expr:content='”” + data:blog.postImageUrl’ property='og:image'/>

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Lucille: Η Προσωπική Αφήγηση μιας Κιθάρας





Γεια σας. Ονομάζομαι Λουσίλ. Είμαι μια γυναίκα διαφορετική από τις άλλες – ή έτσι συνήθιζε να λέει ο βασιλιάς μου (όπως τον αποκαλούσα χαριτολογώντας). Κι εγώ τον πίστευα, λάμποντας ολόκληρη από περηφάνια. Τα λόγια που ακολουθούν συνιστούν την προσωπική μου εξομολόγηση. 

Χρειάστηκε μέρες για να κατορθώσω να αποτυπώσω γραπτώς εκείνα ακριβώς που αισθάνομαι – ξέρω πως άργησα, ξέρω πως ήδη έχουν ειπωθεί πολλά. Μα δεν είναι εύκολο να γράφεις όταν έχεις χάσει τον άνθρωπο που έδινε νόημα και χρώμα στη ζωή σου. Τον άνθρωπο που σε άγγιζε όπως κανείς άλλος δεν μπορούσε να σ’ αγγίξει. Τον άνθρωπο που ήξερε ποιες ήταν οι δυνάμεις και ποιες οι αδυναμίες σου – μα κατόρθωνε πάντα να δώσει διέξοδο στις πρώτες, ενθαρρύνοντας ό,τι καλύτερο υπήρχε μέσα σου. Τον άνθρωπο με τον οποίο σχηματίσαμε ένα αχτύπητο ταίρι για δεκαετίες ολόκληρες. Μισόν αιώνα. Τόσες αναμνήσεις.

Τον άνθρωπο που σου χάρισε το όνομά σου.

Μα τώρα δεν είναι πια εδώ. Ο βασιλιάς μου έφυγε. Εκείνος που με αγάπησε όσο καμία άλλη. “The Thrill is Gone”, όπως συνηθίζαμε να τραγουδάμε παρέα. Εκείνος με την ευθεία, μεστή σε συναίσθημα φωνή του. Κι εγώ με τους ήχους που ανέδυα, δονούμενη στα χέρια του, σκορπώντας ηλεκτρικές σπίθες απόλαυσης.






Θυμάμαι υπήρξαν στιγμές που έπιανε το μικρόφωνο, αντί για μένα. Τραγουδούσε χωρίς να έχει ανάγκη τη συνοδεία μου, τον ήχο της φωνής μου. Είχε κατά νου τον Ray Charles ή τον αγαπημένο του, Frank Sinatra. Ήθελε ίσως να τραγουδήσει σαν αυτούς. Πόσο ζήλευα! Πόσο με ενοχλούσε όταν με έκανε έτσι απερίφραστα στην άκρη! “Με χρειάζεσαι!”, του έλεγα. “Έχεις ανάγκη τη συνοδεία της φωνής μου, της δύναμης που εγώ μόνο μπορώ να σου παρέχω!”. Έτσι μουρμούριζα, η γκρινιάρα, κι αυτός γελούσε. “Αχ, Λουσίλ”, μου έλεγε. “Ήταν για ένα-δυο τραγούδια μόνο. Αφού ξέρεις πως εσύ είσαι το παν για μένα”. Μα εγώ έκανα μούτρα.

Μέχρι που με έπιανε ξανά, με εκείνο τον τόσο χαρακτηριστικό του τρόπο. Τ’ ακροδάχτυλα του εξερευνούσαν τρυφερά κάθε πτυχή της επιφάνειάς μου. Και, για δες, κάθε του άγγιγμα έκανε να ξεπροβάλλει ένα μικροσκοπικό βογγητό από μέσα μου. Πώς να περιγράψω καλύτερα αυτή την υπέροχη, τη μοναδική, την παραδεισένια αίσθηση; Με άγγιζε παρατεταμένα και τα βογγητά γίνονταν μακρόσυρτα, μετατρέπονταν σε νότες. Οι νότες σε μελωδίες. Η επικοινωνία μας ζωγράφιζε πεντάγραμμα. Δεν ήταν μουσική αυτό. Ήταν ο έρωτάς μας πάνω στη σκηνή.

