Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

"Να προσέχετε την Έλλα"... Μια Αληθινή Ιστορία από την Εποχή του Swing





Το κορίτσι




Δεν την έλεγες όμορφη. Η μύτη της πλακουτσωτή, τα χείλια της χοντρά και το κορμί της παχουλό. Το μαλλί της ατημέλητο, τα ρούχα της παραμελημένα. Σα να μην έφτανε αυτό, περιφερόταν ανήλικη στους δρόμους, μια κουκίδα στη σκιά των κτιρίων που την περιέβαλαν, καταμεσής του πλήθους που την αγνοούσε. Πρόσωπα σκυθρωπά, ξεθωριασμένα σα παλιές φωτογραφίες. Ήταν τα χρόνια της Κρίσης, μετά το ’29, και στους δρόμους της Νέας Υόρκης κανείς δεν ενδιαφέρονταν για μια μικρή, άστεγη νέγρα που είχε χάσει τους γονείς της.

Κάποιες φορές περνούσε έξω από μαγαζιά με ζωντανή μουσική. Έριχνε ματιές απ’ το παράθυρο και τα μάτια της αντανακλούσαν το φως απ’ τα σαξόφωνα – και τα παράνομα ποτά. Της άρεσε να τραγουδά – το τραγούδι υπήρξε η διέξοδός της, η σανίδα πάνω στην οποία έστεκε για να αποφύγει τον κατακλυσμό. Είχε μάλιστα κερδίσει και διακρίσεις, σε τοπικούς διαγωνισμούς, όταν ο κόσμος μαζευόταν και θαύμαζε τις φωνητικές ικανότητες της μάλλον άσχημης αυτής μικρής. Λίγοι γνώριζαν πως το ταλαντούχο αυτό κορίτσι – το όνομα της οποίας ήταν Ella – έπαιρνε το βραβείο και επέστρεφε στον δρόμο – στο σπίτι της.






Ένας μικρόσωμος ντράμερ



Τον καιρό εκείνον – βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’30 – το πιο καυτό όνομα ίσως στη νεοϋορκέζικη τζαζ σκηνή ήταν εκείνο του Chick Webb. Ντράμερ ο ίδιος και αρχηγός μιας από τις σημαντικότερες μπάντες των καιρών του, ο Τσικ ήταν ένας μικροκαμωμένος τυπάκος, μισή μερίδα κυριολεκτικά – μα γίγαντας των ντραμς, εντυπωσιάζοντας κόσμο και κοσμάκη με την επιδεξιότητα και την ταχύτητά του… 

Από πολλές απόψεις αυτός και το κορίτσι έμοιαζαν. Ήταν απόκληροι της φύσης, γεννημένοι χωρίς εντυπωσιακά εξωτερικά προσόντα, ριγμένοι σ’ έναν κόσμο που δεν πλάστηκε γι’ αυτούς. Μαύροι σ’ έναν κόσμο λευκών, καταμεσής της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης που είχε γνωρίσει ο κόσμος μέχρι τότε. Ο Τσικ ωστόσο ήταν διάσημος. Το κορίτσι ζούσε στους δρόμους.

Μα ο Τσικ είχε ένα σοβαρότατο πρόβλημα υγείας, που λίγοι μόνο γνώριζαν – υπέφερε από φυματίωση της σπονδυλικής του στήλης. Και η ασθένειά του χειροτέρευε, χρόνο με τον χρόνο.



Chick Webb


Και ο κόσμος συνέχιζε να κινείται, παρά την Κρίση. Ο ήλιος έβγαινε κάθε πρωί, ως συνήθως και τα πουλιά κελαηδούσαν – ως συνήθως – χαιρετώντας τον ήλιο που ξεπρόβαλε πίσω από τα καφεκόκκινα κτίρια της Νέας Υόρκης. Η τζαζ παρέμενε η πρώτη σε απήχηση μουσική της εποχής της και τα πλήθη αποζητούσαν μια διέξοδο από τις σκοτούρες και το άγχος, συρρέοντας μαζικά στα music hall και στον κινηματογράφο. 

Τότε ήταν που ο Τσικ Γουεμπ έβγαλε ανακοίνωση: η μπάντα του αποζητούσε μια γυναίκα στα φωνητικά. Ήταν μια πολύ σημαντική στιγμή – αρκεί να σκεφτούμε την απήχηση που είχε ο Τσικ στο μουσικόφιλο κοινό της εποχής. Μεταξύ άλλων υπήρξαν ξακουστές οι εμφανίσεις της μπάντας του στο περίφημο “Savoy” – ένα από τα θρυλικότερα μουσικά κέντρα των καιρών του και ένα από τα στέκια που έκτισαν τον μύθο της «εποχής της Τζαζ».





Οι δύο όψεις της κρίσης. Η Νέα Υόρκη στη διάρκεια της δεκαετίας του 30



Αναζητώντας μια φωνή



Ο Τσικ δεν είχε χρόνο ο ίδιος για να ψάξει τραγουδίστρια – η κατάσταση της υγείας του εξάλλου δεν προσφερόταν. Έστειλε λοιπόν τον τραγουδιστή του, Charles Linton, να κάνει τη δουλειά. «Βγες έξω και ψάξε», του είπε. «Ψάξε παντού, ακόμα και σε απίθανα μέρη. Μη ξεχνάς, θέλουμε νέα, φρέσκα ταλέντα». Όμως λίγο πριν ο Τσαρλς βγει από την πόρτα ο Τσικ του τόνισε «να είναι εμφανίσιμη, ε».

Έτσι ο Τσαρλς άρχισε την αναζήτησή του. Έψαξε εδώ, έψαξε εκεί, μα δεν έβρισκε κάποια κοπέλα που να τη θεωρεί πραγματικά άξια. Βγήκε λοιπόν στους δρόμους, βαδίζοντας στα βήματα των φτωχών και των ανέργων, των αναζητητών της νύχτας και των κοριτσιών που συχνάζουνε στα ερυθρόχρωμα σπίτια. Στους δρόμους ήταν που εντόπισε την Έλλα – ήταν τότε 18 χρονών. Η ίδια τον πλησίασε διστακτικά. «Άκουσα πως κέρδισες σε έναν σημαντικό διαγωνισμό τραγουδιού», της είπε. «Τι λες. Μπορείς να μου τραγουδήσεις κάτι;».

Η νύχτα γύρω άπλωνε το νεφελώδες πέπλο της. Τα φώτα στα γύρω σπίτια έκλειναν. Οι σκιές απλώνονταν στους δρόμους, υγρές σα πατημασιές γάτας. Η Έλλα ήταν διστακτική αρχικά, μα στη συνέχεια η φωνή της λύθηκε. Τραγούδησε και ο Τσαρλς έμεινε άφωνος. Τι φωνή κρυστάλλινη ήταν αυτή, που ως και τις σκιές γύρω απομάκρυνε! Τότε πρόσεξε τα βρώμικά της ρούχα, τα ατημέλητα μαλλιά – το φοβισμένο της χαμόγελο, ανίκανο να αφυπνίσει επιθυμίες, το ταπεινό της βλέμμα, ανίκανο να γοητεύσει.

«Έλα μαζί μου, κορίτσι. Απλά έλα μαζί μου», φαίνεται να της είπε. Και η Έλλα ακολούθησε, νιώθοντας πως δεν είχε τίποτα να χάσει.



To θρυλικό Savoy


Λίγο καιρό μετά ο Τσαρλς επέστρεψε. «Σου βρήκα τραγουδίστρια», είπε στον Τσικ και ο κοντός ντράμερ χαμογέλασε ικανοποιημένος. Μα σαν είδε την κοπέλα, απέμεινε με ανοιχτό το στόμα. Η Έλλα τον κοιτούσε και ένα δειλό χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στην έκφραση της. Μα η ζωγραφιά πρέπει να ήταν ενός μικρού παιδιού, μισοτελειωμένη και αδέξια. Τα ρούχα της εξέπνεαν τη μπόχα του δρόμου και των σκουπιδιών. Ο Τσικ πήρε γρήγορα στο μέσα δωμάτιο τον Τσαρλς και εκεί του έβαλε τις φωνές: «Τι είναι αυτό που βρήκες;! Σε στέλνω τόσες μέρες ν’ αναζητήσεις τραγουδίστρια για τη μπάντα και μου φέρνεις αυτήν εδώ; Αυτή δε βλέπεται, άνθρωπε μου!». Ο μάνατζερ της μπάντας είχε την ίδια άποψη: «Μα αυτή είναι άσχημη! Έχουμε το πιο καυτό όνομα της Νέας Υόρκης και θα παρουσιάζουμε μια τραγουδίστρια που θα έσπαγε τον καθρέπτη, αν κοιτούσε μέσα του; Εδώ είναι business, όχι φιλανθρωπία!»

Μα η Έλλα άκουγε τις φωνές τους και ας βρίσκονταν στο διπλανό δωμάτιο. Χωρίς να καταλαβαίνει όλα όσα λένε, ήξερε πως έλεγαν γι’ αυτήν. Και ήξερε πως αυτό καλό δεν ήταν. «Πίσω στους δρόμους πάλι…», φάνηκε να σκέφτεται.

Μα ο Τσαρλς επέμενε. «Δώστε της μια ευκαιρία τουλάχιστον! Μια ευκαιρία! Αλλιώς, μα την αλήθεια, θα υποβάλλω την παραίτησή μου!».

