expr:content='”” + data:blog.postImageUrl’ property='og:image'/>

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

"Να προσέχετε την Έλλα"... Μια Αληθινή Ιστορία από την Εποχή του Swing





Το κορίτσι




Δεν την έλεγες όμορφη. Η μύτη της πλακουτσωτή, τα χείλια της χοντρά και το κορμί της παχουλό. Το μαλλί της ατημέλητο, τα ρούχα της παραμελημένα. Σα να μην έφτανε αυτό, περιφερόταν ανήλικη στους δρόμους, μια κουκίδα στη σκιά των κτιρίων που την περιέβαλαν, καταμεσής του πλήθους που την αγνοούσε. Πρόσωπα σκυθρωπά, ξεθωριασμένα σα παλιές φωτογραφίες. Ήταν τα χρόνια της Κρίσης, μετά το ’29, και στους δρόμους της Νέας Υόρκης κανείς δεν ενδιαφέρονταν για μια μικρή, άστεγη νέγρα που είχε χάσει τους γονείς της.

Κάποιες φορές περνούσε έξω από μαγαζιά με ζωντανή μουσική. Έριχνε ματιές απ’ το παράθυρο και τα μάτια της αντανακλούσαν το φως απ’ τα σαξόφωνα – και τα παράνομα ποτά. Της άρεσε να τραγουδά – το τραγούδι υπήρξε η διέξοδός της, η σανίδα πάνω στην οποία έστεκε για να αποφύγει τον κατακλυσμό. Είχε μάλιστα κερδίσει και διακρίσεις, σε τοπικούς διαγωνισμούς, όταν ο κόσμος μαζευόταν και θαύμαζε τις φωνητικές ικανότητες της μάλλον άσχημης αυτής μικρής. Λίγοι γνώριζαν πως το ταλαντούχο αυτό κορίτσι – το όνομα της οποίας ήταν Ella – έπαιρνε το βραβείο και επέστρεφε στον δρόμο – στο σπίτι της.






Ένας μικρόσωμος ντράμερ



Τον καιρό εκείνον – βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’30 – το πιο καυτό όνομα ίσως στη νεοϋορκέζικη τζαζ σκηνή ήταν εκείνο του Chick Webb. Ντράμερ ο ίδιος και αρχηγός μιας από τις σημαντικότερες μπάντες των καιρών του, ο Τσικ ήταν ένας μικροκαμωμένος τυπάκος, μισή μερίδα κυριολεκτικά – μα γίγαντας των ντραμς, εντυπωσιάζοντας κόσμο και κοσμάκη με την επιδεξιότητα και την ταχύτητά του… 

Από πολλές απόψεις αυτός και το κορίτσι έμοιαζαν. Ήταν απόκληροι της φύσης, γεννημένοι χωρίς εντυπωσιακά εξωτερικά προσόντα, ριγμένοι σ’ έναν κόσμο που δεν πλάστηκε γι’ αυτούς. Μαύροι σ’ έναν κόσμο λευκών, καταμεσής της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης που είχε γνωρίσει ο κόσμος μέχρι τότε. Ο Τσικ ωστόσο ήταν διάσημος. Το κορίτσι ζούσε στους δρόμους.

Μα ο Τσικ είχε ένα σοβαρότατο πρόβλημα υγείας, που λίγοι μόνο γνώριζαν – υπέφερε από φυματίωση της σπονδυλικής του στήλης. Και η ασθένειά του χειροτέρευε, χρόνο με τον χρόνο.



Chick Webb


Και ο κόσμος συνέχιζε να κινείται, παρά την Κρίση. Ο ήλιος έβγαινε κάθε πρωί, ως συνήθως και τα πουλιά κελαηδούσαν – ως συνήθως – χαιρετώντας τον ήλιο που ξεπρόβαλε πίσω από τα καφεκόκκινα κτίρια της Νέας Υόρκης. Η τζαζ παρέμενε η πρώτη σε απήχηση μουσική της εποχής της και τα πλήθη αποζητούσαν μια διέξοδο από τις σκοτούρες και το άγχος, συρρέοντας μαζικά στα music hall και στον κινηματογράφο. 