Έτσι ένιωθα τουλάχιστον. Τον κοιτούσα για να διαπιστώσω αν αισθάνεται το ίδιο – στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη μια έκφραση άφατης αγαλλίασης. Ο βασιλιάς μου απολάμβανε κάθε στιγμή! Και έτσι τραγουδούσαμε παρέα. Και έτσι ζωγραφίζαμε με τα ηχοχρώματα του έρωτά μας, σκορπώντας αποχρώσεις μουσικής ηδονής. Και αν υπήρξαμε πολλές όλα αυτά τα χρόνια – στην ουσία ήμουν πάντα εγώ, η ίδια. Η Lucille. H γυναίκα για την οποία έγραψε μάλιστα ένα από τα διαχρονικότερα τραγούδια του.

Ήταν καταχείμωνο, θυμάμαι, του 1949. Δύσκολη εποχή για να’ ναι κάποιος μαύρος μουσικός – μα τι θα ήταν όλη η μουσική που ακούγεται σήμερα, αν δεν είχαν υπάρξει τα φτωχά εκείνα μαυράκια από τον αμερικάνικο Νότο, το Σικάγο ή τη Νέα Υόρκη, που αποφάσισαν να ακολουθήσουν τους δύσβατους δρόμους της καρδιάς τους. Τους δρόμους που χάραξαν τα Blues.






Τέτοιος ήταν και ο βασιλιάς μου. Δεν ήμασταν καιρό μαζί – ήταν ακόμα ένα νεαρό, σχεδόν αμούστακο παλικαράκι και εγώ δεν είχα ακόμα όνομα. Κρύα νύχτα, ο αέρας έπνιγε τις νότες μας. Μα στο μπαρ εκείνο του Arkansas υπήρχε κάποια ζεστασιά. Λίγο η μουσική, λίγο ο κόσμος – λίγο εκείνα τα βαρέλια με κηροζίνη, που έκαιγαν στο πλάι, σκορπώντας εκφοβιστικές σκιές πάνω στους τοίχους. Ήταν μια μυστήρια βραδιά, αν μη τι άλλο. Από εκείνες που αισθάνεσαι πως προμηνύουνε κακό.

Κάποια στιγμή ξέσπασε ο καβγάς – ο καβγάς που έμελλε να μεταμορφώσει τη ζωή μου. Δύο άντρες άρχισαν να λογομαχούν πολύ δυνατά και το θέμα της διαφωνίας τους ήταν… μια γυναίκα. Αχ. Πόσες φορές το έχουμε δει να γίνεται αυτό. Υπό διαφορετικές συνθήκες κανείς δεν θα έδινε σπουδαία σημασία – καβγάδες σε τέτοια μπαρ ξεσπούνε κάθε μέρα, μια παραπανίσια δόση από ουίσκι πολλές φορές αρκεί. Μα οι συγκεκριμένοι άντρες σύντομα πιάστηκαν στα χέρια. Κάποιοι τύποι προσπάθησαν να τους χωρίσουν, μα χωρίς αντίκρισμα. Θυμάμαι το πρόσωπο του βασιλιά μου, να κοιτάζει με απορία. Ήθελε απλά να παίξει μουσική. Μα τα πράγματα σύντομα χειροτέρεψαν.

Ένα από τα βαρέλια με την κηροζίνη έπεσε κάτω. Μεμιάς το πάτωμα φλογίστηκε, σκορπώντας μια εκτυφλωτική, τρομακτική λάμψη, όμοια με φωτιά της κόλασης. Το μπαρ είχε τυλιχτεί ολάκερο στις φλόγες! Όπως όπως προσπαθούσε ο κόσμος να βγει έξω, να σωθεί. Και εγώ παρατηρούσα με αγωνία από τη θέση μου, τα μάτια μου θολά, οι αισθήσεις μου κοκαλωμένες. Αλίμονο, δεν μπορούσα να κινηθώ! Ήμουν μια κιθάρα! Και ίδρωνα και έκαιγα και προσπαθούσα να φωνάξω “βοήθεια”, μα φωνή δεν έβγαινε. Αχ, και αν φώναζα, ποιος θα με άκουγε στην πυρακτωμένη αυτή κόλαση;






Οι φλόγες πλησίασαν το σώμα μου. Τις έβλεπα να ξετυλίγουν τα σιχαμερά, τα εφιαλτικά τους δάχτυλα πάνω στην καυτή μου επιφάνεια. Το τέλος πλησίαζε. Δεν ήθελα να γίνει έτσι, όχι, δεν ήθελα. Μα ποιος θέλει να πεθάνει – με οποιονδήποτε τρόπο.