Αυτό δεν άρεσε καθόλου, ούτε στον Τσικ, ούτε στον μάνατζερ. Για την άσχημη αυτή μικρή δεν έδιναν δεκάρα. Μα ο Τσαρλς ήταν ο τραγουδιστής τους, φημισμένος και ικανός όσο ελάχιστοι. «Καλά λοιπόν», είπε ο μάνατζερ. «Θα την έχει την ευκαιρία. Ντύστε τη, φτιάχτε τη – όσο είναι δυνατό να φτιαχτεί κάτι τέτοιο – και σε δυο βδομάδες θα τραγουδήσει στη σκηνή, μαζί με τη μπάντα, στο Savoy. Aν πάει καλά και αν ο κόσμος τη γουστάρει – την κρατάμε. Αλλιώς έχει φύγει χωρίς δεύτερη σκέψη – και χωρίς πληρωμή φυσικά!».






Η προετοιμασία



Έτσι κι έγινε λοιπόν. Οι επόμενες δύο εβδομάδες έμελε να μείνουν στην ιστορία ως οι καθοριστικότερες ίσως της ζωής της – όντας εκείνο το επώδυνο, συχνά, διάστημα, που πολλοί ανάμεσά μας έχουμε περάσει, περιμένοντας να δώσουμε κάποιες εξετάσεις. Εντός δύο εβδομάδων έπρεπε να μεταμορφωθεί από τραγουδίστρια του περιθωρίου και του δρόμου σε κεντρική φιγούρα μιας μεγάλης μπάντας. «Ας είμαι τυχερή, αχ, ας είμαι τυχερή», σκεφτόταν η Έλλα. Ο Τσαρλς ανέλαβε να της εξασφαλίσει ένα μέρος για να μείνει. Δεν ήταν κάτι σπουδαίο, ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα δίπλα στο δικό του, μα τουλάχιστον είχε τον χώρο της και δεν έμενε στους δρόμους. Άρχισε πρόβες, σε καθημερινή βάση, πλάι στα μέλη της μπάντας. Εκείνοι συχνά την πείραζαν, για το παράξενο μαλλί και τα ατημέλητά της ρούχα. Μα στα πειράγματα τους υπήρχε μια νότα καλοσύνης – είχαν αρχίσει να συμπαθούν το καλόβολο αυτό κορίτσι, που χαμογελούσε χωρίς καμία γοητεία – μα το χαμόγελό της ήταν πάντα αυθεντικό.

Ο Τσικ με τη σειρά του την παρακολουθούσε σκεπτικός πίσω από το βουνό των ντραμς – ένας νάνος μπροστά από ένα θεόρατο φρούριο, έτσι φάνταζε στους άλλους. Μα σαν άρχιζε να παίζει και να δίνει τον ρυθμό, καθώς η μπάντα όλη ακολουθούσε, όλοι αναγνώριζαν πως ήταν αληθινά ένας ηγέτης. Κανένα φρούριο δεν εμπόδιζε αυτόν εδώ το νάνο, κανένα θεόρατο μουσικό βουνό. Η υγεία του μονάχα τον ταλαιπωρούσε και υπήρξαν στιγμές που οι πόνοι στην σπονδυλική του στήλη γίνονταν αφόρητοι. Μα αυτό αφορούσε τον ίδιο μόνο, άλλον κανέναν. Το παν ήταν η επιτυχία της μπάντας – και στη μουσική σημασία έχει να λειτουργείς συλλογικά. Αυτή υπήρξε εξάλλου η μαγεία της Τζαζ. Αυτοσχεδιάζεις, απελευθερώνεις πλήρως τη δημιουργική σου δύναμη – μα ταυτόχρονα εντάσσεσαι στο σύνολο και το υπηρετείς με τον ρυθμό σου, δίνοντας πάσα στους συμπαίχτες σου.








Η εξέταση




Η μεγάλη μέρα είχε πια έρθει. Το κοινό είχε κατακλύσει, το βράδυ εκείνο, το Savoy και περίμενε… Γνώριζαν πως η ξακουστή μπάντα του Τσικ Γουέμπ θα παρουσιάσει στη σκηνή μια νέα τραγουδίστρια. Ήταν όλοι τους περίεργοι.

Τα φώτα στράφηκαν στους πρωταγωνιστές – και στη σκηνή ξεπρόβαλλε η μπάντα. Μπροστά δέσποζε η φιγούρα της Έλλα. Μια μάλλον παχουλή, νεαρή νέγρα, ντυμένη προσεγμένα μα όχι ιδιαίτερα εμφανίσιμη. Η Έλλα χαμογελούσε, μα το χαμόγελο της ήταν αθώο και δειλό. Καμία σχέση με τον μαγνητισμό και τη γοητεία που θα ασκούσε τα επόμενα χρόνια η Billie Holiday. Εδώ είχαμε να κάνουμε με ένα απλό – υπερβολικά απλό – κορίτσι.

Τότε ο Τσικ σήμανε τον ρυθμό, ξεκινώντας να παίζει τα ντραμς. Ο ίδιος φαίνεται πίστευε πως η βραδιά εκείνη είχε κάτι μαγικό – και ένιωθε στην καλύτερη δυνατή φόρμα. «Πάμε παιδιά!», και ένας-ένας, το συγκρότημα ξεκίνησε. Τύμπανα, πιάνο, τρομπέτα, σαξόφωνο, τρομπόνια, κοντραμπάσο. Η μουσική ήταν πραγματικά ανεβαστική, ξεσηκωτική, προκαλώντας μια τρελή επιθυμία για χορό. Τον καιρό εκείνον δεν είχε καθιερωθεί ακόμα η λέξη που θα χαρακτήριζε αυτό το ανεβαστικό είδος της Τζαζ, μα πολύ σύντομα θα έφτανε στα χείλια όλου του κόσμου: Σουίνγκ.

Και τότε η Έλλα άρχισε να τραγουδά. Τραγούδησε γι’ αγάπη και για έρωτα, για χορό και για παιχνίδι. Η φωνή της αντηχούσε καθαρή σαν κρύσταλλο, αγνή σα πεντακάθαρο χιόνι. Ο κόσμος είχε μαγευτεί. Τα χειροκροτήματα άρχισαν να ξεσπούν σταδιακά – και όλο να πληθαίνουν. Η Έλλα ένιωσε πως το άγχος της σταδιακά υποχωρούσε και η αυτοπεποίθησή της όλο και μεγάλωνε. «Τους αρέσουν! Τα τραγούδια μου… τους αρέσουν!», σκέφτηκε χαρούμενη. Μα και κάθε ένας από τα μέλη της μπάντας αντανακλούσαν το συναίσθημα, νιώθοντας όλο και μεγαλύτερο ενθουσιασμό. Και πάνω απ’ όλους ο Τσικ – έχοντας γίνει πάλι Γίγαντας, πίσω από τα ντραμς του και με ένα χαμόγελο που του έφτανε μέχρι τα αυτιά.

Η Έλλα τα είχε καταφέρει. Είχε κερδίσει τη θέση της στη μπάντα.






Τα χρόνια της επιτυχίας



Τα επόμενα χρόνια η δημοτικότητα του Swing είχε φτάσει στο απόγειο της – οι μπάντες του Benny Goodman, του Glenn Miller, του Count Basie και του Duke Ellington ξεχώριζαν ανάμεσα στις δημοφιλέστερες των καιρών – μα εκείνη του Chic Webb παρέμενε μία από τις πλέον αγαπημένες του κοινού. Ήταν πολλοί και ικανοί οι ντράμερ της Τζαζ σκηνής της εποχής, βλέπετε, μα κανένας δεν είχε φτάσει το επίπεδο του μικροκαμωμένου Τσικ. Όσο αφορά την Έλλα; Χρόνο με τον χρόνο θα κέρδισε όλο και περισσότερες καρδιές. Τα τραγούδια της είχαν φτάσει να γίνονται μεγάλες επιτυχίες και ο κόσμος πραγματικά απολάμβανε αυτή τη γυναίκα που άκουγε απ’ τα ραδιόφωνα ή τα γραμμόφωνά του, με την πεντακάθαρη χροιά και το τεράστιο φωνητικό εύρος.

Όσο καιρό παρέμενε στη μπάντα, η Έλλα συνεχώς μάθαινε καινούργια πράγματα από τους μουσικούς, που είχαν γίνει πλέον φίλοι της. Περισσότερο φίλος όλων όμως ήταν ο Τσικ – ο ίδιος Τσικ που την είχε απορρίψει, την πρώτη φορά που τη συνάντησε. Μα δεν άργησε να καταλάβει πως εκείνος και η Έλλα ήταν πολύ περισσότερο όμοιοι, απ’ ότι νόμιζε αρχικά. Κανέναν απ’ τους δυο δεν είχε ευνοήσει η φύση, στον τομέα της εξωτερικής εμφάνισης. Μα τι χαρίσματα τους είχε δώσει όμως! Χαρίσματα που τόσοι άλλοι άνθρωποι θα ζήλευαν. Κανείς λοιπόν δεν καταλάβαινε την Έλλα περισσότερο από τον Τσικ – και φυσικά τον παλιόφιλο της, τον Τσαρλς, που έβλεπε πως η επιμονή του είχε τελικά κερδίσει. 






Κάποια μέρα ένας ανταγωνιστής του Τσικ – ο Jimmie Lunceford, αρχηγός μπάντας ο ίδιος, πρότεινε στην Έλλα να εγκαταλείψει τον Τσικ και το συγκρότημά του και να μετοικήσει σε αυτούς. Της πρόσφερε μάλιστα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό.

Ο Τσικ έγινε έξαλλος. Η Έλλα να αφήσει το συγκρότημα; - όχι δα! Έτσι λοιπόν της ανέβασε τον μισθό και η Έλλα παρέμεινε με τους παλιούς της φίλους, συνεχίζοντας να σημειώνει επιτυχίες. Και όποτε διάφοροι παράγοντες εξέφραζαν τον δισταγμό τους για την εμφάνισή της, ο Τσικ απαντούσε κατηγορηματικά και απερίφραστα: «Μη μένετε στην εμφάνιση! Ακούστε τη φωνή της! Τη φωνή της!»

