Τα δάχτυλά μου αποσύρονται απ’ το πληκτρολόγιο και
χτυπούν ρυθμικά πάνω στο τραπέζι. Ταπ. Σκέφτομαι πως ένα χτύπημα σε μια
επιφάνεια, οπουδήποτε, είναι αρκετό για να παράγει κάποιον ήχο. Ταπ. Έναν απλό
ήχο που θα μπορούσε να σημαίνει χίλια πράγματα… Μα αν δύο χτυπήματα διαδέχονται το ένα το άλλο… τότε ο ήχος δημιουργεί ρυθμό. Ταπ-ταπ. Το ένα θα μπορούσε να
είναι απλά τυχαίο. Μα στα δύο παύει το τυχαίο. Στα δύο αρχίζει ο χορός.
Ταπ-ταπ. Ταπ-ταπ. Ρυθμός που επαναλαμβάνεται, όμοιος
με τους χτύπους της καρδιάς. Ταπ-ταπ. Ταπ-ταπ. Σαν ένα άγνωστο μήνυμα που
περιμένει ν’ αποκρυπτογραφηθεί. Μια ξεχασμένη γλώσσα που προσπαθείς ν’
αφουγκραστείς, ερχόμενη από τα άδυτα της συλλογικής μας μνήμης. Ταπ-ταπ.
Ταπ-ταπ. Τα δάχτυλά σου στο τραπέζι. Πλιτς-πλιτς. Οι σταγόνες που κυλούν από
μια βρύση. Ντουπ-ντουπ. Το πόδι σου που χτυπάει ρυθμικά στο πάτωμα. Ο αρχέγονος
παλμός. Η παλιότερη απ’ τις γλώσσες.
Ταπ-ταπ. Ταμ-ταραταμ-ταπ-ταραπαταπ. Η καρδιά σου
χτυπάει και μαζί της χτυπούν τύμπανα στη σκέψη σου. Ταξιδεύεις νοερά, πας πίσω
στο χρόνο. Ταμ-ταραταμ-ταπ-ταραπαταπ. Στο νου σου ξεπροβάλλουν θεόρατα δέντρα
και πυκνά δάση. Νομίζεις πως αντηχεί ο παλμός του δάσους, που είναι ταυτόχρονα
ο χτύπος της καρδιάς σου. Και ο ρυθμός γίνεται ολοένα και πιο χορευτικός – και
η καρδιά σου φτερουγίζει – και τα ταμπούρλα δυναμώνουν. Και νιώθεις – αν και
αδυνατείς να το εξηγήσεις – πως έχεις βρεθεί ξανά εδώ.
Ταμ-Ταμ-Ταραπαταπ. Το τοπίο γύρω σου μοιάζει με
κάποια αφρικανική ζούγκλα. Ένας πάνθηρας σε παρατηρεί κρυμμένος μες στα
φυλλώματα των δέντρων, η γούνα του γυαλιστερή, τα μάτια του εξακοντίζοντας
σπίθες φωτός στους θάμνους. Ταπ-ταπ-ταπ. Όλα μοιάζουν γνώριμα, η ζούγκλα
δείχνει τόσο οικεία. Ταμ-ταραταμ-ταπ-ταραπαταπ. Ο ρυθμός γίνεται ακανόνιστος ·
το πνεύμα σου παραδίδεται στο αρχέγονο διονυσιακό ένστικτο που περιέγραψε ο
Νίτσε. Γίνεσαι ένα με τα κύματα του ήχου, όπως αντηχούν στη φαντασία σου.
Τελικά είναι τα τύμπανα του δάσους εκείνα που χτυπούν; Ή μήπως είναι η φαντασία
σου;
Η ιστορία της Τζαζ δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινάει
εκεί που όλα ξεκίνησαν: στην ίδια την καρδιά της αφρικανικής ηπείρου. Εκεί που
κάποιοι πρόγονοί μας, κάποτε, εκατομμύρια χρόνια πριν, ανακάλυψαν τον αρχέγονο,
πρωτόγονο ρυθμό. Όταν αντήχησαν τα πρώτα κρουστά και σκόρπισαν πολύχρωμες
αχτίδες ήχου στα βάθη του απύθμενου δάσους. Τότε που γεννήθηκε η μουσική η
ίδια, όταν το απολλώνιο πνεύμα της Οργάνωσης και του Νόμου απουσίαζε και
δέσποζε ο Διόνυσος και η ατελείωτή του μέθη. Είναι τα ταμπούρλα της
μαμάς-Αφρικής εκείνα που ακούς… μα είναι επίσης ο παλμός της μητέρας σου, τον
καιρό που βρισκόσουν στην κοιλιά της – ο πρώτος ρυθμός που άκουσες ποτέ. Ο
χτύπος της καρδιάς…
Ο παλμός της μουσικής είναι οι ρίζες της ίδιας της
ζωής.
Έκσταση
στα βάθη της Νέας Ορλεάνης
Βρισκόμαστε στις αρχές του 19ου αιώνα –
περίπου δυο αιώνες πριν – και ένα ασυνήθιστο τελετουργικό έθιμο είχε αναβιώσει
στην Πλατεία Κονγκό (Congo
Square)
της Νέας Ορλεάνης. Τις Κυριακές οι σκλάβοι συναθροίζονταν και χόρευαν
εκστασιασμένοι σε κύκλους.
Υπό τους αδιάκοπους ήχους των κρουστών έστηναν έναν
ψηλό βωμό στο κέντρο της πλατείας, στην κορφή του οποίου ανέβαιναν
μεταμφιεσμένα δύο πρόσωπα: ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα ντυμένη στο κόκκινο
του αίματος. Μαζί τους δέσποζε η ιερή θεότητα που λάτρευαν: το όνομά της ήταν Damballa ή Da και είχε τη μορφή ενός πελώριου φιδιού.
Ο βασιλιάς και η βασίλισσα επικαλούνταν τη θεότητα και άρχιζαν να λικνίζονται,
να τρέμουν, να τινάσσονται, υπό τους ήχους των ταμπούρλων· σταδιακά το τρέμουλο
μετατρεπόταν σε σπασμούς, ενώ οι ήχοι των κρουστών δυνάμωναν. Τα πλήθη των
σκλάβων αφήνονταν να παρασυρθούν από το αόρατο κύμα. Τους έβλεπες να χορεύουν
σαν μανιακοί, να φωνάζουν, να σκίζουν τα ρούχα τους, να δαγκώνουν το δέρμα τους
– και ο ρυθμός δυνάμωνε, δυνάμωνε, άγγιζε τη διαπασών, και ο κόσμος χόρευε,
τρελαινόταν, έφτανε στην έκσταση, παραδινόταν στο απόλυτο.
Για τους λευκούς κατοίκους της πολιτείας και τους
χριστιανούς τέτοιοι χοροί ήταν συνώνυμοι με τη μαύρη μαγεία· το βουντού. Και
τους αντιμετώπιζαν με επιφύλαξη ή φόβο. Μα για τους σκλάβους – δεκάδες χιλιάδες
ανθρώπων που είχαν μεταφερθεί σε αλυσίδες απ’ την πατρίδα τους – οι
τελετουργικοί αυτοί χοροί συμβόλιζαν το αρχέγονο πνεύμα της χώρας τους. Και
συνιστούσαν μια μοναδική περίπτωση κατά την οποία μπορούσαν οι ίδιοι να
αισθάνονται ελεύθεροι – η έκσταση της μουσικής και του χορού τους έκανε για
λίγο να ξεχνάνε τη σκλαβιά τους.