Τότε ήταν που ο Τσικ Γουεμπ έβγαλε ανακοίνωση: η μπάντα του αποζητούσε μια γυναίκα στα φωνητικά. Ήταν μια πολύ σημαντική στιγμή – αρκεί να σκεφτούμε την απήχηση που είχε ο Τσικ στο μουσικόφιλο κοινό της εποχής. Μεταξύ άλλων υπήρξαν ξακουστές οι εμφανίσεις της μπάντας του στο περίφημο “Savoy” – ένα από τα θρυλικότερα μουσικά κέντρα των καιρών του και ένα από τα στέκια που έκτισαν τον μύθο της «εποχής της Τζαζ».





Οι δύο όψεις της κρίσης. Η Νέα Υόρκη στη διάρκεια της δεκαετίας του 30



Αναζητώντας μια φωνή



Ο Τσικ δεν είχε χρόνο ο ίδιος για να ψάξει τραγουδίστρια – η κατάσταση της υγείας του εξάλλου δεν προσφερόταν. Έστειλε λοιπόν τον τραγουδιστή του, Charles Linton, να κάνει τη δουλειά. «Βγες έξω και ψάξε», του είπε. «Ψάξε παντού, ακόμα και σε απίθανα μέρη. Μη ξεχνάς, θέλουμε νέα, φρέσκα ταλέντα». Όμως λίγο πριν ο Τσαρλς βγει από την πόρτα ο Τσικ του τόνισε «να είναι εμφανίσιμη, ε».

Έτσι ο Τσαρλς άρχισε την αναζήτησή του. Έψαξε εδώ, έψαξε εκεί, μα δεν έβρισκε κάποια κοπέλα που να τη θεωρεί πραγματικά άξια. Βγήκε λοιπόν στους δρόμους, βαδίζοντας στα βήματα των φτωχών και των ανέργων, των αναζητητών της νύχτας και των κοριτσιών που συχνάζουνε στα ερυθρόχρωμα σπίτια. Στους δρόμους ήταν που εντόπισε την Έλλα – ήταν τότε 18 χρονών. Η ίδια τον πλησίασε διστακτικά. «Άκουσα πως κέρδισες σε έναν σημαντικό διαγωνισμό τραγουδιού», της είπε. «Τι λες. Μπορείς να μου τραγουδήσεις κάτι;».

Η νύχτα γύρω άπλωνε το νεφελώδες πέπλο της. Τα φώτα στα γύρω σπίτια έκλειναν. Οι σκιές απλώνονταν στους δρόμους, υγρές σα πατημασιές γάτας. Η Έλλα ήταν διστακτική αρχικά, μα στη συνέχεια η φωνή της λύθηκε. Τραγούδησε και ο Τσαρλς έμεινε άφωνος. Τι φωνή κρυστάλλινη ήταν αυτή, που ως και τις σκιές γύρω απομάκρυνε! Τότε πρόσεξε τα βρώμικά της ρούχα, τα ατημέλητα μαλλιά – το φοβισμένο της χαμόγελο, ανίκανο να αφυπνίσει επιθυμίες, το ταπεινό της βλέμμα, ανίκανο να γοητεύσει.

«Έλα μαζί μου, κορίτσι. Απλά έλα μαζί μου», φαίνεται να της είπε. Και η Έλλα ακολούθησε, νιώθοντας πως δεν είχε τίποτα να χάσει.