Αποκορύφωμα της λαμπρής συνεργασίας τους ήταν ένα τραγούδι που έγραψε η ίδια η Έλλα – ήταν βασισμένο σε ένα παιδικό τραγουδάκι που συνήθιζε να λέει μικρή και πήγαινε κάπως έτσι: «a-tisket a-tasket, I lost my yellow basket…”. Ήταν πια άνοιξη του 1938. Το τραγούδι αυτό έμελλε να γίνει η μεγαλύτερη επιτυχία της μπάντας και ένα από τα κλασικότερα χιτ της εποχής του Swing. Ανάλαφρο, εύθυμο, αθώο και ευφάνταστο ταυτόχρονα – από εκείνα τα τραγούδια που καθρεπτίζουν μια εποχή που θέλησε να είναι αισιόδοξη, κόντρα στο πνεύμα των καιρών – και την σκληρή πραγματικότητα τους.







Γκρίζα σύννεφα και μια παράκληση



Γιατί η πραγματικότητα υπήρξε όντως σκληρή. Δεν ήταν μόνο τα σύννεφα του Πολέμου που μαζεύονταν – ήταν και τα προβλήματα υγείας που τόσα χρόνια βασάνιζαν τον μικροκαμωμένο Τσικ. Κάποια στιγμή το πρόβλημα της φυματίωσης του εντάθηκε σε βαθμό ακραίο – ο γιατρός του είπε πως επείγει χειρουργική επέμβαση… Ο Τσικ ξαφνικά δεν είχε άλλες επιλογές. Άφησε τη μπάντα (που συνέχιζε με τ’ όνομα του) και μαζί με αυτήν το αγαπημένο του σετ των ντραμς. Ίσως κάποια στιγμή να επέστρεφε, υγιής και δυνατός…

Μα η στιγμή αυτή ξαφνικά φάνταζε μακρινή, σαν κάποιο ομιχλώδες, άπιαστο όνειρο. Ήταν καλοκαίρι του ‘39 όταν ο Τσικ είδε τον φίλο του και μουσικό Teddy McRae.

«Αν συμβεί οτιδήποτε σε μένα…», του είπε. «Θέλω να προσέχετε την Έλλα».

«Μα τι είναι αυτά που λες;», του απάντησε ο Τέντυ. «Τίποτα δεν θα συμβεί».

Ο Τσικ όμως χαμογέλασε – το χαμόγελο του θύμιζε μικρού παιδιού. «Απλά να προσέχετε την Έλλα», είπε με νόημα.








Λίγο καιρό μετά ο Τσικ άφησε την τελευταία του πνοή. Η κηδεία του στην Βαλτιμόρη συγκέντρωσε τέτοια πλήθη κόσμου, που η αστυνομία αναγκάστηκε να διακόψει την κίνηση στους δρόμους. Είχαν πάει όλοι εκεί, προκειμένου να αποτίσουν έναν ύστατο χαιρετισμό στον μικροκαμωμένο αυτό γίγαντα – τον σημαντικότερο ντράμερ των καιρών του – μα πάνω απ’ όλα, στον άνθρωπο που άκουγε στο όνομα Τσικ Γουέμπ.

Ήταν εκεί και το συγκρότημά του. Ήταν εκεί και η Έλλα. Το κορίτσι που είχε κάποτε έρθει από τους δρόμους, προκειμένου να ενταχτεί στη μπάντα του – το κορίτσι που αρχικά απέρριψε, λόγω της εξωτερικής της εμφάνισης, μα τελικά έγινε η καλύτερη του φίλη. Ήταν εκεί, μπροστά στον κόσμο, που η Έλλα τραγούδησε ένα τραγούδι για τον Τσικ. Υπήρξε μία από τις κορυφαίες ερμηνείες της και όσοι την άκουσαν, τη μέρα εκείνη, θα εντυπωνόταν βαθιά στο νου και τη μνήμη τους. Ο τίτλος του τραγουδιού ήταν: “My Buddy

Αυτή υπήρξε η ιστορία του Τσικ Γουέμπ και της γυναίκας που καταξιώθηκε ως μία από τις σπουδαιότερες στην ιστορία της Τζαζ. Της Έλλα Φιτζέραλντ.


“Take care of Ella”…




Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Τα Χριστούγεννα των Jethro Tull και οι Ήχοι του Δάσους





Αν σκεφτόμασταν ένα μουσικό όργανο που να ταιριάζει απόλυτα στην ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων, ποιο θα ήταν άραγε; Ασφαλώς θα φέρναμε στο νου μας κουδούνια και ταμπούρλα, σφυρίχτρες και καμπάνες, και ενδεχομένως τον ήχο από κάποια ακουστική κιθάρα, ή τη χαρακτηριστική χροιά του σαξοφώνου.

Μα κανένα μουσικό όργανο δεν αποδίδει τόσο έντονα εκείνο το αρχέγονο πνεύμα των γιορτών, πέρα από το φλάουτο. Το πνεύμα των χιονοσκέπαστων δασών, των ελάτων και του γκυ. Εκείνο που μας μεταφέρει χιλιετίες πίσω, πολύ πριν εμφανιστούν οι φάτνες και οι μάγοι - τότε που τα Χριστούγεννα υπήρχαν, μα ονομάζονταν αλλιώς. Τότε που συμβόλιζαν τη νίκη του ήλιου και της φύσης πάνω στον χειμώνα.

Μιλώντας λοιπόν για φλάουτο, αν υπάρχει ένας δίσκος Χριστουγέννων που θα μου ερχόταν αμέσως στο μυαλό, αυτός δεν είναι άλλος από το "Christmas Album" των Jethro Tull. Ο τελευταίος ουσιαστικά δίσκος του συγκροτήματος που άφησε το στίγμα του στην progressive/folk rock μουσική της δεκαετίας του 70, μια ανθολογία ποικίλων χριστουγεννιάτικων τραγουδιών συνοδευμένων από το τόσο χαρακτηριστικό - και τόσο ξωτικίσιο - φλάουτο του Ian Anderson.






Τα τραγούδια γράφτηκαν σε διαφορετικές περιόδους της ιστορίας του συγκροτήματος. Οι φίλοι της μουσικής τους θα αναγνωρίσουν αμέσως όλα τα σήματα κατατεθέντα των Jethro Tull. Εκεί είναι οι φευγάτες μελωδίες, ήχοι που αποπνέουν οξυγόνο και μυρωδιές του δάσους, οι ποικίλες ενορχηστρώσεις, μπλεγμένες σαν τα κλαδιά των δέντρων και τις ρίζες που ξεπηδούν από το χιόνι, μα και η φωνή του αρχηγού των Ξωτικών – του Ian Anderson, που σαν άλλος Πάνας γυροφέρνει με το φλάουτο του ανάμεσα στη βλάστηση.

Μπορείτε να απολαύσετε τον δίσκο στο ακόλουθο βίντεο.


Και μην ξεχνάτε - περισσότερο και από τις φάτνες και τους αγγέλους, το αρχέγονο πνεύμα των γιορτών βρίσκεται στα δέντρα - στους ήχους που ξεπροβάλλουν από τους κορμούς, ενώ φυσάει ο βοριάς και το χιόνι καλύπτει τη γη με άσπρο... Mα κάτω από το παγωμένο χώμα ξεπηδούν ήδη τα βλαστάρια που σε λίγους μήνες θα καλύψουνε τη γη με χρώμα.







1. Birthday Card at Christmas 00:00

2. Holly Herald 03:36

3. A Christmas Song 07:51

4. Another Christmas Song 10:38

5. God Rest Ye Merry Gentlemen 14:08

6. Jack Frost and the Hooded Crow 18:42

7. Last Man at the Party 22:18

8. Weathercock 27:05

9. Pavane 31:22

10. First Snow on Brroklyn 35:41

11. Greensleeved 40:36

12. Fire at Midnight 43:15

13. We Five Kings 45:40

14. Ring Out Solstice Bells 48:54

15. Bourée 52:58


16. A Winter Snowscape 57:21





Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Lullabies on Fascination Street: Η Ιστορία των Cure, μέρος 2









Τα πάντα έδειχναν να έχουν τελειώσει. Το συγκρότημα έφτανε στο τέλος του δημιουργικού του κύκλου, πνιγμένο σε μια μαύρη, παχύρευστη, κολλώδη θάλασσα άρνησης και πόνου, μια άβυσσο μηδενισμού. «Είχα χάσει κάθε φίλο που είχα», εξομολογήθηκε αργότερα ο Robert Smith, «κάθε έναν χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση, κι αυτό γιατί ήμουν απίστευτα δυσάρεστος, απωθητικός και εγωκεντρικός. Τουλάχιστον είχα κατορθώσει να διοχετεύσω όλη αυτή την αρνητική ενέργεια που είχα, όλα τα αυτοκαταστροφικά στοιχεία της προσωπικότητας μου σε κάτι».

Αυτό το κάτι υπήρξε το “Pornography”. Έτος κυκλοφορίας του το 1982, μια χρονιά που φάνηκε πως οι Cure θα έφταναν στο τέλος της σύντομης, σκοτεινής, μα άκρως επιδραστικής τους πορείας – επιδραστικής για τους κύκλους του βρετανικού underground και του αναδυόμενου – από τα βαθύτερα υπόγεια του μουσικού ασυνείδητου – κινήματος του Gothic Rock. Ο Simon Gallup (μπασίστας και δεύτερος, μετά τον Σμιθ, ακρογωνιαίος λίθος της μπάντας) εγκατέλειψε το συγκρότημα μετά την κυκλοφορία του δίσκου, ενώ ο ντράμερ Lol Tolhurst άφησε τα ντραμς στην άκρη (του οποίου το ξερό, μονότονο παίξιμο είχε κατορθώσει να ταιριάξει απόλυτα με το μινιμαλιστικό ύφος της μουσικής) και έπιασε τα keyboards… Και ο Σμιθ; Ο Σμιθ ήταν μόνος του, ένιωθε μόνος του, περισσότερο από ποτέ. Ποιο το νόημα να συνεχίσει πια.

