Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Blue Öyster Cult - Secret Treaties






Blue Oyster Cult - Secret Treaties

Έτος - 1974

Είδος - Hard Rock, Heavy Metal



Μιλώντας συνοπτικά και επί της ουσίας: Οι Blue Oyster Cult ονομάστηκαν «η ροκ μπάντα του σκεπτόμενου ατόμου» και όχι τυχαία. Ελάχιστα συγκροτήματα στην ιστορία της μουσικής κατόρθωσαν να συνδυάσουν τόσο αποτελεσματικά την ποιότητα από τη μία, με το γνήσιο, αρχετυπικό πνεύμα της ροκ μουσικής από την άλλη. Και σε αυτόν εδώ, τον τρίτο δίσκο τους, ενδεχομένως να αγγίζουν το δημιουργικό τους απόγειο.

H παρέα των Eric Bloom, Donald «Buck Darma» Roeser (τα δύο εναπομείναντα στο συγκρότημα μέλη ως σήμερα), Allen Lanier, Joe και Albert Bouchard  βρίσκονταν σε τρελά δημιουργικά κέφια, εκεί, στα μισά περίπου των 70’s. Βρισκόμαστε στα χρυσά χρόνια της κλασικής ροκ μουσικής. Το 1974, για την ακρίβεια, υπήρξε μια μεταβατική χρονιά: το πανκ δεν είχε ακόμα γεννηθεί, το glam rock έχανε σταδιακά τη λάμψη του, το κύμα του progressive rock είχε αρχίσει να υποχωρεί και τα μεγαθήρια του σκληρού ήχου των καιρών, συγκροτήματα όπως οι Led Zeppelin και οι Black Sabbath, διένυαν μια «ώριμη» φάση», μεστή από πειραματισμούς. Η εποχή προσφερόταν για ψαγμένα ακούσματα. Το “Secret Treaties” ήρθε πάνω στην κατάλληλη στιγμή.

Το άλμπουμ ουσιαστικά αποτελεί το αποκορύφωμα της πρωταρχικής φάσης του συγκροτήματος (την οποία και έχουν αποκαλέσει  «η ασπρόμαυρη περίοδος»). O αρχικός του τίτλος ήταν "Power In The Hand Of Fools", τελικά όμως προτιμήθηκε το περισσότερο μυστήριο (και ταιριαστό με την διάθεση του άλμπουμ) "Secret Treaties". Ο προκάτοχος του δίσκου, το “Tyranny and Mutation” του 1973, είχε φανερώσει στον κόσμο πως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε απλά με μία ακόμα ροκ μπάντα, στα χνάρια (και σκιά) των γνωστών μεγαθηρίων. Οι Blue Oyster Cult ήθελαν το κάτι παραπάνω. Ο δίσκος, αν και μόλις ο τρίτος τους, φανερώνει μια ωριμότητα που πολλά συγκροτήματα θα ζήλευαν.








Το άλμπουμ συμπυκνώνει, σε 8 τραγούδια όλα κι όλα, όσα αξίζουν σε αυτή τη μουσική. Από την εναρκτήρια, πιασάρικη μελωδία του “Career Of Evil”, στο ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό “Subhuman” (από τα αγαπημένα μου του δίσκου), από το οργιαστικό (με όλη τη σημασία της λέξης) και προκάτοχο του heavy metal της δεκαετίας του 80 “Dominance and Submission”, στο ξέφρενο boogie του “ME 262”, και από το πανέμορφο “Flaming Telepaths” στο βιωματικό φινάλε του “Astronomy”, ο δίσκος δεν περιλαμβάνει ούτε μία κακή στιγμή. Αντίθετα, ξεχειλίζει από ποικιλία, ευφάνταστη συνθετική διάθεση, μελωδικότητα σε σημεία, ξέφρενους ρυθμούς σε άλλα, μα και τους χαρακτηριστικούς, μυστήριους στίχους των B.O.C. Στο τελευταίο κομμάτι το συγκρότημα δέχτηκε για δεύτερη φορά τη συνεισφορά της φίλης τους, Patti Smith.