To θρυλικό Savoy


Λίγο καιρό μετά ο Τσαρλς επέστρεψε. «Σου βρήκα τραγουδίστρια», είπε στον Τσικ και ο κοντός ντράμερ χαμογέλασε ικανοποιημένος. Μα σαν είδε την κοπέλα, απέμεινε με ανοιχτό το στόμα. Η Έλλα τον κοιτούσε και ένα δειλό χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στην έκφραση της. Μα η ζωγραφιά πρέπει να ήταν ενός μικρού παιδιού, μισοτελειωμένη και αδέξια. Τα ρούχα της εξέπνεαν τη μπόχα του δρόμου και των σκουπιδιών. Ο Τσικ πήρε γρήγορα στο μέσα δωμάτιο τον Τσαρλς και εκεί του έβαλε τις φωνές: «Τι είναι αυτό που βρήκες;! Σε στέλνω τόσες μέρες ν’ αναζητήσεις τραγουδίστρια για τη μπάντα και μου φέρνεις αυτήν εδώ; Αυτή δε βλέπεται, άνθρωπε μου!». Ο μάνατζερ της μπάντας είχε την ίδια άποψη: «Μα αυτή είναι άσχημη! Έχουμε το πιο καυτό όνομα της Νέας Υόρκης και θα παρουσιάζουμε μια τραγουδίστρια που θα έσπαγε τον καθρέπτη, αν κοιτούσε μέσα του; Εδώ είναι business, όχι φιλανθρωπία!»

Μα η Έλλα άκουγε τις φωνές τους και ας βρίσκονταν στο διπλανό δωμάτιο. Χωρίς να καταλαβαίνει όλα όσα λένε, ήξερε πως έλεγαν γι’ αυτήν. Και ήξερε πως αυτό καλό δεν ήταν. «Πίσω στους δρόμους πάλι…», φάνηκε να σκέφτεται.

Μα ο Τσαρλς επέμενε. «Δώστε της μια ευκαιρία τουλάχιστον! Μια ευκαιρία! Αλλιώς, μα την αλήθεια, θα υποβάλλω την παραίτησή μου!».

Αυτό δεν άρεσε καθόλου, ούτε στον Τσικ, ούτε στον μάνατζερ. Για την άσχημη αυτή μικρή δεν έδιναν δεκάρα. Μα ο Τσαρλς ήταν ο τραγουδιστής τους, φημισμένος και ικανός όσο ελάχιστοι. «Καλά λοιπόν», είπε ο μάνατζερ. «Θα την έχει την ευκαιρία. Ντύστε τη, φτιάχτε τη – όσο είναι δυνατό να φτιαχτεί κάτι τέτοιο – και σε δυο βδομάδες θα τραγουδήσει στη σκηνή, μαζί με τη μπάντα, στο Savoy. Aν πάει καλά και αν ο κόσμος τη γουστάρει – την κρατάμε. Αλλιώς έχει φύγει χωρίς δεύτερη σκέψη – και χωρίς πληρωμή φυσικά!».






Η προετοιμασία



Έτσι κι έγινε λοιπόν. Οι επόμενες δύο εβδομάδες έμελε να μείνουν στην ιστορία ως οι καθοριστικότερες ίσως της ζωής της – όντας εκείνο το επώδυνο, συχνά, διάστημα, που πολλοί ανάμεσά μας έχουμε περάσει, περιμένοντας να δώσουμε κάποιες εξετάσεις. Εντός δύο εβδομάδων έπρεπε να μεταμορφωθεί από τραγουδίστρια του περιθωρίου και του δρόμου σε κεντρική φιγούρα μιας μεγάλης μπάντας. «Ας είμαι τυχερή, αχ, ας είμαι τυχερή», σκεφτόταν η Έλλα. Ο Τσαρλς ανέλαβε να της εξασφαλίσει ένα μέρος για να μείνει. Δεν ήταν κάτι σπουδαίο, ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα δίπλα στο δικό του, μα τουλάχιστον είχε τον χώρο της και δεν έμενε στους δρόμους. Άρχισε πρόβες, σε καθημερινή βάση, πλάι στα μέλη της μπάντας. Εκείνοι συχνά την πείραζαν, για το παράξενο μαλλί και τα ατημέλητά της ρούχα. Μα στα πειράγματα τους υπήρχε μια νότα καλοσύνης – είχαν αρχίσει να συμπαθούν το καλόβολο αυτό κορίτσι, που χαμογελούσε χωρίς καμία γοητεία – μα το χαμόγελό της ήταν πάντα αυθεντικό.