Κάπου εκεί λοιπόν, ριγμένος στο βάθος της αβύσσου, κατόρθωσε να βγάλει μια φωνή, τέτοια που αντιλάλησε ως πέρα και η κρυστάλλινη ηχώ της οποίας τρύπησε τους μαύρους τοίχους: «I must fight this sickness! Find a Cure!”. Kαι σα φοίνικας το συγκρότημα έμελλε να αναγεννηθεί, και μαζί με αυτό ο ίδιος ο Ρόμπερτ Σμιθ, αποδεικνύοντας πως δεν υπάρχει τέλος αν δεν το επιλέξεις – μονάχα σταθμοί που διαδέχονται ο ένας τον άλλον.






Έναν χρόνο μετά το “Pornography”, εν έτει 1983, ο Σμιθ εξέπληξε κυριολεκτικά τους πάντες – συμπεριλαμβανομένου του εαυτού του, θα λέγαμε – κυκλοφορώντας ένα κατάφωρα Pop single, ένα ανεβαστικό και ελαφρού περιεχομένου τραγούδι με τίτλο “Lets Go To Bed(click). Ήταν ό,τι πιο πιασάρικο είχαν κυκλοφορήσει οι Cure από τις πρώτες μέρες του “Boys Dont Cry”, ενώ οι χαρούμενοι τόνοι του τραγουδιού έστεκαν σε απόλυτη αντιπαράθεση με το βαθιά πεσιμιστικό, ατμοσφαιρικό και εσωτερικό ύφος που είχε πλάσει το συγκρότημα τα περασμένα χρόνια. Ο ίδιος ο Σμιθ προσπάθησε να κυκλοφορήσει το τραγούδι όχι με το κανονικό όνομα της μπάντας, αλλά με το ψευδώνυμο Recur, γνωρίζοντας πως το κομμάτι θα ξένιζε τους πάντες και θα απομάκρυνε πλήρως ακόμα και εκείνη την πιστή μερίδα των οπαδών τους – το μόνο ίσως που τους είχε απομείνει.

Ο μάνατζερ τους όμως επέμενε. Το τραγούδι έπρεπε να κυκλοφορήσει και η αλλαγή μουσικής κατεύθυνσης θα λειτουργούσε ως ένα ενδιαφέρον πείραμα με σκοπό να μπερδέψει τον κόσμο και να συγχύσει εκείνους ειδικά που είχαν αρχίσει να λατρεύουν τον μαύρο πεσιμισμό της μπάντας. Για όλους όσους βιάζονταν να τους τοποθετήσουν κάτω από μια μουσική ταμπέλα, η απροσδόκητη εκείνη αλλαγή θα ήταν η απόλυτη απάντηση. Ένα ακόμα “Fuck Off”, το οποίο τώρα ήταν στραμμένο όχι απέναντι στον εαυτό τους και στην πραγματικότητα που τους περιέβαλε (όπως έγινε στα περασμένα άλμπουμ της μπάντας), μα απέναντι στον ίδιο τον κόσμο που τους ακολουθούσε – ασφαλώς η πιο επίφοβη κίνηση όλων. «Τους απεχθάνομαι, πραγματικά», είχε πει τότε ο Σμιθ, ως απάντηση στα γράμματα μίσους που δεχόταν από εξαγριωμένους οπαδούς. «Είναι λες και είμαστε το αντικείμενο τους. Πως τολμώ να επεμβαίνω πάνω στην ίδια την εικόνα μας! Ποτέ δε ζήτησα τυφλή αφοσίωση. Το απεχθάνομαι καθώς προσπαθούν να με συρρικνώσουν σε μια μονοδιάσταση περσόνα, που επιτρέπεται να παίζει μονάχα ένα είδος μουσικής».







Εδώ που τα λέμε, δεν είχαν και τίποτα να χάσουν. Μιλάμε για ένα συγκρότημα στα όρια της διάλυσης, το οποίο είχε αγγίξει το απώτατο όριο ενός στυλ που οι ίδιοι πιθανώς να μη κατόρθωναν να ξεπεράσουν. Οι επιλογές ήταν δύο: Η επανάληψη, ώσπου η μπάντα να καταντούσε φάντασμα του εαυτού της, μιμούμενη διαρκώς το ίδιο στυλ, εγκλωβισμένη σ’ ένα και απαράλλακτο ύφος… Ή η μεταμόρφωση. Ξέρετε, σαν την κάμπια – που θα γινόταν και τραγούδι σύντομα.

Ο Σμιθ πάντως έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να φανερώσει την προσωπική του δυσαρέσκεια απέναντι στο νέο single, θάβοντας το στις συνεντεύξεις των καιρών, λέγοντας πως δεν είναι παρά ένα «ανόητο ποπ τραγούδι, τίποτα παραπάνω». Ωστόσο η συνέχεια δε θα έβλεπε τους Cure να επιστρέφουν στα παλιά – αντίθετα, θα φανέρωνε ένα ακόμα περισσότερο πολύπλευρο πρόσωπο, λες και είχε φυτρώσει ο σπόρος ενός νέου, παράξενου φυτού και τώρα εκείνο ξεπέταγε περίεργα άνθη και άγνωστους καρπούς. Ο Ρόμπερτ Σμιθ δοκίμαζε, πειραματιζόταν και στον πειραματισμό του ξεχώριζε κανείς τα ίχνη ενός εξερευνητή. Αναζητούσε μια νέα μουσική γλώσσα. Δεν ήξερε την κατεύθυνση που έπρεπε να πάρει, μα άπλωνε τα χέρια του προς διάφορες κατευθύνσεις. 






Τα singles που κυκλοφόρησαν τον καιρό εκείνο, συγκεντρωμένα όλα στη συλλογή με τον τίτλο “Japanese Whispers” παρουσιάζουν ουσιαστικά ένα συγκρότημα που έπαιζε, δοκιμάζοντας ήχους και πλάθοντας μουσικές από την αρχή ξανά. Τραγούδια όπως το “The Walk” φανερώνουν ένα έντονο φλερτ με τους ήχους των συνθεσάιζερ των καιρών, ενώ το jazzyThe Lovecats” (click) υπήρξε κάτι εντελώς καινούργιο – αυτό το χαριτωμένο παιχνίδισμα, σα πάτημα γάτας πάνω σε πιάνο, σαν άτακτο ξετύλιγμα ενός πολύχρωμου κουβαριού, ήταν η μυρωδιά της άνοιξης στο πέρας ενός βαρύ χειμώνα.

Στις στάχτες του γέρικου ψοφιμιού είχε ξεπροβάλλει ένα μικρό παιδί. Ήταν το νέο πρόσωπο των Cure, το οποίο θα μεγάλωνε τα χρόνια που θα ακολουθούσαν, σκορπίζοντας τη δική του, πολύχρωμη παλέτα με μπογιές στο μουσικό τοπίο των καιρών…

Την ίδια εποχή που οι Cure – ή πιο σωστά, ο Robert Smith – άνοιγαν πανιά για νέες μουσικές θάλασσες, η συνεργασία του Σμιθ με την Siouxsie και τους Banshees γινόταν όλο και περισσότερο εντατική. Ο Σμιθ είχε μετατραπεί, λίγο πολύ, σε τακτικό, πλήρες μέλος της μπάντας, οι μουσικοί πειραματισμοί της οποίας είχαν σαφώς επίδραση πάνω στους δικούς του. 






Παράλληλα ανέπτυξε φιλία με τον μπασίστα των Banshees, Steven Severin. Μαζί αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα ενδιαφέρον supergroup, και το όνομα αυτού “The Glove”. 

Επηρεασμένοι από το ψυχεδελικό image και την ποπ αισθητική του “Yellow Submarine” των Beatles, 20 περίπου χρόνια μετά, και φέροντας ο καθένας τις δικές του μουσικές επιρροές, κυκλοφόρησαν το ένα και μοναδικό άλμπουμ των Glove με τίτλο “Blue Sunshine” – φέροντας ένα άκρως ψυχεδελικό εξώφυλλο και έναν τίτλο που παρέπεμπε σε μια b-movie με θέμα της μια ναρκωτική ουσία που μετέτρεπε σε μανιακούς δολοφόνους τους παραλήπτες της.






Στα φωνητικά ξεχωρίζει μια νέα τραγουδίστρια με ξωτικιά φωνή, η Jeanette Landray. Μουσικά ο δίσκος ακροβατεί μεταξύ του ψυχεδελικού ύφους του εξώφυλλου και του ακμάζοντος τα χρόνια εκείνα new wave στυλ, ενώ οι χαρακτηριστικές κιθαριστικές μελωδίες του Robert Smith και το μπάσο του Steven Severin συνιστούν τον ακρογωνιαίο λίθο του. Τα τραγούδια “Punish Me With Kisses” (click) και “Like An Animal” κυκλοφόρησαν ως singles και ο δίσκος παραμένει ως σήμερα ένα από τα κρυμμένα διαμάντια της εναλλακτικής σκηνής της δεκαετίας του 80.