Η μπάντα, η οποία (μεταξύ άλλων) θα συνεργαζόταν και με τον μεγάλο βρετανό συγγραφέα Michael Moorcock, θεματολογικά συνδυάζει τις ιστορικές διαδρομές, την επιστημονική φαντασία, την pulp λογοτεχνία, τα επικά θέματα, μα και την περισσότερο χύμα (και χαρακτηριστική των καιρών) ροκ διάθεση, όλα αυτά εμποτισμένα με άφθονο χιούμορ… Μα και έναν βαθμό ειρωνείας: γιατί στο τέλος, ρίχνεις μια ματιά πίσω σου και διαπιστώνεις πως “the joke is on you”…


Is it any wonder that my mind's on fire 
Imprisoned by the thoughts of what to do 
Is it any wonder that my joke's an iron 
And the joke's on you 







Όσο αφορά το πολεμικό θέμα του εξωφύλλου… Μεταφερόμαστε στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στις μάχες της Βρετανίας με την Γερμανία, και το αεροπλάνο που παρατηρούμε είναι ένα ME 262 – από εκεί προέρχεται ο τίτλος και το περιεχόμενο του ομότιτλου τραγουδιού… Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως επηρέασε τον Steve Harris, δέκα χρόνια μετά, τον καιρό που έγραφε το “Aces High” για τους Iron Maiden, έχοντας ανάλογη θεματολογία. Όσο αφορά τον πιλότο, στο εξώφυλλο… Βλέπουμε έναν σκελετό – δεν είναι τυχαίο.

Οι B.O.C., εξάλλου, υπήρξαν το heavy metal της εποχής τους, μια εποχή που ο όρος κυκλοφορούσε εδώ κι εκεί, δεν είχε όμως καθιερωθεί ακόμα «επίσημα». Όποιος νομίζει πως η μέταλ μουσική συνιστά έναν συρφετό από τσιρίδες και απανωτά ριφ θα δοκιμάσει σίγουρα μια κάποια έκπληξη ακούγοντας το άλμπουμ – κι όμως, αν δεν είχαν υπάρξει οι B.O.C. συγκροτήματα όπως οι Metallica θα ήταν πολύ φτωχότερα (αρκετός κόσμος έμαθε τους Blue Oyster Cult από την περίφημη διασκευή τους στο “Astronomy” – πρόκειται για καταπληκτική διασκευή, ωστόσο το αυθεντικό τραγούδι είναι ούτως ή άλλως μοναδικό και παραμένει μία από τις κορωνίδες της δημιουργικής τους πορείας και ένας από τους μεγαλύτερους ροκ ύμνους της δεκαετίας του 70 – ευτυχώς, είχαμε την χαρά να το απολαύσουμε live, στην πρόσφατη συναυλία του συγκροτήματος, στην Αθήνα!).










Τα χρόνια που θα ακολουθούσαν οι B.O.C. θα γίνονταν ακόμα περισσότερο γνωστοί στο κοινό, ενώ θα παρέδιδαν τα χιτ που θα τους έκαναν διάσημους: τραγούδια όπως το “Godzilla”, “Dont Fear The Ripper” και “BurninFor You”. Ελάχιστοι όμως δίσκοι τους θα παρουσίαζαν από την αρχή μέχρι το τέλος την συνοχή και τον συνθετικό οίστρο του “Secret Treaties”.



Γιατί να ακούσετε αυτόν τον δίσκο: Πρόκειται για ένα από τα ποιοτικότερα και καλύτερα άλμπουμ της ροκ μουσικής της εποχής του και ένα από τα τελειότερα δείγματα πρώιμης, εγκεφαλικής μέταλ μουσικής.


Γιατί να μην ακούσετε τον δίσκο: Δε σας αρέσει η ροκ – αποκλείεται βέβαια, σε αυτή την περίπτωση, να διαβάζετε ως εδώ αυτό το κείμενο.


Ο δίσκος σε μια λέξη: B.O.C. (enough said).


Top Moments: Astronomy, Flaming Telepaths, ME 262, Dominance and Submission, Subhuman


Track List:

2 – Subhuman
4 – ME 262
5 – Cagey Cretins
6 – Harvester Of Eyes
8 – Astronomy





Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

Μίκης Θεοδωράκης - Επιτάφιος







Μίκης Θεοδωράκης - Επιτάφιος (Γιάννη Ρίτσου)

Έτος - 1958/1960

Είδος - Λαϊκό Έντεχνο, Μελοποιημένη Ποίηση



Ελάχιστοι δίσκοι στην ιστορία της ελληνικής μουσικής φέρουν τόσο μεγάλο βάρος, όσο ο συγκεκριμένος. Ενδεχομένως μάλιστα ο «Επιτάφιος» του Μίκη Θεοδωράκη να συνιστά, απλά, τον σημαντικότερο δίσκο της ελληνικής μουσικής του Εικοστού αιώνα. Πραγματικά είναι αδύνατο να υποβαθμίσει κάποιος τη σημασία του συγκεκριμένου πολιτισμικού ορόσημου – τίποτα δεν ήταν ίδιο μετά την κυκλοφορία του, τότε, στις αρχές της δεκαετίας του 60.