Ο Τσικ με τη σειρά του την παρακολουθούσε σκεπτικός πίσω από το βουνό των ντραμς – ένας νάνος μπροστά από ένα θεόρατο φρούριο, έτσι φάνταζε στους άλλους. Μα σαν άρχιζε να παίζει και να δίνει τον ρυθμό, καθώς η μπάντα όλη ακολουθούσε, όλοι αναγνώριζαν πως ήταν αληθινά ένας ηγέτης. Κανένα φρούριο δεν εμπόδιζε αυτόν εδώ το νάνο, κανένα θεόρατο μουσικό βουνό. Η υγεία του μονάχα τον ταλαιπωρούσε και υπήρξαν στιγμές που οι πόνοι στην σπονδυλική του στήλη γίνονταν αφόρητοι. Μα αυτό αφορούσε τον ίδιο μόνο, άλλον κανέναν. Το παν ήταν η επιτυχία της μπάντας – και στη μουσική σημασία έχει να λειτουργείς συλλογικά. Αυτή υπήρξε εξάλλου η μαγεία της Τζαζ. Αυτοσχεδιάζεις, απελευθερώνεις πλήρως τη δημιουργική σου δύναμη – μα ταυτόχρονα εντάσσεσαι στο σύνολο και το υπηρετείς με τον ρυθμό σου, δίνοντας πάσα στους συμπαίχτες σου.








Η εξέταση




Η μεγάλη μέρα είχε πια έρθει. Το κοινό είχε κατακλύσει, το βράδυ εκείνο, το Savoy και περίμενε… Γνώριζαν πως η ξακουστή μπάντα του Τσικ Γουέμπ θα παρουσιάσει στη σκηνή μια νέα τραγουδίστρια. Ήταν όλοι τους περίεργοι.

Τα φώτα στράφηκαν στους πρωταγωνιστές – και στη σκηνή ξεπρόβαλλε η μπάντα. Μπροστά δέσποζε η φιγούρα της Έλλα. Μια μάλλον παχουλή, νεαρή νέγρα, ντυμένη προσεγμένα μα όχι ιδιαίτερα εμφανίσιμη. Η Έλλα χαμογελούσε, μα το χαμόγελο της ήταν αθώο και δειλό. Καμία σχέση με τον μαγνητισμό και τη γοητεία που θα ασκούσε τα επόμενα χρόνια η Billie Holiday. Εδώ είχαμε να κάνουμε με ένα απλό – υπερβολικά απλό – κορίτσι.

Τότε ο Τσικ σήμανε τον ρυθμό, ξεκινώντας να παίζει τα ντραμς. Ο ίδιος φαίνεται πίστευε πως η βραδιά εκείνη είχε κάτι μαγικό – και ένιωθε στην καλύτερη δυνατή φόρμα. «Πάμε παιδιά!», και ένας-ένας, το συγκρότημα ξεκίνησε. Τύμπανα, πιάνο, τρομπέτα, σαξόφωνο, τρομπόνια, κοντραμπάσο. Η μουσική ήταν πραγματικά ανεβαστική, ξεσηκωτική, προκαλώντας μια τρελή επιθυμία για χορό. Τον καιρό εκείνον δεν είχε καθιερωθεί ακόμα η λέξη που θα χαρακτήριζε αυτό το ανεβαστικό είδος της Τζαζ, μα πολύ σύντομα θα έφτανε στα χείλια όλου του κόσμου: Σουίνγκ.

Και τότε η Έλλα άρχισε να τραγουδά. Τραγούδησε γι’ αγάπη και για έρωτα, για χορό και για παιχνίδι. Η φωνή της αντηχούσε καθαρή σαν κρύσταλλο, αγνή σα πεντακάθαρο χιόνι. Ο κόσμος είχε μαγευτεί. Τα χειροκροτήματα άρχισαν να ξεσπούν σταδιακά – και όλο να πληθαίνουν. Η Έλλα ένιωσε πως το άγχος της σταδιακά υποχωρούσε και η αυτοπεποίθησή της όλο και μεγάλωνε. «Τους αρέσουν! Τα τραγούδια μου… τους αρέσουν!», σκέφτηκε χαρούμενη. Μα και κάθε ένας από τα μέλη της μπάντας αντανακλούσαν το συναίσθημα, νιώθοντας όλο και μεγαλύτερο ενθουσιασμό. Και πάνω απ’ όλους ο Τσικ – έχοντας γίνει πάλι Γίγαντας, πίσω από τα ντραμς του και με ένα χαμόγελο που του έφτανε μέχρι τα αυτιά.