Οι εβδομαδιαίες αυτές μαζώξεις στην Congo Square διήρκεσαν δεκαετίες – ως το 1885.
Και – πράγμα περίεργο – την ίδια εποχή που τα τελετουργικά σταμάτησαν, τον
καιρό που η σκλαβιά είχε επισήμως πια καταργηθεί, άρχισαν να ξεπηδούν οι
πρώτες, αρχέγονες τζαζ μπάντες. Να είναι άραγε σύμπτωση; Και αν αυτό είναι
σύμπτωση, τι θα λέγαμε άραγε για τη σημερινή ονομασία της πλατείας Κονγκό;
Η ίδια αυτή πλατεία, που δυο αιώνες πριν φιλοξενούσε
τις εκστατικές τελετές των σκλάβων, σήμερα ονομάζεται πλατεία Louis Armstrong.
Όσο αφορά τον ρυθμό των κρουστών, που πάντοτε
συνόδευε τις λατρευτικές εκείνες εκδηλώσεις; Ο ήχος τους σκορπούσε φόβο σε μια
μερίδα του λευκού πληθυσμού. Ήδη από την Εξέγερση του Stono του 1739, όταν οι σκλάβοι
ξεχύνονταν στην επίθεση υπό τους ήχους των τυμπάνων, τα κρουστά είχαν ταυτιστεί
με την “επικίνδυνη μαύρη μουσική”.
Μια μουσική απομακρυσμένη από τις εξευγενισμένες φόρμες της δυτικής λευκής
μουσικής, ταυτισμένη με τα κατώτερα ζωικά ένστικτα σύμφωνα με τους εχθρούς της
– και δεν ήταν λίγοι αυτοί οι εχθροί. Υπήρξαν την εποχή εκείνη άφθονες
θρησκευτικές οργανώσεις που προσπαθούσαν να μυήσουν τους μαύρους στην «καλή μουσική της Δύσης», ενώ
αμερικανικές πολιτείες όπως η South
Carolina
έφτασαν να απαγορεύουν εξ’ ολοκλήρου τη χρήση τυμπάνων και κρουστών.
Μα ήταν αδύνατο να ξεριζώσεις τη μουσική, δίχως να
βγάλεις την ίδια την καρδιά που χτυπάει. Εκείνο που αγνοούσαν οι πολέμιοι της
«μαύρης μουσικής» - οι ίδιοι άνθρωποι που αντιτάχθηκαν στις εξελικτικές θεωρίες
του Δαρβίνου και αρνούνταν να παραδεχτούν πως ο άνθρωπος συγγενεύει με τον
πίθηκο – ήταν πως τα ρυθμικά εκείνα τύμπανα συνιστούσαν την πηγή της ίδιας της
εξέλιξης. Πως αποτελούσαν ένα ανοιχτό παράθυρο στα άδυτα του χρόνου. Πως τα
πάντα ξεκίνησαν από τη Μαύρη Ήπειρο. Από την ίδια εκείνη Αφρική, τους κατοίκους
της οποίας έσερναν με βία στο Νέο Κόσμο, πουλώντας και αγοράζοντάς τους λες και
ήταν αντικείμενα. Και αν τους τρόμαζαν οι τελετουργίες του βουντού, αγνοούσαν
φαίνεται τον κατεξοχήν μαγικό ρόλο που έπαιζε η Τέχνη (άρα και η μουσική) στα
πρώτα βήματά της. Στο σύνολο των αρχαίων πολιτισμών, την Αίγυπτο, τη
Μεσοποταμία, τους γηγενείς της Αμερικής, τους πρώτους Ευρωπαίους… η τέχνη δεν
ήταν ποτέ «απλά» μια μορφή ψυχαγωγίας. Ο ρόλος της ήταν βαθιά λειτουργικός και
ταυτισμένος με τις βαθύτερες ανάγκες του ανθρώπου. Και ο παλμός της μουσικής
ήταν ένας παλμός μαγικός, απελευθερωτικός.
Ήταν ο ίδιος εκείνος παλμός που δονούσε την πλατεία
Κονγκό της Νέας Ορλεάνης. Ο μαγικός ρυθμός που ακόμα αντηχεί, κάπου βαθιά στη σκέψη
μας, εκεί που το παρελθόν σμίγει με το παρόν, ενώ αφήνονται στην αιώνια πλημμυρίδα του χρόνου…
Τα χαρακτηριστικά της αφρικανικής μουσικής παράδοσης
Ένα επισκεφτούμε σήμερα μια Εκκλησία των Βαπτιστών,
σε κάποια νότια πολιτεία των ΗΠΑ, ενδεχομένως εκπλαγούμε από το...
μουσικοχορευτικό θέαμα που επικρατεί κατά τη διάρκεια της λειτουργίας.
Θυμόμαστε όλοι χαρακτηριστικές σκηνές από αμερικανικά φιλμ, τα οποία
παρουσιάζουν πλήθη αφροαμερικανών που τραγουδούν και λικνίζονται ρυθμικά, υπό
τους ήχους του εκκλησιαστικού οργάνου, ψέλνοντας ύμνους στον Θεό. Πόσο
διαφορετική φαντάζει η ατμόσφαιρα συγκριτικά με το κατανυκτικό κλίμα της
δυτικής παράδοσης!
Ο λόγος για τα περίφημα “Spirituals”, από τα οποία έλκει
την καταγωγή της η μουσική Γκόσπελ (Gospel). Βασικό χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι η
παρουσία ενός ή περισσότερων κεντρικών προσώπων που τραγουδούν και η συνοδεία
του τραγουδιού, στίχο προς στίχο, από το πλήθος του κόσμου. Ουσιαστικά καταρρίπτεται η δυτική
διαφοροποίηση ανάμεσα στον “τραγουδιστή” και στο “κοινό” - αμφότεροι
συμμετέχουν στη γιορτή της μουσικής. Καθώς εξάλλου τα συλλογικά αυτά τραγούδια
ενέχουν λατρευτικό ρόλο, μας θυμίζουν τις πρακτικές των μουσικών-μάγων που
συναντήσαμε στην πλατεία του Κονγκό. Οι μεν λατρεύουν το μεγάλο θεό-φίδι και
εκστασιάζονται ομαδικά μέσω του χορού και των κρουστών... Οι δε λατρεύουν το
Θεό της χριστιανικής θρησκείας και εκστασιάζονται ομαδικά μέσω του κοινού
τραγουδιού και του εκκλησιαστικού οργάνου... Οι διαφορές τους δεν είναι παρά
επιφανειακές. Το βουντού συναντάει τον χριστιανισμό από την πίσω πόρτα και πάνε
μαζί για ένα καφέ.
Η συνοδεία του τραγουδιού, διαδοχικά στίχο προς
στίχο, από τα πλήθη των θεατών, ανήκει στη μεγάλη μουσική παράδοση του “Call And Response” - παράδοση που
χάνεται στα βάθη του χρόνου. Πρόκειται για μια γνήσια διαλεκτική διαδικασία:
ένας μουσικός παίζει μια νότα και κάποιος άλλος “απαντάει” με μια δική του.
Αντίστοιχα, ένας τραγουδιστής της Γκόσπελ απαγγέλλει έναν στίχο, στον οποίο
“απαντούν” με τη σειρά της η χορωδία, ή τα πλήθη των θεατών. Η πολυφωνία
δεσπόζει: ο καθένας συμμετέχει παρέχοντας μια “νότα” στο σύνολο, μια προσωπική
κατάθεση που σμίγει με εκείνες του πλήθος, δημιουργώντας ένα αρμονικό συλλογικό
μωσαϊκό.
