομένως από την πλευρά μου η επιλογή του ονόματος ήταν λίγο πολύ αναμενόμενη!

      Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια, σε χαιρετώ και τα λέμε πάλι σύντομα :)

      Διαγραφή

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...