Η Έλλα τα είχε καταφέρει. Είχε κερδίσει τη θέση της στη μπάντα.






Τα χρόνια της επιτυχίας



Τα επόμενα χρόνια η δημοτικότητα του Swing είχε φτάσει στο απόγειο της – οι μπάντες του Benny Goodman, του Glenn Miller, του Count Basie και του Duke Ellington ξεχώριζαν ανάμεσα στις δημοφιλέστερες των καιρών – μα εκείνη του Chic Webb παρέμενε μία από τις πλέον αγαπημένες του κοινού. Ήταν πολλοί και ικανοί οι ντράμερ της Τζαζ σκηνής της εποχής, βλέπετε, μα κανένας δεν είχε φτάσει το επίπεδο του μικροκαμωμένου Τσικ. Όσο αφορά την Έλλα; Χρόνο με τον χρόνο θα κέρδισε όλο και περισσότερες καρδιές. Τα τραγούδια της είχαν φτάσει να γίνονται μεγάλες επιτυχίες και ο κόσμος πραγματικά απολάμβανε αυτή τη γυναίκα που άκουγε απ’ τα ραδιόφωνα ή τα γραμμόφωνά του, με την πεντακάθαρη χροιά και το τεράστιο φωνητικό εύρος.

Όσο καιρό παρέμενε στη μπάντα, η Έλλα συνεχώς μάθαινε καινούργια πράγματα από τους μουσικούς, που είχαν γίνει πλέον φίλοι της. Περισσότερο φίλος όλων όμως ήταν ο Τσικ – ο ίδιος Τσικ που την είχε απορρίψει, την πρώτη φορά που τη συνάντησε. Μα δεν άργησε να καταλάβει πως εκείνος και η Έλλα ήταν πολύ περισσότερο όμοιοι, απ’ ότι νόμιζε αρχικά. Κανέναν απ’ τους δυο δεν είχε ευνοήσει η φύση, στον τομέα της εξωτερικής εμφάνισης. Μα τι χαρίσματα τους είχε δώσει όμως! Χαρίσματα που τόσοι άλλοι άνθρωποι θα ζήλευαν. Κανείς λοιπόν δεν καταλάβαινε την Έλλα περισσότερο από τον Τσικ – και φυσικά τον παλιόφιλο της, τον Τσαρλς, που έβλεπε πως η επιμονή του είχε τελικά κερδίσει. 






Κάποια μέρα ένας ανταγωνιστής του Τσικ – ο Jimmie Lunceford, αρχηγός μπάντας ο ίδιος, πρότεινε στην Έλλα να εγκαταλείψει τον Τσικ και το συγκρότημά του και να μετοικήσει σε αυτούς. Της πρόσφερε μάλιστα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό.

Ο Τσικ έγινε έξαλλος. Η Έλλα να αφήσει το συγκρότημα; - όχι δα! Έτσι λοιπόν της ανέβασε τον μισθό και η Έλλα παρέμεινε με τους παλιούς της φίλους, συνεχίζοντας να σημειώνει επιτυχίες. Και όποτε διάφοροι παράγοντες εξέφραζαν τον δισταγμό τους για την εμφάνισή της, ο Τσικ απαντούσε κατηγορηματικά και απερίφραστα: «Μη μένετε στην εμφάνιση! Ακούστε τη φωνή της! Τη φωνή της!»

Αποκορύφωμα της λαμπρής συνεργασίας τους ήταν ένα τραγούδι που έγραψε η ίδια η Έλλα – ήταν βασισμένο σε ένα παιδικό τραγουδάκι που συνήθιζε να λέει μικρή και πήγαινε κάπως έτσι: «a-tisket a-tasket, I lost my yellow basket…”. Ήταν πια άνοιξη του 1938. Το τραγούδι αυτό έμελλε να γίνει η μεγαλύτερη επιτυχία της μπάντας και ένα από τα κλασικότερα χιτ της εποχής του Swing. Ανάλαφρο, εύθυμο, αθώο και ευφάνταστο ταυτόχρονα – από εκείνα τα τραγούδια που καθρεπτίζουν μια εποχή που θέλησε να είναι αισιόδοξη, κόντρα στο πνεύμα των καιρών – και την σκληρή πραγματικότητα τους.