Στο παραδοσιακό Call and Response καταργείται,
όπως είδαμε, η διάκριση ανάμεσα στους θεατές και τους μουσικούς, όπως
καταργείται ενίοτε η διάκριση ανάμεσα στη μουσική και το χορό: Οι πάντες
συμμετέχουν, με τις φωνές, τα μουσικά όργανα, ή με τα σώματά τους. Μια πολύ
μικρή, αταβιστική ίσως υπενθύμιση αυτού του στυλ μπορούμε να νιώσουμε ίσως στη
διάρκεια ορισμένων συναυλιών, όταν συνοδεύουμε ρυθμικά ένα τραγούδι με
παλαμάκια και τραγουδάμε όλοι μαζί... μα αυτό δεν είναι παρά ένα ίχνος, μια
μικρή αναφορά σε μια πολύ βαθύτερη παράδοση.
Η μουσική παύει να συνιστά “ανώτερη τέχνη” ή
ψυχαγωγία και μετατρέπεται σε μια γνήσια μορφή συλλογικής εργασίας. Συναντούμε
τον ίδιο διαχωρισμό εξάλλου και σε έργα εικαστικού χαρακτήρα: σύμφωνα με την
παράδοση της Δύσης, ο σωστός τρόπος να απολαύσεις έναν ζωγραφικό πίνακα είναι
να τον δεις από απόσταση. Μα σύμφωνα με την παράδοση άλλων πολιτισμών,
χρειάζεται να συμμετέχουν κι άλλες αισθήσεις, όπως η αφή – δεν αρκεί να βλέπεις
ένα έργο με τα μάτια σου.
Η παράδοση του Call and Response έλκει
μεν τις ρίζες της από την Αφρική (όπως κάθε μουσική), μα όντας μια παράδοση
λαϊκού χαρακτήρα, συναντούμε στοιχεία της και στο παρελθόν των δυτικών
κοινωνιών. Ήδη σε δυτικά εργατικά τραγούδια του 15ου αιώνα έχουν εντοπιστεί ανάλογα
μοτίβα – κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η συμμετοχική αυτή μουσική
παράδοση δεν τόσο συνιστά θέμα “φυλής” ή “εθνικότητας”, μα κοινωνικής τάξης.
Η συμμετοχή στη μουσική ταυτιζόταν με μια συλλογική μορφή απελευθέρωσης, ενείχε
δηλαδή καθαρτικό χαρακτήρα.
Οι σκλάβοι που μεταφέρονταν κατά χιλιάδες στις
αμερικανικές αποικίες έφεραν μαζί τους τις μουσικές παραδόσεις των χωρών τους.
Σκλάβοι όχι μόνο από την Αφρική, μα και από τα νησιά της Καραϊβικής (απ' όπου
έλκουν την καταγωγή τους αρκετές από τις πρακτικές του βουντού), άνθρωποι που
τραγουδούσαν και χόρευαν για να απαλύνουν τους πόνους της καθημερινότητας και
να δοξολογήσουν τους θεούς που λάτρευαν. Από τη μία υπήρχαν τα Spirituals – τα
πνευματικά/λατρευτικά τραγούδια και από την άλλη τα Εργατικά τραγούδια (Work Songs) – αναλογικά όμοια με εκείνα των
λαών της Δύσης. Και στα μεν και στα δε συναντούμε τη διαλεκτική και την
πολυφωνία του Call
and
Response.
Αμφότερα βρίσκονται στον πυρήνα εκείνου που, καιρό μετά, θα σχημάτιζε τη
μουσική Τζαζ.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της αφρικανικής μουσικής
παράδοσης εξάλλου ήταν η έμφαση στους ήχους, όχι στις νότες. Εδώ δεν υπήρχαν
παρτιτούρες, δεν συναντούσες γραπτή μουσική και υψηλές συμφωνίες. Τα πάντα
πήγαζαν απ' το συναίσθημα, από το αυθόρμητο συλλογικό παίξιμο. Κάποιες φορές τα
μουσικά όργανα έφταναν ως και να μιμηθούν την ανθρώπινη φωνή, παραδίδοντας
αξιοπερίεργους, ευφάνταστους ήχους.
Δύο είδη ρυθμού
Σύμφωνα με τον ιστορικό της Τζαζ Ted Giola, το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα
της αφρικανικής μουσικής παράδοσης είναι ο ρυθμός. Ο προεξάρχων ρυθμός, ο
ρυθμός που ποτέ δεν σταματά – όμοιος με τον παλμό της ζούγκλας που αναφέραμε
στην αρχή του κειμένου. Εκεί που η αδιάκοπη ροή των κρουστών σμίγει με τον
αέναο παλμό της καρδιάς.
Υπάρχει μια σχεδόν υπνωτιστική διάσταση στο ρυθμό. Ο
επαναλαμβανόμενος ήχος ενός μακρινού ταμπούρλου ενδεχομένως να σου επιφέρει μια
ευχάριστη υπνηλία – ιδανική για ένα μεσημεριανό υπνάκο. Δεν είναι τυχαίο
εξάλλου πως ο μονότονος ρυθμός είχε από παλιά ταυτιστεί τόσο με τα στρατιωτικά
εμβατήρια, όσο και με τις γαλέρες των σκλάβων. Ταμ-Ταμ-Ταμ. Εν-Δυο-Εν-Δυο.
Αυτός ο ρυθμός ήταν ενσωματωμένος από παλιά στις παραδόσεις των ισχυρών Κρατών,
εξυπηρετώντας τους σκοπούς τους, ιδανικός για την πειθάρχηση των μαζών. Και να
είστε βέβαιοι πως σε μια ολοκληρωτική οργουελική κοινωνία θα ηχούσαν από τους
ήχους των Μεγάφωνων μονότονοι ρυθμοί που επαναλαμβάνουν σταθερά: “Όλα-πάνε-καλά.
Όλα-πάνε-καλά”.
Μα αυτή δεν είναι παρά η μία μόνο όψη του ρυθμού.
Γιατί κάτω από τον υπνωτιστικό αυτό ρυθμό ξεχωρίζει και ένας άλλος –
σκοτεινότερος, βαθύτερος, δημιουργικός. Ήταν εκείνος που ο Νίτσε ταύτισε με τη διονυσιακή
μουσική παράδοση, την οποία συναντούμε σε πολιτισμούς όπως οι αρχαίοι
Θράκες: εκεί που ο χορός, η μουσική και το τραγούδι αποκαλύπτουν τα όρια της
φαινομενικότητας και το υπέροχο χάος που δεσπόζει κάτω απ' το περίτεχνο χαλί
της. Ο ρυθμός παύει πια να είναι επαναλαμβανόμενος και αρχίζει να αυτοσχεδιάζει.
Πλέον τα πάντα είναι πιθανά. Αυτός είναι ο ήχος της ελευθερίας. Ο ανεξέλεγκτος,
εκστατικός, δαιμονιακός χαρακτήρας της μουσικής.
Ήταν αυτός ανεξέλεγκτος ο ρυθμός που φόβιζε τους
συντηρητικούς – τον κόσμο που ταύτιζε τη μουσική με τις αρμονικές συνθέσεις της
Δύσης, αγνοώντας πως εκείνες δεν συνιστούν παρά τη μία μόνο όψη του νομίσματος.
