Σάρα Σκιναζί ήταν το όνομα σου, μα ήθελες να σε λένε
Ρόζα. Ρόζα, σαν τα βαθυκόκκινα πέταλα που είχες φορέσει στα μαλλιά σου, τη
νύχτα εκείνη που κλέφτηκες. Τη νύχτα που σκόρπισες παράνομα με τον έρωτά σου, καθώς
η οικογένειά του δεν σ’ ενέκρινε. Μα ούτε οι δικοί σου σε ενέκριναν. Αγαπούσες
το τραγούδι, τον χορό, όχι το νοικοκυριό. Κοιτούσες τους άντρες μες στα μάτια,
δεν έσκυβες κεφάλι. Σε θεωρούσαν αμφιβόλου αρετής. Ήσουν μια Εβραία σ’ έναν
κόσμο μπάσταρδο, σ’ έναν κόσμο που αποζητούσε μια ταυτότητα. Έναν κόσμο
παραδομένο στα φενακισμένα όνειρα του.
Από
το βράδυ ως το πρωί
με
πρέζα στέκω στη ζωή
κι
όλο τον κόσμο κατακτώ
την
άσπρη σκόνη σαν ρουφώ.
Γυρνούσες σε τοπικές ταβέρνες της οθωμανικής, ακόμα,
βορείου Ελλάδας. Οι Τούρκοι πρώτοι αγάπησαν τη φωνή σου. Σε είχαν δει, εκεί
στην Κομοτηνή, ενώ τραγουδούσες κάποιο βράδυ, και σου ζήτησαν να εμφανιστείς
στο κέντρο τους. Η μάνα σου, υπηρέτρια τότε σε μια εύπορη οικογένεια, είχε εξοργιστεί.
«Αλίμονο, η κόρη μου να γίνει χορεύτρια!», έλεγε – ενώ χαμήλωνε το βλέμμα της την
ώρα που περνούσε μπροστά ο κύρης. Μα η δική σου σκέψη φτερούγιζε με εικόνες και
αρώματα σμυρναίικα, σκηνές νυχτερινής ζωής και ταξιδιάρες μελωδίες. Το τραγούδι
και ο χορός κυλούσαν μέσα σου, όπως τα ψάρια στον βυθό. Και συ μαζί τους κολυμπούσες,
αρμενίζοντας στις θάλασσες της φαντασίας σου.
Άλλαξες σε Ρόζα το όνομα σου, τη στιγμή που
αποφάσισες πως ήθελες να ακολουθήσεις τον δρόμο της τέχνης. Ήταν μια δήλωση
ελευθερίας. Η στιγμή που ανάσαινες σε καθαρό αέρα.
Μα αν ο αέρας ήταν καθαρός, το έδαφος που βάδιζες
ήταν κακοτράχαλο. Ο άντρας σου θα πέθαινε μετά από λίγα χρόνια και θα άφηνες το
παιδί σου σε οικοτροφείο – θα περνούσαν πολλά χρόνια μέχρι να το ξαναδείς. Στο
μεταξύ θα έφευγες για την Αθήνα. Μια νέα εποχή ξημέρωνε, στο κατόπι του
Πολέμου, εκεί, στα χρόνια της δεκαετίας του 20… Εποχή λουσμένη στο φως των
υποσχέσεων, μα ταυτόχρονα παραδομένη στις σκιές τους. Μα εσύ αποζητούσες φως
και μόνο. Τα δικά σου όνειρα δεν ήταν σαν των άλλων.
Όλος
ο κόσμος είναι θύμα μου
σαν
έχω πρέζα και ρουφάω
κι
οι πολιτσμάνοι όταν θα με δουν
Για ένα διάστημα τραγουδούσες σε τρεις γλώσσες: Ελληνικά,
τουρκικά και αρμένικα. Μα σε όποια γλώσσα και αν μιλούσες, τη φωνή σου
χρωμάτιζες το ίδιο. Οι λέξεις και τα συναισθήματα δεν άλλαζαν, ούτε τα νοήματα
των στίχων.
Κάποια στιγμή θα σε ανακάλυπτε ο Παναγιώτης Τούντας.