Έχοντας πλέον μπει στο 1984, κι ενώ ο Σμιθ είχε κάνει την εμφάνιση του στο περιβόητο “Top Of The Pops” τόσο με τους Cure, όσο και με τους Banshees, κατά τη διάρκεια του ίδιου προγράμματος, κι ενώ παράλληλα προσπαθούσε να ηχογραφήσει δίσκο και με τα δύο συγκροτήματα μαζί… E, κάποια στιγμή λύγισε υπό όλο αυτό το βάρος και αποφάσισε να διακόψει τη συνεργασία του με τους Banshees, στέλνοντας μάλιστα πιστοποιητικό γιατρού στον Severin, που αποδείκνυε πως είναι αδύνατον, για λόγους υγείας, να συνεχίσει και με τα δύο συγκροτήματα. Τρία χρόνια μετά, κι ενώ οι Cure είχαν εκτοξευτεί σε επίπεδο δημοτικότητας, ο Smith δήλωνε: «Προτιμώ τους Cure από τους Banshees, και η Siouxsie προτιμά τους Banshees απ’ τους Cure. Δεν έχει δει όμως και τις δύο πλευρές όπως εγώ και δεν ξέρει τι χάνει».



Roller Coaster



Ας μην προτρέχουμε όμως. Βρισκόμαστε ακόμα στο έτος 1984. Έχοντας αφήσει τα πολλαπλά project στην άκρη, το βάρος τώρα για τον Σμιθ θα δινόταν αποκλειστικά στους Cure. Η κρίση ταυτότητας του όμως θα γινόταν ακόμα μεγαλύτερη – και μαζί με αυτήν η κατανάλωση ψυχοτρόπων ουσιών.

Το αποτέλεσμα αυτών το βλέπουμε στο νέο άλμπουμ των Cure, την πρώτη ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά τους μετά το “Pornography”, δύο χρόνια μετά. Ο τίτλος αυτού: “The Top”, μια λέξη που φιγουράρει καταμεσής ενός πολύχρωμου εξώφυλλου, ενδεικτικού του περιεχομένου του δίσκου. Αν υπήρξε δίσκος των Cure που να καθρεφτίζει την πολυδιάστατη φύση του δημιουργού τους, το “Top” είναι αυτός ο δίσκος. Ναι, οι μαύρες μέρες του ολικού πεσιμισμού ανήκαν στο παρελθόν, ωστόσο τι είχε πάρει τη θέση τους; Ένα μανιακό ανεβοκατέβασμα σε ένα βαγονάκι ρόλερ κόστερ, δίχως αρχή και τέλος, μουσική χωρίς σκοπούς και συνοχή, μια ψυχεδελική πορεία εντός ενός κόσμου σε θραύσματα, κομμάτια ενός παζλ που αποζητούν να ενωθούν χωρίς να βρίσκουν ταίρι, μπλέκοντας σε έναν χαοτικό ιστό, πασαλειμμένα με κηλίδες χρώματος, μουτζούρες ενός τρελού μωρού πάνω σε λευκό χαρτί. Αυτό ήταν το νιογέννητο των Cure, το νέο παιδί του Robert Smith, που έπαιζε δίχως σκοπό και συνοχή, εκνευριζόταν, έριχνε κάτω τις μπογιές του, πασάλειβε τα πάντα γύρω του, ώσπου να αρχίσει τα ταξίδια σε εσωτερικούς κόσμους, μεταξύ πραγματικότητας και χάους.







Το “The Top” υπήρξε το πιο ψυχεδελικό και λιγότερο συνεκτικό εγχείρημα του Robert Smith. Κανένα τραγούδι δε μοιάζει με το άλλο, δεκάδες ήχοι και στυλ αγωνίζονται να πάρουν μια θέση στην κορυφή (aka, “The Top”), μα στο τέλος, αν δεσπόζει κάτι εκεί ψηλά είναι αυτή ακριβώς η απουσία συνοχής, το χάος που αγκαλιάζει τα πάντα. Eπιθετικά ξεσπάσματα (κλικ), ψυχεδελικά ταξίδια (κλικ), παρανοϊκά σαξόφωνα, αντιπολεμικά εμβατήρια (κλικ), γουρούνια σε καθρέπτες (κλικ) και μυστηριώδεις κάμπιες (κλικ), όλα παρελαύνουν σε αυτόν τον άκρως πειραματικό και ενδιαφέροντα δίσκο, ένα άλμπουμ πολύ παράξενο για να χωνέψει το κοινό, ένα κοινό που έβλεπε τον εαυτό του να πιάνεται στα δίχτυα της μουσικής και να μπερδεύεται ολοένα και περισσότερο. Μα τι συμβαίνει επιτέλους μέσα στο μυαλό του Robert Smith;

Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως ούτε ο ίδιος ο Σμιθ γνώριζε την απάντηση. Η περίοδος του “Top” υπήρξε η πλέον παράδοξη και εκκεντρική, οι συνεντεύξεις του Σμιθ της περιόδου ξεχειλίζουν τρέλα αντίστοιχη με εκείνη του δίσκου, ο Σμιθ μεταξύ άλλων έλεγε ψέματα όπως για παράδειγμα ότι συνοδεύει το συγκρότημα στις περιοδείες ένα… αρνί, και άλλα τέτοια. Ήταν επίσημο λοιπόν. Οι Cure γλίτωσαν την αυτοκαταστροφή, στην οποία όδευαν δύο χρόνια πριν, για να καταλήξουν… στην ψύχωση. Είχαν τρελαθεί και είχαν πια βρει την υγεια τους!

Η αφήγηση μας θα μπορούσε να σταματήσει κάπου εδώ. Η συνέχεια, βλέπετε, ήταν τέτοια που τα λόγια είναι ίσως περιττά. Μιλάνε από μόνα τους τα hits, τα charts που ανακάλυψαν επιτέλους το συγκρότημα, οι ατελείωτες συναυλίες, οι τηλεοπτικές εκπομπές, τα επιτυχημένα βίντεοκλιπ, τα εξώφυλλα, η χαρακτηριστική φιγούρα του αναμαλλιασμένου, βαμμένου Robert Smith. Βρισκόμαστε πια στο έτος 1985 και ήταν πια καιρός να γίνουν αποδεκτοί οι Cure από τα πλήθη του μουσικόφιλου κοινού.






Mainstream Success



Το σημείο τομής, ο δίσκος που εκτόξευσε το συγκρότημα από ένα διαφανές status σχετικής ανυπαρξίας σε μουσικά είδωλα των καιρών τους ήταν το “Head On The Door” – και με αυτόν τον δίσκο γεννήθηκαν επισήμως οι νεότεροι Cure, που τόσο αγαπητοί έγιναν από πλήθη και πλήθη κόσμου. Ο Robert Smith κατόρθωσε επιτέλους να συνδυάσει τις προσωπικές του αναζητήσεις με ένα μουσικό στυλ που να πηγαίνει μεν πέρα από κατηγορίες, χωρίς ωστόσο να καταλήγει στο (ενίοτε όμορφο μα δυσκολοχώνευτο) χάος του “The Top”. Το κοκαλάκι της νυχτερίδας ασφαλώς, το κλειδί της επιτυχίας, υπήρξε η επαναφορά εκείνου ακριβώς του πιασάρικου, ποπ ύφους που τόσο είχε ξενίσει τον κόσμο δύο χρόνια πριν, δοσμένου όμως με μια αισθητική που ταίριαζε περισσότερο στα προγενέστερα σκοτεινά και εσωτερικά ηχοτρόπια του Robert Smith, ανανεωμένου με μια δόση γλυκιάς μελαγχολίας και αναπόλησης, μα και μια αίσθηση ελπίδας, ένα άρωμα ανάνεωσης, μια υπόσχεση έρωτα.

Αυτοί ήταν οι νεότεροι Cure. Και ο κόσμος τους αγάπησε.






Ο Simon Gallup είχε επιστρέψει στο συγκρότημα. Ο Robert Smith φάνηκε πως έβρισκε επιτέλους τον εαυτό του. Και το “Head On The Door” σημείωσε μεγάλη επιτυχία, για πρώτη φορά στα χρονικά της μπάντας, αγγίζοντας το τοπ-20 των charts σε ουκ ολίγες χώρες. Τα “In Between Days” (κλικ) και “Close To Me” (κλικ) υπήρξαν ιδιαίτερα επιτυχημένα σαν singles, ενώ η μουσική πολυμορφία του άλμπουμ ξεχωρίζει σε τραγούδια όπως το “Kyoto Song” (κλικ), το “The Blood(κλικ), το “Screw” (κλικ) και το “A Night Like This” (κλικ), παντρεύοντας την ποπ με τη ροκ, το new wave με την ανατολίτικη και την ισπανική μουσική. Και αυτά ενώ η φωνή του Robert Smith για πρώτη φορά ακούγεται έτσι ώριμη, διαυγής, ολοκληρωμένη, λες και βρήκε επιτέλους τον εαυτό που πάντα αναζητούσε. Όσο αφορά τους σκοτεινούς τόνους, δεν απουσιάζουν – μα έχουν πια ενσωματωθεί σε αυτό το νέο, πολύμορφο ύφος, όπως οι τόνοι του μαύρου σ’ έναν πίνακα με χρώματα.

Οι Cure είχαν αγγίξει το χείλος της αβύσσου και τους πρόποδες των βουνών της τρέλας, μα τώρα βίωναν την αναγέννηση τους. Το ατσούμπαλο, παλαβό μωρό είχε γίνει ένα χαμογελαστό, ντυμένο σε πολύχρωμα ρούχα, παιδί.