Μα υπάρχει και μια άλλη μουσική. Ήταν η μουσική που δέσποζε στις αφρικανικές
ζούγκλες, τις αρχαίες λατρευτικές εκδηλώσεις και στους θρακικούς αγρούς. Ήταν η
μουσική υπό τους ήχους της οποίας εκστασιάζονταν οι σκλάβοι της πλατείας
Κονγκό. Ήταν η μουσική που εισέβαλε, θα ' λεγες ανόσια, στις Εκκλησίες των
Αφροαμερικανών. Ήταν μια μουσική αληθινά συλλογική, που επέτρεπε ωστόσο τον
προσωπικό αυτοσχεδιασμό.
Ήταν η μουσική που γέννησε τη Τζαζ.
Βαμμένα Μαύρα Πρόσωπα
Το παρόν αφιέρωμα θα ήταν
αδύνατο να γίνει δίχως φωτογραφίες – γενικά δίνω μεγάλη έμφαση στις εικόνες σε
όλα τα αφιερώματα που ανεβάζω και στην συγκεκριμένη υποενότητα είναι εύκολο να
καταλάβουμε γιατί. Ας κοιτάξουμε την ακόλουθη εικόνα. Πρόκειται για το εξώφυλλο
της καταγεγραμμένης μουσικής ενός μεγάλου χιτ της εποχής. Για την ακρίβεια
πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα χιτ του 19ου αιώνα,
χαρακτηριστικό του πνεύματος των καιρών και των γούστων του κοινού. Στην
προκειμένη περίπτωση η εικόνα μιλάει όσο χίλιες λέξεις – και ακόμα
περισσότερες.
Ο λόγος για το περίφημο “Jump Jim Crow” του 1828, ένα τραγούδι που συνοδευόταν απ’ τον
αντίστοιχο κωμικό χορό του και αποδιδόταν ζωντανά στα λεγόμενα Minstrel Show – τη διασημότερη μορφή μαζικής ψυχαγωγίας της εποχής
στις ΗΠΑ, ένα είδος λαϊκού θεάτρου που συνδύαζε κωμωδία, παντομίμα, χορό και
μουσική. Αν έπρεπε να κάνουμε μια αντιπαραβολή σε επίπεδο μαζικής απήχησης, τα Minstrel Show είχαν τη σημασία που έχουν στις μέρες μας τα κλαμπ
και ο κινηματογράφος μαζί. Και ο έρμος ο Jim Crow ήταν μια καρικατούρα των μαύρων της εποχής, ένας
ταλαίπωρος παλιάτσος, σκοπός του οποίου ήταν η ψυχαγωγία του κοινού.
Ταλαίπωρε Τζιμ! Ακόμα και
ο Τζιμ στο θρυλικό «Χάκλμπερι Φιν» του Μαρκ Τουέιν ήταν περισσότερο τυχερός από
σένα! Γιατί εκείνος ήταν ένας σκλάβος που επιχείρησε να σπάσει τα δεσμά –
προκατειλημμένος, αμόρφωτος, άθελά του κωμικός… μα αληθινός, όσο αληθινός μπορεί
να είναι ο χαρακτήρας ενός βιβλίου. Ενώ εσύ, Τζιμ του θεάτρου, δεν ήσουν παρά
μια καρικατούρα. Μια κακή απομίμηση, οικοδομημένη πάνω στα στερεότυπα που
έτρεφαν για σένα οι λευκοί. Οι ίδιοι λευκοί που σου φόρεσαν αλυσίδες και έπειτα
γέλασαν με τα καμώματά σου, όπως θα γελούσαν με ένα σκυλί που χοροπηδάει στο
λουρί του.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του
αιώνα, βλέπετε, ο ρόλος του «Τζιμ Κρόου» πάνω στη σκηνή αποδιδόταν όχι από
μαύρους ηθοποιούς… μα από λευκούς, βαμμένους με μαύρη μπογιά. Μια παράδοση που
έφτασε ως και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και ίχνη της
οποίας βλέπουμε μέχρι και σε κινηματογραφικές επιτυχίες των καιρών, όπως ο
περίφημος «Τραγουδιστής της Τζαζ» - η
πρώτη ομιλούσα ταινία, με τον Αλ Τζόλσον να υποδύεται ένα μαύρο έχοντας βάψει
το πρόσωπό του και διατηρώντας εκείνο το πλατύ, κωμικό χαμόγελο του κλόουν.
Το λευκό κοινό
αντιμετωπίζοντας τους μαύρους ως στερεότυπα (όπως επίσης τους Κινέζους, τους
Ιάπωνες, τους Εβραίους, τους αυτόχθονες Αμερικάνους και τόσους άλλους λαούς),
απάλυνε τις ενοχές για την κακομεταχείρισή τους και για την έλλειψη ισότητας
και ενίσχυε την ψευδαίσθηση της «εκλεκτής ράτσας», σε μια εποχή ιμπεριαλιστικής
επιβολής. Ακόμα και όταν είχε καταργηθεί επισήμως η σκλαβιά, οι διακρίσεις
παρέμεναν – το αποτύπωμα δεν φεύγει, βλέπετε, αν αφαιρέσετε ένα στρώμα μπογιάς.
Χρειάζεται να σκάψεις κάτω βαθιά, να φτάσεις ως τις ρίζες, για να εξαλείψεις
την ψυχολογική κατηγοριοποίηση, τη ρίζα κάθε ρατσισμού. Και όπως θα
διαπιστώσουμε στις συνέχειες του αφιερώματός μας, η ιστορία τόσο της Τζαζ όσο
και της συνολικής μουσικής του 20ου αιώνα φέρει βαθιά μέσα της αυτό
το αποτύπωμα.
Το ίδιο αποτύπωμα που
παρουσιάζει αυτόν τον κακομοίρη, αστείο ανθρωπάκο να χορεύει, ένα λευκό με το
πρόσωπό του βαμμένο μαύρο. Η μορφή του «Τζιμ Κρόου» είναι χαραγμένη στη
συλλογική μνήμη της μοντέρνας εποχής, σαν μια ουλή που θυμίζει τραύματα παλιά.
Κι ενώ οι σκλάβοι χόρευαν
υπό τους ήχους μιας αληθινά δημιουργικής μουσικής έκφρασης… οι λευκοί
απομιμούνταν τους μαύρους σε καρικατούρες στερεότυπα, σκορπώντας γύρω τους το
γέλιο. Εν τέλει και οι δύο αυτές εκφράσεις θα συγχωνεύονταν η μία με την άλλη –
η μαζική ψυχαγωγία του 20ου αιώνα θα έφερε ίχνη των μεν, όσο και των
δε. Γιατί κάποιες φορές το έδαφος πάνω στο οποίο χορεύουμε κροταλίζει με ήχους
από κόκαλα.
Μα ο ρατσισμός πάντα λέει
περισσότερα για εκείνον που στρέφει το δάχτυλο… παρά για το υποκείμενο της
χλεύης του.
Ragtime
– Η μουσική της νέας εποχής
Εν αρχή ην το Ράγκταϊμ. Το
μεγάλο βιβλίο της Τζαζ θα μπορούσε κάλλιστα να ξεκινάει με αυτήν εδώ τη φράση. Το
ίδιο θα μπορούσε να αρχίζει το μεγάλο βιβλίο της Μουσικής του 20ου
Αιώνα. Και η λέξη “RAGTIME” θα ήταν γραμμένη με
περίτεχνα, χρυσά γράμματα στην πρώτη σελίδα του πρώτου κεφαλαίου, αποτυπωμένη
πάνω σε μια πινακίδα σαν εκείνες που είχαν τα σαλούν: ξύλινη, με κάποιες τρύπες
από πιστολιές απάνω.