Ήταν εκείνος που έφερε τις μελωδίες απ’ τη Σμύρνη στην Αθήνα και συνέβαλε όσο
ελάχιστοι στη διαμόρφωση ενός νέου είδους τραγουδιού, που ακόμα δεν είχε κάποιο
όνομα. Ένα τραγούδι που μιλούσε όμως σε κείνους που αποζητούσαν στη μουσική όχι
διασκέδαση, μα παρηγοριά. Σε κείνους τους χιλιάδες. Θα συνέδεες το όνομα σου με
το τραγούδι αυτό και ο κόσμος θα σε γνώριζε… Δέκα χρόνια μετά η φωνή σου θα γινόταν
αγαπητή από τα πλήθη, σε Ελλάδα, Αίγυπτο, Τουρκία, Αλβανία και Σερβία.
Παναγιώτης Τούντας |
Μα η φήμη ποτέ δε σ’ αιχμαλώτισε. Τον καιρό που στη
χώρα κάποιοι ύψωναν το χέρι σε χαιρετισμό φασιστικό και μιλούσαν για μεγαλεία
εθνικά και αυτοκρατορίες, εσύ με τόλμη τραγουδούσες.
Σαν
μαστουρωθείς
γίνεσαι
ευθύς
βασιλιάς,
δικτάτορας, Θεός και κοσμοκράτορας.
Πρέζα
όταν πιεις
βρε
θα ευφρανθείς
κι
όλα πια στον κόσμο ρόδινα θε να τα δεις.
Δική
μου είναι η Ελλάς
και
στην κατάντια της γελάς,
της
λείπει το `να της ποδάρι
ρε
και το παίξανε στο ζάρι.
Εξουσία, δικτατορία και πρέζα. Όψεις του ίδιου νομίσματος. Κάλπικες μορφές, σέρνοντας απατηλούς χορούς. Το καθεστώς του Μεταξά απαγόρευσε αυτό το τραγούδι
σου, μα και άλλα σαν αυτό. Θα τα ανακάλυπτε ξανά πολλά, πολλά χρόνια μετά ο κόσμος.
Έπειτα ήρθε ένας ακόμα πόλεμος. Η κατοχή. Προκειμένου
να διαφυλάξεις τον εαυτό σου, είχες εκδώσει πλαστά χαρτιά γεννήσεως. Η εβραϊκή
καταγωγή σου δεν γινόταν φανερή. Μα αν είχες συνδεθεί ερωτικά με έναν Γερμανό,
παράλληλα έκρυβες μαχητές της Αντίστασης στο σπίτι σου, ενώ φυγάδευες Εβραίους
από Αθήνα και Θεσσαλονίκη… μεταξύ των οποίων και την οικογένειά σου. Μα το
γάβγισμα των μαύρων σκύλων αντηχούσε έξω από την πόρτα σου… Οι σκιές συχνά
ζωντάνευαν. Κάποια στιγμή έγινε φανερή η δράση σου και σε συνέλαβαν. Θα έμενες
φυλακισμένη για τρεις μήνες. Έζησες, ωστόσο.
Τα χρόνια μετά τον πόλεμο θα απέβαιναν καρπερά για
τη διεθνή καριέρα σου, μα όχι μόνο. Νέοι γάμοι, ταξίδια και περιοδείες στην
Αμερική, άφθονοι δίσκοι και χειροκροτήματα δίχως τέλος… Μα κάτι ωστόσο είχε
αρχίσει να τελειώνει. Το τραγούδι εκείνο με το οποίο είχες συνδέσει το όνομα
σου πλέον είχε μεταμορφωθεί. Οι καιροί άλλαζαν, οι συνθήκες το ίδιο. Στη μορφή
και τη φωνή σου ο κόσμος θα άρχιζε σταδιακά να βλέπει ένα παράθυρο στον χρόνο,
σε κείνα που ήταν πλέον περασμένα.
Κάποιοι θα ξεχνούσαν. Και η ιστορία θα
επαναλαμβανόταν.
Εγώ
θα είμαι ρε δικτάτορας
κι
ο κόσμος στάχτη αν θα γίνει
ο
ένας θα μ’ ανάβει τον λουλά
κι
ο άλλος θα τον σβήνει.
Κάποιοι όμως σε θυμόμαστε. Σχεδόν βλέπουμε τ' αστέρια που ξεπηδούσαν απ' τα μάτια σου, σαν ονειρευόσουν. Κάπου ανάμεσα τους ίσως τριγυρίζεις.
Το τραγούδι σου ονομάστηκε ρεμπέτικο. Και συ ήσουν η Ρόζα Εσκενάζυ.
Το τραγούδι σου ονομάστηκε ρεμπέτικο. Και συ ήσουν η Ρόζα Εσκενάζυ.