Εν έτει 1985, οι Cure έκαναν για πρώτη φορά και την εμφάνιση τους στη χώρα μας, στα πλαίσια του (θρυλικού πλέον) “Rock in Athens”, ένα φεστιβάλ οργανωμένο στα πλαίσια της γενικότερης πολιτισμικής κίνησης που επιχειρούσε η Μελίνα Μερκούρη και μία από τις πραγματικά αξιόλογες κινήσεις της τότε κυβέρνησης (μεταξύ μας, δεν ήταν και πολλές). Πόσο θα ήθελα να είχα δώσει τότε το παρόν! Στα πλαίσια του φεστιβάλ είχαν έρθει ονόματα όπως οι Depeche Mode, οι Clash, οι Stranglers και η Nina Hagen – όπως και να το κάνουμε, άλλο να βλέπεις τα συγκεκριμένα συγκροτήματα live στα 80’s, όταν και μεσουρανούσαν, και άλλο να τα βλέπεις 20 και βάλε χρόνια μετά.

Μεταξύ των πάνω ονομάτων, οι Cure υπήρξαν σχετικά άγνωστοι για την πλειονότητα του ελληνικού κοινού. Τους γνώριζαν μόνο οι «ψαγμένοι» μουσικά και εκείνοι που ασχολούνταν με την εναλλακτική και πανκ μουσική σκηνή. Οι πρώτες νότες του “One Hundred Years” όμως υπήρξαν αρκετές για να μυήσουν τον ανυποψίαστο κόσμο στο ατμοσφαιρικό τους σύμπαν. Το κοινό μαγεύτηκε, ενώ ερμηνείες όπως εκείνη του “A Forest” (click εδώ για να την δείτε) παραμένουν στις κορυφαίες που έδωσε ποτέ η μπάντα. Πριν το “Live In Athens” οι Cure ήταν άγνωστοι στους Έλληνες. Μετά το φεστιβάλ είχαν μετατραπεί σε ένα από τα πιο καυτά ονόματα των καιρών και οι οπαδοί τους άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Δεν άργησε πολύ να εξαπλωθεί κυριολεκτική μανία για το συγκρότημα, η οποία και συνέπεσε με την περίοδο που οι ίδιοι έβλεπαν τη δημοτικότητα τους να μεγενθύνεται διαρκώς. Από τότε οι Cure μετατράπηκαν σε ένα από τα αγαπημένα σχήματα του ελληνικού μουσικόφιλου κοινού.






Kisses In Heaven



Έχοντας μπει για τα καλά πλέον στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 80, οι ανανεωμένοι Cure επιθυμούσαν να αποτινάξουν τις σκιές του παρελθόντος και να εξελιχτούν ακόμα περισσότερο ως μουσικοί. Μια σημαντική μερίδα των οπαδών τους όμως, εκείνοι που τους είχαν ανακαλύψει πριν μετατραπούν σε όνομα των charts, εξακολουθούσαν να τους ταυτίζουν με εκείνο ακριβώς το στυλ, στη γέννηση του οποίου είχαν συμβάλλει καθοριστικά: το gothic rock,  το οποίο διένυε μέρες μεγάλης ακμής, τότε, στο δεύτερο μισό των 80’s.

Το image του συγκροτήματος έπαιζε καθοριστικό ρόλο σε αυτό: Η φιγούρα του Robert Smith με τα μαύρα, ανάκατα μαλλιά (η οποία, για όσους δε γνωρίζουν, θα επηρέαζε τον Tim Burton στο χτίσιμο της όψης του «Ψαλιδοχέρη»), τα μαύρα ρούχα και το make up, φάνταζε ιδιαίτερα «γοτθική», μια αρσενική εκδοχή της Siouxsie τον καιρό που καθιέρωνε το goth look, αλλά και πολλών άλλων από το πλήθος των «γότθων» που κατέκλυζαν σα νυχτερίδες τα υπόγεια στέκια του Λονδίνου της δεκαετίας του 80. Παρουσιάζει ενδιαφέρον πως το συγκεκριμένο image o Smith το καθιέρωσε τον καιρό που οι Cure είχαν εγκαταλείψει τους αμιγώς goth ήχους, όπως θα διαπιστώσατε και από τις φωτογραφίες μας, οι οποίες παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά. Μα, ως γνωστόν, στη show business η εικόνα είναι εκείνη που μετράει πάντα πιο πολύ, εκείνη που αποτυπώνεται στο νου και τη συνείδηση του πλήθους.








Ίσως να είχαν κάτι τέτοιο κατά νου οι Cure λοιπόν, όταν αποφάσισαν να βγουν στο γαλλικό τηλεοπτικό πρόγραμμα “Champs Elysses”, εν έτει 1986, και να ερμηνεύσουν το “Boys Dont Cry” ντυμένοι σε… πολύχρωμα γυναίκεια ρούχα! Βλέποντας πως πλήθος από τους οπαδούς τους εξακολουθούσαν να τους θεωρούν μια goth μπάντα, συρρέοντας μαζικά στα live ντυμένοι στα μαύρα, οι Cure σκέφτηκαν να τους δώσουν ένα μήνυμα… Ήταν ο δικός τους τρόπος να φανερώσουν πως δεν ανήκουν πουθενά… (click για το βίντεο)

«Όλος αυτός ο ρομαντισμός του θανάτου! Κι όμως, όποιος έχει βιώσει τον θάνατο από πρώτο χέρι μπορεί με σιγουριά να σας πει πως δεν υπάρχει τίποτα ρομαντικό πάνω του…», είχε πει σε μια συνέντευξη του, μετά από καιρό, ο Robert Smith, συζητώντας για το κίνημα του gothic... Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε στο μεγάλο (και κλασικό πια στα κουνελολημέρια) Αφιέρωμα μας στο Gothic (click εδώ).







Είχε πάει 1987. Μια όμορφη χρονιά, με άρωμα διάχυτο από τυρινίνη. Και οι Cure κυκλοφορούν έναν δίσκο που μοσχομύριζε άνοιξη, πριν ακόμα πιάσουν οι ζέστες, τον καιρό που ξεπετάγονται τα πρώτα άνθη καταμεσής ξεγυμνωμένων δέντρων, ή φθινόπωρο, πριν πιάσουν τα κρύα – τον καιρό που η γη αποκτά εκείνο το γλυκό χρυσοκόκκινο της χρώμα, καταμεσής του στρώματος των πεσμένων φύλλων. Ο δίσκος ήταν το “Kiss Me Kiss Me Kiss Me” (τρεις φορές, γιατί μία ποτέ δεν είναι αρκετή) και οι Cure έκαναν ένα ακόμα βήμα προς τα πάνω: Για πρώτη φορά σημείωσαν τόσο μεγάλη επιτυχία στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, και ο δίσκος έφτασε στο τοπ-40 των αμερικανικών charts, μα και στο top-10 πολλών άλλων χωρών. Ήταν επίσης το πρώτο άλμπουμ τους που έφτασε να γίνει πλατινένιο.

Όσο αφορά το περιεχόμενο; Θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω λέξεις και φράσεις από τους τίτλους των τραγουδιών, θεωρώ πως είναι άκρως αντιπροσωπευτικοί. Φανταστείτε λοιπόν πως βρίσκεστε κάπου στο Παρίσι, σε μια πλατεία με γραφικά μαγαζιά και ερυθρόχρωμα δέντρα. Ενώ κάθεστε σε ένα τραπέζι, πίνοντας ένα δροσιστικό ρόφημα με παγωμένη ζάχαρη, φέρνετε κατά νου τα περασμένα και αναπολείτε: φιλιά που χάθηκαν, σχέσεις που διένυσαν τον κύκλο τους και σεις απομείνατε μονάχος, άγρυπνος τις νύχτες, ριγμένος σ’ έναν λάκκο με φίδια. Μα ξάφνου κάνει την εμφάνιση της μια παριζιάνα, την παρατηρείτε απέναντι σας ενώ βαδίζει και στα πόδια της αναστενάζει όλη η γη. Σας εξαπολύει τότε μια ματιά – μια ματιά μονάχα, μα το βλέμμα της φαντάζει σαν Παράδεισος. Μια υπόσχεση όσων είναι να ρθουν.



pic source



Αυτό είναι το “Kiss Me Kiss Me Kiss Me”! Μουσικά, πρόκειται για ένα από τα πλέον πολύμορφα άλμπουμ του συγκροτήματος. Θα βρείτε ξεσηκωτικά ροκ τραγούδια (“Shiver and Shake” - click), party ύμνους (“Why Cant I Be You” - click, ίσως το πιο χορευτικό και ανεβαστικό τραγούδι των Cure), φανκιές (“Hot, Hot, Hot!!!” - click), ατμοσφαιρικά, υποχθόνια περάσματα, με ανατολίτικες αποχρώσεις (“The Snakepit”, “If Only Tonight We Could Sleep” - click) και κλασικούς Cure ύμνους (“All I Want” - click). Να μη παραλείψω να αναφέρω φυσικά το σαρωτικό χιτ “Just Like Heaven” (click - αναμφισβήτητα ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα τραγούδια τους), μα και το προσωπικά αγαπημένο μου, το απλά υπέροχο “How Beautiful You Are” (click), του οποίου και αξίζει να παραθέσουμε τους στίχους και να μιλήσουν εκείνοι αντί για μας…


You want to know why I hate you?
Well I'll try and explain
You remember that day in Paris
When we wandered through the rain
Promised to each other
That we'd always think the same
And dreamed that dream
To be two souls as one
Stopped just as the sun set
And waited for the night
Outside a glittering building
Of glittering glass and burning light
And in the road before us
Stood a weary grayish man
Who held a child upon his back
A small boy by the hand
Three of them were dressed in rags
And thinner than air
And all six eyes stared fixedly on you
The father's eyes said "Beautiful!
How beautiful you are!"
The boy's eyes said
"How beautiful! she shimmers like a star!"
The child's eyes uttered nothing
But a mute and utter joy
And filled my heart with shame for us
At the way we are, at the way we are
I turned to look at you
To read my thoughts upon your face
And gazed so deep into your eyes
So beautiful and strange
Until you spoke
And showed me understanding is a dream
I hate these people staring
Make them go away from you
The father's eyes said "Beautiful!
How beautiful you are!"
The boy's eyes said
"How beautiful! she glitters like a star!"
The child's eyes uttered nothing
But quiet and utter joy
And stilled my heart with sadness
For the way we are, at the way we are
And this is why I hate you
And how I understand
That no one ever knows or loves another
Or loves another