Ήταν μια χαρούμενη,
ξέφρενη, τρελή μουσική. Μια μουσική που αντανακλούσε την εποχή της Μπελ Επόκ
αλα Αμερικάνα, το αισιόδοξο πνεύμα ανάμεσα σε δύο αιώνες – όταν ο 19ος
αιώνας παρέδιδε με χασμουρητό τη σκυτάλη στο νεογέννητο Εικοστό, ένα ατίθασο
βρέφος με τσαμπουκαλεμένη διάθεση και όρεξη για καμβά. Ω, ήταν μια τρελή εποχή
αναμφισβήτητα – και δεν υπάρχει μουσική που να φανερώνει περισσότερο το πνεύμα
της πέρα από το Ράγκταϊμ!
Ήταν επίσης μια μουσική
των μαύρων. Εξ’ ολοκλήρου δημιούργημα της μουσικής κουλτούρας τους, το Ράγκταϊμ
συνιστούσε την πρώτη μορφή δημοφιλούς μαύρης μουσικής· στους ανέμελους ρυθμούς
του χόρεψαν για πρώτη φορά από κοινού μαύροι και λευκοί μαζί· για πρώτη φορά
μια μορφή τέχνης του αφροαμερικανικού πληθυσμού εξαπλώθηκε και κατέκτησε τα
πλήθη των λευκών. Οι καιροί άλλαζαν… και οι παρωδίες του «Τζιμ Κρόου» έβλεπαν
πως οι νεότερες εποχές δεν τους χωράνε πλέον. Θα χρειάζονταν πολλές δεκαετίες
ακόμα· μα η αρχή είχε γίνει.
Επιφανειακά πάντως, το
Ράγκταϊμ έφερε μέσα του το πνεύμα των παλαιών Minstrel Show. Τα
τελευταία, σε τελική ανάλυση, δεν ήταν παρά μια μορφή της εύθυμης φολκ (λαϊκής)
μουσικής της εποχής – το Ράγκταϊμ δεν ήταν παρά μια ακόμα έκφανση αυτής της
ίδιας μουσικής φολκ. Μόνο που τώρα δεν υπήρχε καμία παντομίμα, καμία απομίμηση,
καμία παρωδία – το προιόν ήταν αυθεντικό.
Ήταν μια μουσική που
ταυτίστηκε, κατά κύριο λόγο με το πιάνο, σε μια περίοδο που το πιάνο συνιστούσε
βασικό έπιπλο κάθε νοικοκυριού της προκοπής, οποιασδήποτε κοινωνικής τάξης·
κάθε σπίτι είχε πιάνο, όπως σήμερα κάθε σπίτι έχει ηλεκτρική κουζίνα ή ψυγείο.
Το μέσο μερικές φορές μας λέει περισσότερα από το μήνυμα που φέρει· και το
κατεξοχήν μουσικό μέσο των καιρών ήταν το πιάνο, στις ανάλαφρες νότες του
οποίου λικνίζονταν από κοινού μαύροι και λευκοί, πλούσιοι και φτωχοί, άρχοντες
κι αλήτες. Στην πορεία το Ragtime επεκτάθηκε σε μπάντες με έγχορδα και σε ορχήστρες με
χάλκινα – μα το πιάνο παρέμενε πάντα ο ακρογωνιαίος λίθος του.
Για πρώτη φορά ρυθμοί ragtime έκαναν
την εμφάνισή τους κάπου στα μισά του 19ου αιώνα. Το πρώτο ωστόσο
καταγεγραμμένο Rag (η συντομογραφία της μουσικής) ήταν το “Mississipi Rag” του William Krell, εν έτει 1897. Τα επόμενα χρόνια έφεραν κυριολεκτικά έναν κατακλυσμό από
τραγούδια αυτού του είδους. Διασημότερος όλων των μουσικών ήταν ο Scott Joplin – ο προπάππους της Τζαζ, θα μπορούσαμε να πούμε. Ο Τζόπλιν ήταν ένας
οραματιστής πέρα από την εποχή του, κάτι που φυσικά είχε το τίμημά του, σε
καιρούς που ο μέσος λευκός αντιμετώπιζε τους μαύρους ως κάτι ανάμεσα σε
παλιάτσο, σκύλο και εγκληματία.
Ο πατέρας του Τζόπλιν
υπήρξε πρώην σκλάβος και έπαιζε βιολί· η μητέρα του έπαιζε το μπάντζο. Γονείς
που έφεραν τη μουσική στις φλέβες τους. Ο ήχος του μπάντζου έμελλε να επηρεάσει
καθοριστικά το νεαρό Σκοτ – ο ιδιαίτερος συγκοπτόμενος ρυθμός του στάθηκε
βασικός προκάτοχος εκείνου που αργότερα, θα συνιστούσε τον πυρήνα της Τζαζ.
Ήταν 1897 όταν ο Τζόπλιν
έγραψε το “Maple Leaf Rag”. Τρία
χρόνια μετά, εν έτει 1900, το συγκεκριμένο κομμάτι πιάνου έγινε η μεγαλύτερη
επιτυχία των καιρών του: για πρώτη φορά στα χρονικά ένα κομμάτι καταγεγραμμένης
μουσικής (sheet music) έφτανε να πουλήσει πάνω από ένα εκατομμύριο
αντίτυπα! Και ο πυρετός του Ragtime εξαπλωνόταν στα χαρούμενα πλήθη, που ανάσαιναν τον
αέρα μιας νέας εποχής. Ήταν ο ρυθμός των σκλάβων που είχαν πια αποτινάξει τις
αλυσίδες τους· η πνοή του ανέμου στα μαλλιά τους.
Βασικό χαρακτηριστικό
γνώρισμα του Ράγκταϊμ, πέρα από τον εύθυμο, ζωηρό τόνο του, ήταν ο συγκοπτόμενος
ρυθμός – η λέξη στα αγγλικά είναι “syncopation”. Αφορά τις απρόοπτες, μη προβλέψιμες αλλαγές σ’ ένα κομμάτι – και οι
ρίζες του φτάνουν στα βάθη της αφρικανικής μουσικής παράδοσης, για την οποία,
όπως είπαμε, το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού υπήρξε αναπόσπαστο τμήμα. Τα
κομμάτια του ράγκταϊμ δεν εμπεριείχαν αυτοσχεδιασμό – ήταν όλα καταγεγραμμένα,
όπως είναι γραμμένο ένα κομμάτι συμφωνικής μουσικής· ωστόσο ο συγκοπτόμενος
ρυθμός τους άφηνε ένα παράθυρο ανοιχτό. Ένα παράθυρο που αργότερα θα άνοιγε
στην πελώρια, ανεξάντλητη λεωφόρο της Τζαζ.
Και ο πυρετός της νέας
μουσικής κυρίευσε τα πλήθη. Ασφαλώς οι νεότερες αυτές τάσεις δεν άρεσαν σε
όλους· δεν ήταν λίγες οι αντιδράσεις απέναντι σε αυτή τη «μόδα», ερχόμενες
κυρίως από τους συντηρητικούς της εποχής – τους ίδιους που δεν είχαν κανένα
απολύτως παράπονο από τις παρωδίες των minstrel show και από τα στερεότυπά τους. Ιδού πως περιέγραφε το
Ράγκταϊμ εφημερίδα της εποχής: «Ασθένεια
σαν τη λέπρα, ή απλά άλλη μια έκφραση του παρηκμασμένου μας πολιτισμού; Σα
λυσσασμένο σκυλί… ο χρόνος θα δείξει».