Γκρίζα σύννεφα και μια παράκληση



Γιατί η πραγματικότητα υπήρξε όντως σκληρή. Δεν ήταν μόνο τα σύννεφα του Πολέμου που μαζεύονταν – ήταν και τα προβλήματα υγείας που τόσα χρόνια βασάνιζαν τον μικροκαμωμένο Τσικ. Κάποια στιγμή το πρόβλημα της φυματίωσης του εντάθηκε σε βαθμό ακραίο – ο γιατρός του είπε πως επείγει χειρουργική επέμβαση… Ο Τσικ ξαφνικά δεν είχε άλλες επιλογές. Άφησε τη μπάντα (που συνέχιζε με τ’ όνομα του) και μαζί με αυτήν το αγαπημένο του σετ των ντραμς. Ίσως κάποια στιγμή να επέστρεφε, υγιής και δυνατός…

Μα η στιγμή αυτή ξαφνικά φάνταζε μακρινή, σαν κάποιο ομιχλώδες, άπιαστο όνειρο. Ήταν καλοκαίρι του ‘39 όταν ο Τσικ είδε τον φίλο του και μουσικό Teddy McRae.

«Αν συμβεί οτιδήποτε σε μένα…», του είπε. «Θέλω να προσέχετε την Έλλα».

«Μα τι είναι αυτά που λες;», του απάντησε ο Τέντυ. «Τίποτα δεν θα συμβεί».

Ο Τσικ όμως χαμογέλασε – το χαμόγελο του θύμιζε μικρού παιδιού. «Απλά να προσέχετε την Έλλα», είπε με νόημα.








Λίγο καιρό μετά ο Τσικ άφησε την τελευταία του πνοή. Η κηδεία του στην Βαλτιμόρη συγκέντρωσε τέτοια πλήθη κόσμου, που η αστυνομία αναγκάστηκε να διακόψει την κίνηση στους δρόμους. Είχαν πάει όλοι εκεί, προκειμένου να αποτίσουν έναν ύστατο χαιρετισμό στον μικροκαμωμένο αυτό γίγαντα – τον σημαντικότερο ντράμερ των καιρών του – μα πάνω απ’ όλα, στον άνθρωπο που άκουγε στο όνομα Τσικ Γουέμπ.

Ήταν εκεί και το συγκρότημά του. Ήταν εκεί και η Έλλα. Το κορίτσι που είχε κάποτε έρθει από τους δρόμους, προκειμένου να ενταχτεί στη μπάντα του – το κορίτσι που αρχικά απέρριψε, λόγω της εξωτερικής της εμφάνισης, μα τελικά έγινε η καλύτερη του φίλη. Ήταν εκεί, μπροστά στον κόσμο, που η Έλλα τραγούδησε ένα τραγούδι για τον Τσικ. Υπήρξε μία από τις κορυφαίες ερμηνείες της και όσοι την άκουσαν, τη μέρα εκείνη, θα εντυπωνόταν βαθιά στο νου και τη μνήμη τους. Ο τίτλος του τραγουδιού ήταν: “My Buddy

Αυτή υπήρξε η ιστορία του Τσικ Γουέμπ και της γυναίκας που καταξιώθηκε ως μία από τις σπουδαιότερες στην ιστορία της Τζαζ. Της Έλλα Φιτζέραλντ.


“Take care of Ella”…




2 σχόλια:

  1. Όπως πάντα ένα ακόμα εξαίρετο συγκροτημένο αφιέρωμα για έναν μύθο της τέχνης, τόσο μα τόσο σημαντικό για μας Κούνελε.
    Τι να πω....υποκλίνομαι φίλε

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Να' σαι καλά Γιάννη! Πραγματικά χαίρομαι που αυτή εδώ η μουσική φωλιά μου έχει βρει άξιους αναγνώστες. Να έχεις μια όμορφη μέρα φίλε.

      Διαγραφή

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...