Οι Cure στα ομορφότερα τους…






Lullabies on Fascination Street



Ενώ τα πολύχρωμα 80’s βάδιζαν προς το τέλος τους, κι ενώ οι Cure διένυαν τις καλύτερες τους μέρες, κάτι ξύπνησε στον Robert Smith. Η ανάμνηση ενός παλιού ονείρου ίσως, ένα όνειρο που χάθηκε, σαν αντανάκλαση σε λάκκο με νερό πριν πέσει πάνω του η βροχή και σβήσει την εικόνα του. Ο καιρός περνούσε, οι θύμησες έμπλεκαν η μία με την άλλη, οι απογοητεύσεις του παρελθόντος με τις ελπίδες του μέλλοντος, όλα συστρέφονταν, το ένα γύρω από το άλλο. Έχοντας εισέλθει στην τέταρτη δεκαετία της ζωής του, ο Σμιθ έγινε ξανά εσωστρεφής. Όση επιτυχία και αν σημείωναν στα charts, οι Cure παρέμεναν το προσωπικό του όχημα, ο καμβάς πάνω στον οποίο ζωγράφιζε, σε ύφος εξπρεσιονιστικό, τα βαθύτερα συναισθήματα και τις ασυνείδητες του σκέψεις.

Το συγκρότημα αντιμετώπιζε εσωτερικά ζητήματα – οι μέρες του Lol Tolhurst ως μέλος της μπάντας έφταναν στο τέλος τους. Έπινε πολύ και απουσίαζε πλήρως από το δημιουργικό κομμάτι της μουσικής – «ήθελα να παραμείνει στη μπάντα περισσότερο νιώθοντας υποχρέωση απέναντι σε έναν παλιό φίλο», είχε πει ο Σμιθ. Μα τα υπόλοιπα μέλη δε τον άντεχαν και ο Tolhurst αποχώρησε. Το υλικό του επόμενου δίσκου θα ετοιμαζόταν εξ’ ολοκλήρου απ’ τον Σμιθ (για άλλη μια φορά), ο οποίος είχε κλειστεί (πάλι) στον εαυτό του. Η εμπορική επιτυχία τον έκανε να αισθάνεται άβολα, το ίδιο και το status του σούπερσταρ. Σκεπτόταν πως τα περισσότερα συγκροτήματα στην ιστορία της μουσικής παραδίδουν τα κορυφαία άλμπουμ τους στην πρώτη δεκαετία της ύπαρξης τους και μετά παίρνουν τον κατήφορο – και έχοντας συμπληρώσει πάνω από δέκα χρόνια ύπαρξης με τους Cure, τον έπιανε κατάθλιψη, νιώθοντας πως είχε έρθει η ώρα του δικού τους κατήφορου.

Οι Cure θα επέστρεφαν πάλι στο σκοτάδι, μόνο που τώρα η εμπειρία θα ήταν διαφορετική. Αυτό δεν ήταν το καταθλιπτικό γκρίζο του “Faith” ή το καταστροφικό μαύρο του “Pornography”. Έμοιαζε περισσότερο με τον σκοτεινό ουρανό που περικλείει το φεγγάρι τα βράδια, με τα σύννεφα που ταξιδεύουν πάνω του, μαύρες ψαρόβαρκες στη θάλασσα του ουρανού, μα και με τ’ αστέρια που αχνοβολούν, η λάμψη τους ένας φάρος μες στη νύχτα.

Ήταν 1989 και οι Cure παρέδωσαν το “Disintegration” – για πολλή κόσμο το κορυφαίο άλμπουμ τους.





Φάνταζε σαν αυτοκαταστροφική κίνηση αρχικά. Ο Σμιθ είχε αποκαλύψει τις προθέσεις του και είχε δεχτεί συμβουλές να μην ακολουθήσει αυτό τον δρόμο – ένας δίσκος γεμάτος με τόσα αργόσυρτα, μελαγχολικά τραγούδια θα απέβαινε καταστροφικός για ένα συγκρότημα που είχε κατορθώσει επιτέλους, μετά από μια δεκαετία, να σημειώσει επιτυχία και να μετατραπεί σε είδωλα των καιρών του. Έχοντας κατακτήσει τα charts και έχοντας γίνει αγαπητοί από τα πλήθη, με τραγούδια όπως το “Just Like Heaven” και το “Close To Me”, τι μπορούσε να εξυπηρετήσει ένα άλμπουμ τόσο σκοτεινό και θλιβερό; Μόνο πισωγύρισμα μπορούσε να είναι, στα χρόνια εκείνα που οι Cure βρίσκονταν στα όρια της διάλυσης. Ο δίσκος θα απέβαινε μια «εμπορική αυτοκτονία», όπως είχαν προειδοποιήσει τον Σμιθ οι υπεύθυνοι της αμερικανικής Elektra Records.

Οι πρώτες νότες του “Lullaby” (click) σήμαναν τον τόνο. Αργός ρυθμός, μια ατμόσφαιρα που σε υπνωτίζει, σε ναρκώνει. Μια μελωδία στοιχειωμένη, μα βαθιά αισθαντική. Φωνή χαμηλή, σχεδόν ψιθυριστή, σαν από όνειρο. Η είσοδος σ’ έναν κόσμο με σκιές και σύννεφα. Μια αράχνη που υφαίνει τον ιστό της, φωτογραφίες από πρόσωπα που χάθηκαν, αναμνήσεις σε άλμπουμ με φωτογραφίες, ένα κερί που τρεμοπαίζει, μια ερωτική εξομολόγηση.

Lullabies on Fascination Street. Και οι Cure είχαν υφάνει τον πέπλο των ονείρων.






Ο Robert Smith φανέρωνε, για άλλη μια φορά, πως αδιαφορούσε για τις τακτικές του μάρκετινγκ, και πως το νόημα της μουσικής βρίσκεται στην έκφραση, όχι στα νούμερα. Όταν όμως η έκφραση συνοδεύεται με αισθητική και έμπνευση, τότε μπορεί να συνοδευτεί με επιτυχία. Όπως και έγινε. Το “Disintegration” έγινε ο πιο πετυχημένος δίσκος τους, ο πιο δημοφιλής, ο πιο αναγνωρίσιμος. Οι γοτθικοί τόνοι είχαν επιστρέψει, μα ήταν το χρώμα της μελαγχολίας και της αναπόλησης, όχι του θανάτου.  Είναι επίσης το πιο ρομαντικό τους άλμπουμ, επαναφέροντας την αυθεντική, αρχέτυπη ιδέα του ρομαντισμού, εκεί που το φως και το σκοτάδι συμπλέκονται σε μια αδιάσπαστη αγκάλη, όταν ο έρωτας και ο θάνατος γίνονται ένα.

Τα “Lullaby, “Fascination Street” (click), “Pictures Of You” (click) και “Last Dance” (click) ανήκουν στα διαχρονικότερα τραγούδια του συγκροτήματος. Όσο αφορά το “Lovesong” (click), η επιτυχία του ήταν σαρωτική, φτάνοντας ως τη δεύτερη θέση των charts και μετατρεπόμενο σε ένα από τα πιο ομορφότερα ερωτικά τραγούδια όλων των εποχών. «Είχε έρθει επιτέλους ο καιρός που μπορούσα να γράψω ένα straight forward τραγούδι αγάπης», είχε πει ο Robert Smith και το “Lovesong” ήταν το δώρο του απέναντι στην γυναίκα του, Mary Poole, με την οποία είχαν πρόσφατα παντρευτεί. Πόσοι και πόσοι θα έχουν αφιερώσει το συγκεκριμένο τραγούδι, εκ τοτε, σε αγαπημένα πρόσωπα τους, σε έρωτες πραγματοποιημένους ή ανικανοποίητους. (ένας εκ των οποίων υπήρξα και εγώ, για έναν παλιό έρωτα χωρίς την κατάληξη που θα επιθυμούσα)

Το “Disintegration” συνδύασε τέλεια το σκοτεινό με το πιασάρικο, γι’ αυτό και πέτυχε. Αγαπήθηκε εξ’ ίσου από τους παλιούς, όσο και από τους νεότερους οπαδούς των Cure, «γότθους» και «ποπάδες», και καταξιώθηκε ως ο κλασικότερος τους δίσκος. Και ο Ρόμπερτ Σμιθ ξόρκισε για άλλη μια φορά τα προσωπικά φαντάσματα του, μετατρέποντας τα σε τέχνη.