Όσο αφορά τον Scott Joplin, τον σημαντικότερο εκφραστή του είδους, οι καιροί στάθηκαν ανάξιοι των
προσδοκιών του. Σκοπός του ήταν να προχωρήσει πέρα από τη μοντέρνα μουσική και
το πιάνο, πέρα από τους αφροαμερικανικούς ήχους – επιθυμούσε να παντρέψει το
παλιό με το καινούργιο, το αμερικανικό με το ευρωπαϊκό. Μελετούσε κλασική
μουσική και συνέθεσε δυο όπερες και ένα μπαλέτο – συνδυάζοντας τους νεότερους
με τους παλιότερους ρυθμούς, φανερώνοντας στον κόσμο πως η μουσική επιμειξία
δεν συνιστά το τέλος της μουσικής – μα το μοναδικό τρόπο να εξελιχθεί, να
προκύψει κάτι καινούργιο μέσα από το πάντρεμα των παλιών. Αλίμονο – ο κόσμος
ήταν υπερβολικά προκατειλημμένος τότε για να ανεχτεί τέτοιες πρωτοποριακές
τάσεις. Τα μεγαλεπίβολα αυτά έργα του Τζόπλιν δεν γνώρισαν επιτυχία στον καιρό
τους – και έπρεπε να περάσουν πολλές δεκαετίες και να φτάσουμε ως τη δεκαετία
του 70, για να θυμηθούν οι νεότερες γενιές τον Τζόπλιν και να αναγνωρίσουν το
έργο του.
“NOTE: Do not play this
piece fast. Is is never right to play ragtime fast”. Ήταν η φράση με την οποία συνόδευε ο Τζόπλιν τα
περισσότερα από τα δημοσιευμένα κομμάτια του. Γιατί κάποιες φορές το γρήγορο
δεν είναι το καλύτερο, όπως δεν είναι πάντα σωστότερες οι πρώτες εντυπώσεις και
όπως δεν είναι πάντα ομορφότερη η τέλεια ομορφιά.
Χορεύοντας στο Μέτωπο
Κάποιες φορές οι
ωραιότεροι χοροί είναι εκείνοι που χορεύονται στην άκρη του γκρεμού· τα γλυκύτερα φιλιά εκείνα που δίνονται καταμεσής της κρίσης· και τα ομορφότερα
σμιξίματα εκείνα που γίνονται εντελώς ανέλπιδα, λαχταριστά και παράταιρα σαν
τρούφα που σκορπίζει στον κατακλυσμό.
Ο νέος αιώνας είχε έρθει
και σύντομα έδειξε τα δόντια του. Ο κόσμος ξεχύθηκε ενθουσιασμένος στη λαίλαπα
ενός πολέμου, του μεγαλύτερου που είχε γνωρίσει ο κόσμος μέχρι τότε, κουφός στο
τραγούδι των Σειρήνων, μικρός μέσα στη μεγαλομανία του. Κι όμως, ακόμα και στο
Μέτωπο, δεν έπαυε να χορεύει. Για λίγες έστω στιγμές ξέφευγε απ’ το μονότονο
στρατιωτικό του βάδισμα και έπιανε ρυθμούς που θύμιζαν τις γλύκες τις ειρηνικής
ζωής – γλύκες που φάνταζαν ξαφνικά τόσο μακρινές και ποθητές, καταμεσής των
βρωμισμένων χαρακωμάτων.
Ήταν 1917 όταν μπήκε η
Αμερική στον πόλεμο – και μαζί με αυτήν ένας μαύρος μουσικός, ο οποίος
συμμετείχε στη στρατιωτική ορχήστρα της πατρίδας του. Ο λόγος για τον James Reese Europe, η μπάντα του οποίου, οι “Hellfighters”, ήταν ταυτόχρονα μουσικοί και μαχητές,
ξεχωρίζοντας για τη γενναιότητά τους στο καταματωμένο γαλλικό μέτωπο. Η μουσική
της μπάντας του Europe ήταν ράγκταϊμ σε ορχηστρική μορφή. Δεν ήταν λίγες οι
“Ragtime Orchestras” τα χρόνια εκείνα της δεκαετίας του 10. Και μέσω της μετάβασής τους στην
αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, γνώρισαν για πρώτη φορά οι Ευρωπαίοι τη νέα αυτή
μουσική. Μια μουσική που σε πολλά σημεία θύμιζε τη νεογέννητη τότε, Τζαζ. Μα ο
όρος «Τζαζ» ακόμα δεν είχε καθιερωθεί ακόμα στις συνειδήσεις του κοινού – και η
μουσική, με τη σειρά της, δεν είχε απελευθερωθεί οσο χρειαζόταν. Η λέξη κλειδί
ακόμα ήταν Ράγκταϊμ. Λέξη φωτιά, σαν τις φωτιές που εκτινάσσονταν στον
μπαρουτοκαπνισμένο αέρα του μετώπου.
Δυστυχώς ο James Europe δεν έμελλε να ζήσει για πολύ. Δεν σκοτώθηκε στον
πόλεμο, μα από μαχαιριά ενός αντίζηλου – γλίτωσε από τις τίγρεις για να τον
φάνε οι κοριοί, για να θυμηθούμε και τον Μπρεχτ. Η κηδεία του ωστόσο υπήρξε
γεγονός πρωτοφανές για τα χρονικά της εποχής – για πρώτη φορά σε κηδεία μαύρου
(και μάλιστα, ενός μουσικού) συγκεντρώθηκαν χιλιάδες κόσμου, επιθυμώντας να
αποτίσουν ένα μικρό φόρο τιμής στο μουσικό που σκόρπισε τις νότες του στην
αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Ασφαλώς αν δεν είχε πολεμήσει ο Europe στο
Μέτωπο λίγοι θα ασχολούνταν, καθώς βλέπετε πρέπει να θυσιαστείς για έναν σκοπό
για να σε εκτιμήσουν τα πλήθη αν είσαι μαύρος – να παράγεις μοναδική μουσική
από μόνη της δεν είναι αρκετό. Μα ήταν και αυτό ένα βήμα, αν μη τι άλλο.
Μεταξύ άλλων, η Ορχήστρα
του James Europe εκτελούσε
μία σύνθεση του W.C. Handy (για τον
οποίο θα μιλήσουμε περισσότερο στη συνέχεια), που ονομαζόταν “Memphis Blues”. Το συγκεκριμένο κομμάτι στις ΗΠΑ χορευόταν στους ρυθμούς ενός
πρωτοεμφανιζόμενου χορού, με την ονομασία “Fox Trot”. Το Φοξ
Τροτ ήταν ένας χορός ανάλαφρος σαν αέρας που φυσά σε ποδόγυρο γυναίκας. Ήταν η
ίδια εποχή που κατέφτανε απ’ την Αργεντινή το Τάνγκο, ξεσηκώνοντας τον κόσμο με
το βαθύ ερωτισμό του. Οι χοροί άλλαζαν, οι καιροί άλλαζαν και μαζί με αυτούς οι
μουσικές. Τα βαλς και οι πόλκες του παλιού καιρού σύντομα έμελλε να
αντικατασταθούν από τις νέες τάσεις, όπως έμελλε να αντικατασταθούν οι κορσέδες
απ’ τα ριχτά φορέματα, οι παραδοσιακές τέχνες απ’ τις τέχνες του μοντερνισμού,
η βικτωριανή ηθική απ’ την ξέφρενη παράδοση στις απολαύσεις.
