expr:content='”” + data:blog.postImageUrl’ property='og:image'/>

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Joy Division - Unknown Pleasures... 35 Χρόνια Μετά.






Σαν σήμερα, πριν 35 χρόνια, κυκλοφόρησε το “Unknown Pleasures”. Ήταν το ντεμπούτο άλμπουμ των Joy Division. Σαν σήμερα, πριν 35 χρόνια, ο μεγάλος δείκτης της μουσικής έκανε στροφή στο μαύρο.

Δε γίνεται να υποβαθμίσουμε το μέγεθος της επιρροής αυτού του δίσκου. Πολύ απλά, χωρίς τους Joy Division η ροκ και ποπ κουλτούρα των καιρών μας θα ήταν πολύ διαφορετική. Ασφαλώς στη μουσική (όπως και παντού) δεν υφίσταται παρθενογένεση – τα πάντα έχουν τις επιρροές τους και στοιχεία όπως η δυσβάσταχτη εσωστρέφεια, ο πεσιμισμός και οι υπαρξιακοί, σκοτεινοί στίχοι δε συνιστούσαν κάτι καινούργιο. Αρκεί να φέρουμε στο νου μας παλιότερες δουλειές του Lou Reed και των Velvet Underground (αμφότερες μεγάλες επιρροές του Ian Curtis), ή ακόμα και τους Doors. Ωστόσο οι Joy Division ήταν εκείνοι που προσέδωσαν στην punk κουλτούρα της εποχής τους (βρισκόμαστε στα τέλη των 70's) τη σκοτεινή της όψη. Και, καθώς το Punk την εποχή εκείνη είχε διαδοθεί σε μεγάλα ποσοστά κόσμου, η επιλογή των Joy Division να μπολιάσουν την αυθεντική, επιθετική του διάσταση με μία γερή δόση εσωστρέφειας συνέβαλε ώστε να προκύψει κάτι εντελώς καινούργιο στη πορεία.

Το στυλ εκείνο μουσικής ονομάστηκε “Post-Punk” - το πρόθεμα “post” συχνά δίνεται σε μουσικά είδη που, ενώ φέρουν στοιχεία του βασικού μουσικού τους κορμού (στην περίπτωση μας, το Punk), ωθούν το είδος αρκετά βήματα παραπέρα, το μεταμορφώνουν, ώστε τελικά να μιλάμε για κάτι καινούργιο. Κι ενώ λοιπόν αρκετός κόσμος της εποχής, τότε, στα 1979, αποκαλούσε τους Joy Division “punk” συγκρότημα, κι ενώ οι ίδιοι περιόδευαν με τις δημοφιλέστερες Punk μπάντες των καιρών (για παράδειγμα, τους Buzzcocks), ο υποψιασμένος ακροατής γνώριζε πως οι σπαστοί ήχοι που ξεπηδούσαν από την κιθάρα του Bernard Sumner, το υποτονικό, υπνωτιστικό σχεδόν μπάσο του Peter Hook (μπάσο το οποίο σε “γραπώνει”, κατ' αντιστοιχία με το όνομα του), το ξερό παίξιμο των ντραμς του Stephen Morris, και εκείνη η τόσο χαρακτηριστική φωνή του Ian Curtis... ναι, όλα αυτά σε προιδέαζαν πως εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι καινούργιο.







Στα τέλη των 70's λοιπόν, κι ενώ οι Post Punk μπάντες ξεπηδούσαν σα τα μανιτάρια, η μία μετά την άλλη, κι ενώ συγκροτήματα όπως οι Talking Heads, οι Blondie, οι Television, οι Damned, οι Public Image Ltd και οι Magazine (αναφέρουμε ορισμένους από τους πλέον χαρακτηριστικούς) είχαν ξεκινήσει να επιδίδονται σε πειραματισμούς με άφθονα μουσικά στυλ, ξεφεύγοντας εντελώς από το πρώιμο, εξωστρεφές, χύμα-στο-κύμα ύφος του Punk, οι Joy Division ξεχώριζαν παρουσιάζοντας μια εικόνα και ένα μουσικό ύφος που μπέρδευε τον κόσμο. Υπήρχαν κάποια επιθετικά ξεσπάσματα, μα φάνταζαν περισσότερο σα punk κλεισμένη σε κάποια γυάλα, ή έναν σκοτεινό θάλαμο, από εκείνους με τα ατμοσφαιρικά, χαμηλωμένα φώτα... 