To Wish Impossible Things



Κάθε τέλος συνιστά μια σύμβαση. Στην πραγματικότητα ποτέ καμία ιστορία δεν τελειώνει εντελώς – από μία μακροσκοπική οπτική τα πάντα συνεχίζονται διαρκώς. Ωστόσο οι ιστορίες που αφηγούμαστε στον κόσμο αναγκαστικά τελειώνουν – και το σημείο στο οποίο θα τελειώσουν το επιλέγουμε εμείς. Επέλεξα λοιπόν να κλείσω την αναλυτική μας παρουσίαση κάπου στις απαρχές των 00’s και να μην επεκτείνω την ιστορία παραπέρα. Οι Cure ασφαλώς και συνεχίζουν ως τις μέρες μας, κυκλοφορώντας δίσκους και περιοδεύοντας. Οι συναυλίες τους ανήκουν στις πλουσιότερες που έχω δει να παραδίδει οποιοδήποτε συγκρότημα (δε θα ξεχάσω ποτέ το απολαυστικό, διάρκειας τριών ωρών και βάλε, live που έδωσαν πριν μερικά χρόνια στη Μαλακάσα, αφήνοντας μας με ανοιχτό το στόμα κυριολεκτικά – παραμένει το μεγαλύτερο σε διάρκεια live που έχω δει ποτέ) και ο νεότερος κόσμος εξακολουθεί να τους ανακαλύπτει και να μαγεύεται από την τόσο χαρακτηριστική τους μουσική. Ο Robert Smith δε χρειάζεται πια ν’ ανησυχεί. Οι Cure έχουν εξασφαλίσει τη θέση τους στο πάνθεον των συγκροτημάτων που ανέδειξε η εποχή τους.







Μα τι λέω – Smith είναι αυτός. Γίνεται να μην αποζητά διέξοδο και έκφραση με κάθε δυνατό τρόπο, όσα χρόνια και αν περάσουν, όση επιτυχία και αν έχει εξασφαλίσει; Ασφαλώς και όχι. Ο Σμιθ ήταν πάντα ανήσυχος και εξακολουθεί να είναι. Οι νεότεροι δίσκοι των Cure μπορεί να μη συνιστούν τα άλμπουμ για τα οποία θα τους θυμάται μετά από χρόνια ο κόσμος – μα εκείνες οι προσωπικές πινελιές έκφρασης του δημιουργού τους βρίσκονται πάντοτε εκεί, όπως υπήρχαν από τα πρώτα κιόλας χρόνια.

To λυκαυγές της δεκαετίας του 90 είδε τον κόσμο να αλλάζει – επιφανειακά τουλάχιστον. Μια νέα μουσικόφιλη γενιά ξεπρόβαλε στο προσκήνιο, καινούργια είδη μουσικής φάνηκαν να κατακλύζουν τα charts. H αναδυόμενη τότε Generation X επικοινωνούσε με διαφορετικό τρόπο, συγκριτικά με τους προκατόχους της… Για τον κόσμο της εποχής εκείνης το “Wish” – o δίσκος που οι Cure κυκλοφόρησαν το 1992 – φάνταζε σαν μια μοναδική γέφυρα ανάμεσα στα περασμένα από τη μία και στους ήχους του παρόντος από την άλλη. Έχοντας διαδεχτεί τη σαρωτική επιτυχία του “Disintegration”, το “Wish” επέλεξε να μη βαδίσει στη σκιά του – μα να ακολουθήσει έναν δικό του δρόμο, εμπνευσμένο από το άρωμα της γενιάς των Nineties. Ήταν ο πιο alternative rock δίσκος που είχε κυκλοφορήσει μέχρι τότε το συγκρότημα. 






Ήταν επίσης ένα εξαιρετικά πολύμορφο, μουσικά, άλμπουμ, παντρεύοντας τη μελαγχολία (“Apart”) με μια περισσότερο χύμα αισθητική (“Openclick), τις επικές διαθέσεις (“From The Edge Of The Deep Green Sea” > click - ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια τους, όλων των εποχών) με τον λυρισμό (“A Letter to Elise” > click – η πιο “Disintegration” στιγμή του δίσκου) και την εμπορικότητα – για το τελευταίο ο λόγος ασφαλώς για το “Friday Im In Love” (click), το μεγαλύτερο από όλα τα χιτ τους και ίσως το πιο αναγνωρίσιμο τραγούδι που έγραψαν ποτέ.

Ήταν ένα πολύ όμορφο άλμπουμ που έμελλε να καταστήσει γνωστό το συγκρότημα σε ακόμα μεγαλύτερα πλήθη κόσμου. Ήταν επίσης ο τελευταίος πολύ μεγάλος δίσκος τους, κατά την άποψη μου. Η έμπνευση ασφαλώς δε θα εγκατέλειπε τον Robert Smith – μα κάθε συγκρότημα γνωρίζει μια στιγμή που φτάνει στο peak του. Για τους Cure είχε πια έλθει και περάσει αυτή η ώρα.

Δεν θα έλειπαν βέβαια στιγμές εξαιρετικής αναλαμπής τα επόμενα χρόνια. Λίγο μόλις διάστημα μετά την επιτυχία και την καταξίωση του “Wish”, οι Cure θα συμμετείχαν στο περίφημο Soundtrack μίας από τις πλέον «γοτθικές» ταινίες των Nineties – ο λόγος για το «Κοράκι» και το τραγούδι “Burn” (click), ένα από τα πολύ αγαπημένα άσματα των οπαδών τους και αναμφίβολα μία από τις ωραιότερες στιγμές του soundtrack της ταινίας. Μπορεί, βλέπετε, ο Ρόμπερτ Σμιθ να είχε αποβάλλει από καιρό την ταμπέλα του «γότθου», τονίζοντας ξανά και ξανά πως οι Cure δεν ανήκουν πουθενά, μα, μεταξύ μας, η μουσική τους ταίριαζε απόλυτα σε ένα έργο όπως το «Κοράκι»… το ίδιο και η χαρακτηριστική φυσιογνωμία του ίδιου του Σμιθ, ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο!







Το 1996 το συγκρότημα κυκλοφόρησε το “Wild Mood Swings” – για πρώτη φορά μια μερίδα των οπαδών τους φάνηκε κάπως να προβληματίζεται. Ο δίσκος είχε τις στιγμές του, μα απουσίαζαν τα τραγούδια εκείνα που ήταν δυνατό να ξεχωρίσουν και να γίνουν διαχρονικά – μα όπως είπαμε, δε γίνεται να βρίσκεται συνέχεια κάποιος στην κορυφή, αργά η γρήγορα θα έρθει η ώρα της κοιλιάς. Μετά από τόσα εμπνευσμένα άλμπουμ στη σειρά (εδώ που τα λέμε, δεν είχαν κυκλοφορήσει κανέναν «μέτριο» δίσκο μέχρι τότε οι Cure) θα ερχόταν η στιγμή να μειωθεί κάπως η έμπνευση.

Λίγα χρόνια μετά όμως, εν έτει 2000, ο Robert Smith παρέδωσε στο απαιτητικό κοινό το νεότερο του πόνημα, επονομαζόμενο “Bloodflowers” – και το κοινό έμεινε άκρως ικανοποιημένο, αναγνωρίζοντας στον δίσκο τους Cure που είχε αγαπήσει. Για τον Σμιθ, με τη σειρά του, το “Bloodflowers” συνιστούσε το ιδανικό κλείσιμο μιας «τριλογίας», απαρτιζόμενη από το “Pornography”, συνεχίζοντας στο “Disintegration” και καταλήγοντας στα ματοβαμμένα, αυτά, λουλούδια. Τρεις διαφορετικές φάσεις της ζωής του, τρεις εναλλακτικοί τρόποι να αντικρίσει και να εκφράσει κάποιος ορισμένα από τα βαθύτερα και σκοτεινότερα του συναισθήματα. Από την καταστροφικότητα του “Pornography” (όμοια με τον μηδενισμό της νεαρής ηλικίας), στη μελαγχολία του “Disintegration” (αντίστοιχη με τη νοσταλγία ενός ανθρώπου που έχει πια περάσει την εποχή της πρώτης νιότης) και από κει στο ανανεωμένο αίσθημα που αναδεικνύει το “Bloodflowers” – τα βιώματα της ζωής μπολιασμένα με μια καινούργια φωτιά που αναδεικνύεται στο εσωτερικό τους, μια φωτιά που καίει τα παλιά και συνεχώς φουντώνει, κόντρα στον άνεμο που θέλει να τη σβήσει – το αίσθημα του μεσήλικα που βρίσκεται σ’ ένα σταυροδρόμι της ζωής του.

Αυτοί ήταν λοιπόν οι Cure της νέας εποχής και τραγούδια όπως το “39” (click), το “Maybe Someday” (click) και το “Where The Birds Always Sing” (click) ανήκουν στα πλέον εμπνευσμένα του συγκροτήματος. Και ο Robert Smith θα συνέχιζε τον δρόμο του, δημιουργικός και ανήσυχος όπως πάντα.







The Journey Never Ends



…Μα το προσωπικό μας ρόλερ κόστερ, με την ταμπελίτσα «Ιστορία των Cure», κάπου εδώ φτάνει προς το τέλος του – η ιστορία ασφαλώς και δεν τελειώνει εδώ. Εκείνο που τελειώνει δεν είναι παρά μόνο η αφήγηση μας – το σημείο που, εντελώς συμβατικά, επέλεξα να κλείσω το μεγάλο αυτό αφιέρωμα.

Ξεκινώντας να γράφω αυτό το κείμενο επιθυμούσα να αποδώσω έναν φόρο τιμής σε ένα από τα συγκροτήματα με τα οποία έχω συνδέσει ένα μεγάλο μέρος των μουσικών μου βιωμάτων. Ήθελα να μοιραστώ με τον κόσμο του διαδικτύου ένα κείμενο που θα συνιστά αληθινό φόρο τιμής στο συγκρότημα, μα ταυτόχρονα θα λειτουργήσει ως όχημα για να το εξερευνήσει και η μερίδα εκείνη που τους γνωρίζει λιγότερο. Ελπίζω να τα κατάφερα και να απολαύσατε το ταξίδι και την παρέα μας… Εγώ πάντως, να είστε βέβαιοι πως απόλαυσα το ταξίδι και με το παραπάνω.


Cure είναι αυτοί. Πως θα μπορούσε να μην είναι απολαυστικό.




Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...