Κι ενώ ο Μεγάλος Πόλεμος
τελείωνε και ο κόσμος συναρμολογούσε τα κομμάτια του…
Damn Right I Got
The Blues
Το Ράγκταϊμ ήταν μια
μουσική εύθυμη και ανάλαφρη. Τα Spirituals υπήρξαν μουσικές δοξολογίες. Τα εργατικά τραγούδια
μια μορφή αποδοχής του πεπρωμένου. Τα θεατρικά Minstrel Shows χοντροκομμένες σάτιρες μαζικής αποδοχής. Η συμφωνική ευρωπαϊκή μουσική
μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις τάξεις. Τα στρατιωτικά εμβατήρια
προσδεδεμένα στον σκοπό του πολέμου. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλες οι
μουσικές που κυριαρχούσαν στον 19ο και στις αρχές του Εικοστού αιώνα
επιβεβαίωναν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τους καιρούς τους· πήγαιναν με το
κύμα· έλεγαν σε όλα Ναι.
Μα καταμεσής όλων αυτών
των μουσικών της μοίρας, είχε κάνει την εμφάνισή του ένα νέο μουσικό είδος.
Σκόπιμα ατημέλητο, άγριο στη μορφή, ωμό στην έκφραση. Εκεί που οι άλλοι έλεγαν
σε όλα Ναι, εκείνο ύψωνε ένα μεσαίο δάχτυλο μακρύ σαν μια κιθάρα. Αγαπούσε το
ποτό και τη ζωή του δρόμου. Ήθελε ν’ αρέσει στις γυναίκες, μα κατά βάθος ήταν
βαθιά μοναχικό. Και εξέφραζε τον πόνο του με νότες, τον καημό του με στίχους.
Και τα λόγια του δεν εξωράιζαν την πραγματικότητα – παρά την αποκάλυπταν ως
είναι, ξεγυμνωμένη και υγρή κάτω από τα υποκριτικά της πανωφόρια.
Ήταν το ανόσιο αδερφάκι
των Spirituals και ο απελευθερωμένος ξάδερφος των καθυποταγμένων
Εργατικών Τραγουδιών. Ήταν η αυθεντικότερη λαϊκή μουσική των μαύρων της γενιάς
του, που έφτυνε στα μούτρα τα στερεότυπα των λευκών παραμυθάδων. Και έμοιαζε με
κάποιο ρεαλιστικό πίνακα ζωγραφικής, κάποιο έργο του Κουρμπέ ή του Μιγέ, από
εκείνα που παρουσίαζαν την πραγματικότητα στην αληθινή της διάσταση,
φανερώνοντας τον αγώνα και τον πόνο των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων.
Και το όνομά του ήταν Blues. Η μουσική που έκανε συμφωνία με τον Διάβολο και
έσπειρε γύρω της τους σπόρους τους παραδείσου. Τους σπόρους της μουσικής του 20ου
αιώνα, οι ρίζες της οποίας βρίσκονται κάπου στα βάθη του Μισσισσιππή,
αγκυλωμένες στις πλάτες μιας περιπλανώμενης κιθάρας.
Όλες οι μουσικές που
αναφέραμε ως τώρα συνέβαλαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στη δημιουργία της
Τζαζ. Μα η σούπα χρειαζόταν ένα ακόμα βασικό συστατικό, προκειμένου να
αποκτήσει τη νοστιμάδα της – και αυτό ήταν τα Μπλουζ.
Οι ρίζες τους χάνονται
κάπου στα βάθη του 19ου αιωνα – άγνωστο πότε ακριβώς ξεκίνησαν, καθώς
τότε, βλέπετε, δεν υπήρχαν ηχογραφημένες μαρτυρίες και τα Μπλουζ υπήρξαν
κατεξοχήν λαϊκή έκφραση – αφορούσαν τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα των μαύρων,
επομένως ο λευκός πληθυσμός τα αγνοούσε. Πουθενά αλλού δεν είχαν τη δυνατότητα
οι μαύροι των χαμηλών τάξεων (πρώην σκλάβοι ή απόγονοι σκλάβων) να εκφραστούν,
όσο μέσω της μουσικής τους – και η έκφρασή τους ήταν ωμή, βαθιά ρεαλιστική,
γελοιοποιώντας κάθε στερεότυπο, κάθε καρικατούρα που έτρεφε γι’ αυτούς ο έξω
κόσμος.
Βαθιά συναισθηματικά, τα
μπλουζ έδιναν μεγαλύτερη έμφαση στο τραγούδι, παρά στη μουσική. Στους στίχους,
όχι στις νότες. Σκοπός τους να εκφορτίσουν τον πόνο από τις κακουχίες μιας ζωής
και μέσω της μουσικής, να αγγίξουν κάποια μορφή απελευθέρωσης. Μιλώντας για
ξοδεμένους έρωτες, για στέγες δίχως ζεστασιά, για καρδιές περιπλανώμενες, για
φτωχικές φωλιές, για τον κάματο της εργασίας, για την παρήγορη ζεστασιά του
αλκοόλ και των αναλώσιμων γυναικών, τα μπλουζ υπήρξαν η γνησιότερη καταγραφή
μιας εποχής. Μα σκοπός τους δεν ήταν να τραγουδηθεί η θλίψη – μα να δοθεί
κάποια κάθαρση μέσω της μουσικής. Τραγουδώντας τα μπλουζ, απελευθερώνεσαι απ’
αυτά – ξορκίζεις το δαίμονα και η διάθεσή σου φτιάχνει. Και αυτή ακριβώς την
καθαρτική διάσταση των Blues την αισθανόμαστε και σήμερα, όταν ακούμε αυτή τη
μουσική – νιώθουμε λες και έχουμε βρει έναν καλό φίλο που μας καταλαβαίνει.
Δεν είναι τυχαίες εξάλλου
οι ομοιότητες με τα δικά μας ρεμπέτικα τραγούδια και όποιος ασχοληθεί
περισσότερο με την ιστορία των δύο μουσικών θα εκπλαγεί, συνειδητοποιώντας πόσο
κοντά βρίσκονται μεταξύ τους – σαν αδέρφια χαμένα από καιρό, που βρίσκονται
ξανά.
Ξεκίνησαν από το Δέλτα του
Μισσισσιπί και ευδοκίμησαν πρώτα στις αγροτικές περιοχές· για τον λόγο αυτόν τα
πρώιμα Μπλουζ ονομάζονται “Delta Blues” ή “Country Blues”|. Μια κιθάρα, ενίοτε ένα μπάντζο, και ένας περιπλανώμενος, ως συνήθως,
μουσικός. Κάπως έτσι άρχισαν. Ανάμεσα στους πρώτους τραγουδοποιούς που έγιναν
γνωστοί στο ευρύτερο κοινό, στη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του 20ου
αιώνα, ήταν ο Blind Lemon Jefferson, το ωμό στυλ του οποίου χαρακτήριζε το σύνολο των παλαιών μπλουζμεν· ο Charley Patton (Τσάρλι Πάτον), μια βασανισμένη φωνή και μια περίτεχνη κιθάρα, τα κόλπα
της οποίας μιμήθηκε πολλές δεκαετίες μετά ο Jimmy Hendrix· o βαθιά συναισθηματικός Eddie “Son” House, προκάτοχος της slide κιθάρας·
και ο Robert Johnson – η
μεγαλύτερη φυσιογνωμία όλων.