Το συγκρότημα επί σκηνής δεν είχε τα ξεσπάσματα άλλων συγκροτημάτων της εποχής του. Εμφανισιακά έμοιαζαν με παιδιά της διπλανής πόρτας – καμία σχέση με το προκλητικό συχνά look άλλων μουσικών της εποχής. Ο Ian Curtis τραγουδούσε σχεδόν σαν υπνωτισμένος, ή σα ρομπότ αν προτιμάτε. Καταλάβαινες ωστόσο, πως πίσω από το στατικό image δέσποζε ένας άνθρωπος που διοχετεύει σε λέξεις και λόγια την ψυχή του. Αντίστοιχα ξερή και υποτονική ακουγόταν σε σημεία η μουσική, μα οι στίχοι της προσέδιδαν έναν ταξιδιάρικο, ποιητικό τόνο. Σα μια παλέτα με χρώματα σ' έναν καμβά, όπου κυριαρχούν οι τόνοι του μαύρου και του γκρίζου, δημιουργώντας στο τέλος μια εικόνα που παραπέμπει σε κάποιο τοπίο ίσως, σε έναν ανάποδο κόσμο, σα μέσα από καθρέπτη, ένα σκηνικό με έναν σκοτεινό ουρανό και μια ήσυχη λίμνη κάτω να αντανακλά τα σύννεφα.

Μία λίμνη που το εσωτερικό της έβραζε, πέρα και κάτω από την επιφάνεια.






Το εναρκτήριο, αρχικό μπάσο του “Disorder” (κλικ), του τραγουδιού που ανοίγει τον δίσκο, σε βάζει αμέσως στο κλίμα. Ρυθμικό και σκοτεινό ταυτόχρονα, προδιαθέτοντας σε ως και για χορό, μα από κείνους τους σκοτεινούς χορούς, όμοιους με το τίναγμα των φτερών της νυχτερίδας. Όσο το άλμπουμ κυλάει, όσο ακούς τη φωνή του Ian Curtis, συνειδητοποιείς πως οι στίχοι συνιστούν κάτι περισσότερο από την απαραίτητη ένδυση της μουσικής – όχι, εδώ συμβαίνει μάλλον το αντίθετο: Η μουσική είναι που ντύνει τους στίχους, τον βασικό άξονα του δίσκου, τους καλύπτει με ένα προστατευτικό περίβλημα, θέλοντας να καλύψει τη γύμνια τους, τη βαθιά, εσωτερική τους ειλικρίνεια. Οι Joy Division, στιχουργικά, συνιστούσαν μια μορφή προσωπικού ημερολογίου του Ian Curtis – ένα ημερολόγιο στολισμένο με νότες. Ο ήχος που δημιούργησαν ο Bernard Sumner και η παρέα του ήταν το τέλειο συνοδευτικό, ιδανικοί για να μετατρέψουν τις υπαρξιακές ανησυχίες του Curtis σε ατμοσφαιρικά, σκοτεινά ηχοτρόπια.

Ωστόσο το “Unknown Pleasures” πατάει ακόμα γερά σε punk ρίζες. Το ακούμε σε τραγούδια όπως το “Interzone” (κλικ), μία από τις δυναμικότερες (και προσωπικά, αγαπημένες μου) στιγμές του άλμπουμ. Ωστόσο αν έπρεπε να ξεχωρίσουμε μια “αγία τριάδα” (ανίερη) τραγουδιών, εκείνη θα ήταν η τριάδα των “New Dawn Fades” (κλικ), “She's Lost Control” (κλικ) και “Shadowplay” (κλικ). Τρία από τα σημαντικότερα τραγούδια, όχι μόνο των Joy Division, μα του post punk ήχου γενικότερα. Εδώ γίνεται πια φανερό πως έχουμε να κάνουμε με μια μπάντα που σπρώχνει τον ήχο των καιρών της προς νέες κατευθύνσεις. Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως τραγούδια σαν αυτά χάραξαν το ύφος και το στυλ ενός τεράστιου μέρους της μουσικής της δεκαετίας που θα ακολουθούσε.







Και όλα αυτά σε έναν δίσκο που σημείωσε απλά ικανοποιητική επιτυχία – τίποτα παραπάνω. Μα ρωτήστε το σύνολο των βρετανικών εναλλακτικών συγκροτημάτων των 80's, να σας πουν τι επίδραση είχαν οι Joy Division πάνω τους, και θα καταλάβετε για τι μέγεθος επιρροής μιλάμε. Από τους Cure στους Echo and the Bunnymen, από τους Jesus and Mary Chain στους Smiths, και (μεταβαίνοντας σε περισσότερο σύγχρονες εποχές), από τους Radiohead σε ολόκληρο το βρετανικό Indie κίνημα... Tίποτα δε θα ήταν όπως το γνωρίζουμε χωρίς τους Joy Division. Όσο αφορά το σκοτεινό εκείνο στυλ που θα ονομαζόταν “Gothic Rock”, εκεί στα μισά των 80's... οι Joy Division υπήρξαν οι προπάτορες του.