Τότε ένα χέρι άρπαξε το μπράτσο μου. Με έσφιξε γερά, καθησυχαστικά. Μισοπαράλυτη, μισολιπόθυμη, έστρεψα το βλέμμα πάνω του, μέσα στη θολούρα. Ήταν εκείνος – ο βασιλιάς μου! Είχε έρθει πίσω να με σώσει!

Το μαγαζί έγινε στάχτη. Δύο άνθρωποι νεκροί. Και εμείς ήμασταν πια έξω, στο κρύο – την ασφάλεια. Έμαθα πως ο σωτήρας μου είχε βγει αρχικά απ’ το μαγαζί, μαζί με όλο τον κόσμο… μα έπειτα μπήκε πάλι μέσα, αναζητώντας με. Εμένα! Αψήφησε τον κίνδυνο και εισέβαλε στην καρδιά της κόλασης, επιθυμώντας να με βγάλει έξω αλώβητη. Εμένα… την πολυτιμότερή του. Ο κουτός… Ο κουτός…

Και όλα ξεκίνησαν από έναν καβγά για μια γυναίκα. Αξίζουμε λοιπόν τέτοια; Είναι τόση λοιπόν η χάρη μας; Μαντέψτε λοιπόν πως ονομαζόταν η γυναίκα αυτή, για την οποία χύθηκε αίμα και έπεσαν κορμιά…

Πολύ σωστά. Ονομαζόταν Λουσίλ.






Έτσι αποφάσισε λοιπόν και ο αφέντης μου να με ονομάσει Λουσίλ. Lucille. Σε ανάμνηση της βραδιάς εκείνης που με έσωσε, μου παραχώρησε το όνομα κάποιας άγνωστης γυναίκας. Το όνομα που δόξασε μαζί μου. Κι εγώ δεν μπορούσα παρά να ανταποδώσω. Έπρεπε να του προσφέρω ό,τι καλύτερο μπορούσα. Εκείνο για το οποίο γεννήθηκα, εκείνο για το οποίο κόντεψε να θυσιάσει τη ζωή του. Τη μελωδία μου, τις νότες μου, τη φωνή μου. Να βάλω τα δυνατά μου. Να δημιουργήσουμε μαζί κάτι που θα ξεπερνούσε τον χρόνο τον ίδιο, έναν ήχο, μια αίσθηση. Να σμιλέψουμε μελωδίες μιας μουσικής αθάνατης.

Έτσι κάναμε λοιπόν… Παρέα, οι δυο μας, δημιουργήσαμε. Για δεκαετίες και δεκαετίες. Εκτοξεύσαμε τα Blues σε μια άλλη διάσταση. Γίναμε σύμβολα της μουσικής αυτής. Και εκείνος, από Αγόρι των Blues (Blues Boy, aka B.B.), έγινε Βασιλιάς τους.

Ήταν ο δικός μου βασιλιάς. Ο μόνος που αγάπησα ποτέ. Και αν έχει πια φύγει, οι μελωδίες που συνθέσαμε μαζί ξέρω πως θα μείνουν. Τα Blues γεννήθηκαν για να είναι ωμά, αληθινά, αισθαντικά, ατόφια, γνήσια. Εσύ ήσουν που ανέδειξες όλα αυτά τα στοιχεία από μέσα μου. Σε ευχαριστώ, B.B. King.


Πάντα δική σου. Lucille



B.B. King. 1925-2015. Always a King of the Blues. 



2 σχόλια:

  1. Φίλε Κούνελε άλλο ένα ακόμα ιστορικό μουσικό θέμα, στο οποίο υποκλίνομαι για τη σοβαρότητά του και την βαρύτητά του. Ομολογώ δεν μπορώ να το παρακολουθήσω μουσικά γιατί δεν την έχω τέτοια ποιότητα στη μουσική υποδομή.
    Το έχω ξαναπεί για την εγκυκλοπαίδειά σου εδώ φίλε.
    Καλό βράδυ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...