Στην περίπτωση του Ρόμπερτ
Τζόνσον η αφήγηση της πραγματικότητας σμίγει με το μύθο και συχνά είναι δύσκολο
να διακρίνουμε τα όριά τους. Είναι ο αρχετυπικός Μπλουζμαν, ο Περιπλανώμενος με
παρέα τη Σκιά και την Κιθάρα του, ένα μπουκάλι ουίσκι στο χέρι, γυρίζοντας τις
πολιτείες του Νότου, παίζοντας σε νυχτερινά στέκια, αποπλανώντας τις γυναίκες,
συνάπτοντας συμμαχία με το διάβολο. Εκείνος που μετέφερε όπου και αν πήγαινε το
στίγμα και την ευλογία των Μπλουζ. Όσο αφορά τις ηχογραφήσεις του κατά την
διάρκεια της δεκαετίας του 30; Αρκεί να αναφέρουμε πως συνιστούν τη ραχοκοκαλιά
της μεταγενέστερης Ροκ μουσικής.
Περισσότερα για τον
Ρόμπερτ Τζόνσον και τον περίφημο μύθο (ή μήπως ήταν πραγματικότητα;) της
συνάντησής του με τον διάβολο, μπορείτε να διαβασετε σε ένα παλιότερο κείμενό
μου εδώ:
Τα Μπλουζ ήταν απ’ τη φύση
τους περιπλανώμενα, αδύνατο να περιχαρακωθούν σε στενά όρια και κλεισμένα
σύνορα. Κάποια στιγμή λοιπόν, στο μεταίχμιο των δύο αιώνων, πρόσφυγες από τον
Μισσισσιππή έφεραν τα Μπλουζ στη Νέα Ορλεάνη – μια πολιτεία που ξεχείλιζε ορχήστρες
και μπάντες από χάλκινα και πνευστά μουσικά όργανα. Ήταν ζήτημα χρόνου να
αρχίσουν οι τελευταίες να ενσωματώνουν στοιχεία απ’ τα Blues στη
μουσική τους… και κάτι καινούργιο είχε πλέον γεννηθεί.
Κάποια στιγμή θα
εμφανιζόταν και ένας πρωτοπόρος – κάποιος εκφραστής του αναδυόμενου ρεύματος, στη
μορφή του οποίου σμίγουν το παλιό με το καινούργιο. Ήταν 1903 όταν, σύμφωνα με
την αφήγησή του, ο William Christopher Handy (γνωστότερος ως W.C.Handy) άκουσε ένα μουσικό στο Δέλτα του Μισσισσιπή να παίζει κιθάρα με ένα
μαχαίρι, σε κάποιο σταθμό τρένου. Ο Handy, γνώστης της ευρωπαϊκής μουσικής παράδοσης, εντυπωσιάστηκε από τον
αυθορμητισμό, τη γνησιότητα και την απλή, μα λειτουργική φόρμα του νέου αυτού ήχου
– ο λόγος φυσικά για τα Μπλουζ. Αποφάσισε λοιπόν να καταγράψει για πρώτη φορά
αυτή τη μουσική, ενσωματώνοντας τη στους υπάρχοντες ρυθμούς του Ράγκταϊμ,
συνδυάζοντάς τη με στοιχεία της κλασικής παράδοσης. Για πρώτη φορά καταγράφτηκε
σε χαρτί η περίφημη Φόρμα των Μπλουζ, η κλασική μορφή της οποίας ήταν το
επαναλαμβανόμενο δωδεκάμετρο μοτίβο και οι ξακουστές Μπλε Νότες (Blue Notes).
Και για πρώτη φορά το
λευκό κοινό των πόλεων έμαθε τη νέα μουσική – αρκετά διαφοροποιημένη από το
αυθεντικό πρωτότυπο, περισσότερο καλογυαλισμένη, λιγότερο γνήσια ίσως… μα τα
μπλουζ ήταν εκεί, έστω μεταμφιεσμένα. Ο Γουίλιαμ Χάντι χαρακτηρίστηκε «Πατέρας
των Μπλουζ», χαρακτηρισμός σαφώς υπερβολικός· μα αν δεν δημιούργησε ο ίδιος τα
Μπλουζ, ο ρόλος του στην καταγραφή, στην εξάπλωση και στην μεταγενέστερη
αποδοχή τους, υπήρξε καθοριστικός. Τα μεταμφιεσμένα μπλουζ του Χάντι
μπολιάζονταν με τις δημοφιλείς μουσικές και τις ορχήστρες των καιρών,
παραδίδοντας συνθέσεις όπως το “Memphis Blues” που αναφέραμε πριν,
στους ήχους του οποίου χορευόταν το Φοξ Τροτ.
Μα η μεγαλύτερη απ’ όλες
τις συνθέσεις του Χάντι ήταν το μεγαλειώδες “Saint Louis Blues”, το οποίο είδε για πρώτη
φορά το φως του κόσμου το 1914 – και εδώ ερχόμαστε σε μια σημαντική καμπή για
την ιστορία της μουσικής. Το “Saint Louis Blues” καθιερώθηκε ως ένα από τα περισσότερο
διασκευασμένα τραγούδια στην ιστορία της μουσικής, ενώ υπήρξε παράλληλα το 2ο
περισσότερο ηχογραφημένο τραγούδι του πρώτου μισού του 20ου αιώνα –
πίσω μόνο από την «Άγια Νύχτα»!
Επίλογος – Η γυναίκα που μελαγχολεί στο δειλινό
Και κάπου εδώ λοιπόν, με
τα λόγια του θρυλικού αυτού τραγουδιού, μπορούμε να βάλουμε μια άνω τελεία. Ήδη
το πρώτο μέρος της Ιστορίας της Τζαζ ξεπέρασε κατά πολύ το όριο που είχα
προβλέψει – το αφιέρωμα θα μας κρατήσει συντροφιά σε μάκρος χρόνου, όπως όλα
δείχνουν. Θα επανέλθω με το 2ο μέρος του αφιερώματος κάποια στιγμή
μέσα στον επόμενο μήνα.
Στο μεταξύ μια γυναίκα
κάπου τραγουδά· τραγουδά για έναν άντρα με καρδιά βαριά σαν πέτρα που πέφτει
στο βυθό· τραγουδά για κείνον που αφέθηκε στη λάμψη κάποιας άλλης · στα
διαμαντοστόλιστά της χέρια και στο πασπαλισμένο με πούδρα πρόσωπό της· για
εκείνον που τον παρέσυρε ο πλούτος και χάθηκε μακριά. Τραγουδά για τον ήλιο που
δύει, τον ήλιο που την μελαγχολεί. Και συνεχίζει ν’ αγαπά αυτόν που χάθηκε, ενώ
πέφτει το σκοτάδι.
Και ο παλμός της καρδιάς
δεν παύει να χτυπά.
I hate to see that evening
sun go down
I hate to see that evening
sun go down
'Cause my lovin' baby done
left this town
If I feel tomorrow like I feel
today
If I feel tomorrow like I
feel today
I'm gonna pack my trunk and
make my getaway
Oh, that St. Louis woman
with her diamond rings
She pulls my man around by
her apron strings
And if it wasn't for powder
and her store-bought hair
Oh, that man of mine
wouldn't go nowhere
I got those St. Louis blues,
just as blue as I can be
Oh, my man's got a heart
like a rock cast in the sea
Or else he wouldn't have
gone so far from me
I love my man like a
schoolboy loves his pie
Like a Kentucky colonel
loves his rocker and rye
I'll love my man until the
day I die, Lord, Lord
I got the St. Louis blues,
just as blue as I can be, Lord, Lord
That man's got a heart like
a rock cast in the sea
Or else he wouldn't have
gone so far from me
I got those St. Louis blues
I got the blues, I got the
blues, I got the blues
My man's got a heart like a
rock cast in the sea
Or else he wouldn't have
gone so far from me, Lord, Lord