Η μουσική είχε γίνει ξανά εσωστρεφής. Ο στιχουργός μπορούσε να εκφράζει όλα όσα νιώθει, όλες τις ανησυχίες του, το άγχος του, τη μαυρίλα που μπορεί να τον κατέκλυζε... Και ο ακροατής, με τη σειρά του, μπορούσε να ταυτιστεί. “Πρόκειται για ιδανικό δίσκο αν θέλεις να αυτοκτονήσεις”, είχε πει για το “Unknown Pleasures” ένας κριτικός της εποχής. Κι όμως, φαίνεται σε επίπεδο υπογείου ρεύματος, ήταν χιλιάδες εκείνοι που είχαν ανάγκη από τέτοια ακριβώς ακούσματα, ικανά να μιλήσουν στη ψυχή τους, σαν ένας φίλος από μακριά. Και όλα αυτά ενώ ξημέρωνε μια εποχή όπως η Δεκαετία του 80, περίφημη για την πολυχρωμία και την εξωστρέφεια της (αρκεί να θυμηθούμε τη δημοφιλή μουσική των 80's, τα ποπ χιτ, τα έξαλλα ντυσίματα, κλπ). Μα ακόμα και για την αισιοδοξία της. Ε λοιπόν, οι Joy Division και το μουσικό κίνημα που γέννησαν στάθηκαν στην αντίπερα όχθη αυτής της αισιοδοξίας... Για καλό ή για κακό.





Όσο αφορά το περίφημο εξώφυλλο του δίσκου, με τα χαρακτηριστικά αυτά του “ραδιοκύματα” (που μοιάζουν με βουνά)... Στη πορεία των χρόνων έγινε εμβληματικό και καταξιώθηκε ως ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά εξώφυλλα όλων των εποχών. Η μινιμαλιστική του αισθητική, αντανακλώντας πλήρως το ύφος της μουσικής, δημιούργησε σχολή. Για άλλη μια φορά, δεν ήταν οι Joy Division εκείνοι που έφεραν τον μινιμαλισμό στη μουσική (αρκεί να σκεφτούμε τους Pink Floyd, για παράδειγμα, ή άφθονες μπάντες από τον χώρο της γερμανικής Kraut Rock όπως τους Neu, που φαίνεται επηρέασαν τους Joy Division), ωστόσο οι Joy Division έσπρωξαν το μινιμαλιστικό ύφος ένα βήμα παραπέρα, καθιερώνοντας το σε μια εποχή που, στον χώρο της Punk και της ροκ γενικά, τα πάντα συνιστούσαν μια ατελείωτη επίδειξη.

Κλείνοντας το κείμενο, δε μπορώ παρά να αναρωτιέμαι... Τι θα έλεγε άραγε ο Ian Curtis αν έβλεπε το μέγεθος της επιρροής που έμελλε να ασκήσει; Ποιός ξέρει... Ίσως να συνέχιζε απλά να αποτυπώνει σε στίχους τα χνάρια της ψυχής του, μόνος, γραπώνοντας μια μοναδική ελπίδα, ζωγραφίζοντας εκείνο το τοπίο με τον συννεφιασμένο ουρανό και τη σκοτεινή λίμνη, το τοπίο που άφησε ανολοκλήρωτο.


A change of speed, a change of style.
A change of scene, with no regrets,
A chance to watch, admire the distance,
Still occupied, though you forget.
Different colours, different shades,
Over each mistakes were made.
I took the blame.
Directionless so plain to see,
A loaded gun won't set you free.
So you say.
We'll share a drink and step outside,
An angry voice and one who cried,
'We'll give you everything and more,
The strain's too much, can't take much more.'
I've walked on water, run through fire,
Can't seem to feel it anymore.
It was me, waiting for me,
Hoping for something more,
Me, seeing me this time,
Hoping for something else.




2 σχόλια:

  1. αγαπημενη μπαντα, κι αλλο ενα αλμπουμ-μονορουφι!
    πολυ καλο το αφιερωμα κουνελε! ειναι πραγματικα υπεροχο ποσο επικαιρα και φρεσκα ακουγονται ακομη καποια αλμπουμ!

    να προσθεσω κατι σχετικα με το εξωφυλλο, το οποιο οντως ειναι απο το πιο γνωστα στην ιστορια της μουσικης (που ισως το ξερεις βεβαια): η εικονογραφηση αυτη ειναι του Τολκιν και ουδεποτε πηραν αδεια να τη χρησιμοποιησουν οι Joy Division.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Και έλεγα τι μου θυμίζει αυτή η καμπυλοειδής γραμμή! Ευχαριστώ για το ίνφο, Γάτα!

      Διαγραφή

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...