Τον καιρό εκείνο λίγοι στη χώρα μας γνώριζαν τον Μίκη – ήταν κυρίως γνωστός στους μουσικόφιλους κύκλους, πρωτίστως εκείνους που ενδιαφέρονταν για την συμφωνική μουσική. Ο Μίκης εδώ και χρόνια ζούσε στο Παρίσι, αυτοεξόριστος, έχοντας επιζήσει από μια ιδιαίτερα ταραγμένη περίοδο, πίσω στα χρόνια του Εμφυλίου. Ο Μίκης ζούσε στη Γαλλία καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της δεκαετίας του 50, μαζί με τη γυναίκα του, και οι κύκλοι της συμφωνικής μουσικής είχαν αναγνωρίσει στο πρόσωπο του έναν από τους σημαντικότερους ανερχόμενους συνθέτες. Στη χώρα μας όμως ήταν γνωστός κυρίως στις πολιτισμικές ελίτ και σε μια μερίδα του Τύπου – η πλατιά μάζα του πληθυσμού τον αγνοούσε.

Ο Μίκης ωστόσο αισθανόταν πως ο δρόμος της συμφωνικής μουσικής δεν ικανοποιούσε πλήρως το όραμα του: τη δημιουργία μιας μορφής τέχνης, ικανής να διαδοθεί και να αγγίξει πλήθος κόσμου από τη μία, φέροντας ωστόσο εντός της το απαραίτητο κοινωνικό μήνυμα και ενσωματώνοντας στους κόλπους της διαφορετικά καλλιτεχνικά είδη, όλα σε μια νέα μορφή ενότητας, στην οποία το σύνολο συνιστά κάτι μεγαλύτερο από τα μεμονωμένα μέρη του, μια σύνθεση που προκύπτει από την ένωση των αντιθέτων. Στην περίπτωση μας, η ένωση της μουσικής με την ποίηση.







Όχι οποιασδήποτε μουσικής όμως. Ο Μίκης επεδίωξε να παντρέψει τις συμφωνικές φόρμες και την ποίηση με το ελληνικό λαϊκό τραγούδι – αυτή υπήρξε η μεγάλη του πρωτοπορία και ταυτόχρονα, το στοιχείο εκείνο που προκάλεσε κύματα αντιδράσεων στον κόσμο της εποχής. Ένας συνθέτης της συμφωνικής μουσικής να παραδίδει λαϊκά τραγούδια, απευθυνόμενα στις μάζες? Μελοποιημένη ποίηση συνοδευόμενη από λαϊκά μουσικά όργανα όπως το μπουζούκι? Μελοποιημένα τραγούδια αριστερών πολιτικών φρονημάτων? Σκάνδαλο!

Βρισκόμαστε στην Ελλάδα των αρχών της δεκαετίας του 60 – μία από τις πλέον πολυτάραχες περιόδους της, όταν η Δεξιά των ανακτόρων, της Φρειδερίκης και του Κωνσταντίνου Καραμανλή κινούσε τα πολιτικά νήματα του κράτους. Η κομμουνιστική Αριστερά βρισκόταν υπό διωγμό, η ΕΔΑ έβλεπε τη δύναμη της να αυξάνεται σε πρωτοφανή (και τρομακτικά για ορισμένους) ποσοστά, και ο «γέρος» Γιώργος Παπανδρέου με την Ένωση Κέντρου του ετοιμαζόταν να παραλάβει τη σκυτάλη. Θα ερχόντουσαν πολυτάραχες μέρες, από τις πλέον δραματικές και τεταμένες στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Η δεκαετία του 60 για την Ελλάδα υπήρξε μια εποχή πολιτικής και κοινωνικής ζύμωσης, περισσότερο σε σχέση με την σιωπηλή και φοβισμένη δεκαετία του 50 – υπήρξε επίσης μία από τις δημιουργικότερες περιόδους της ελληνικής μουσικής, και εδώ ο Μίκης υπήρξε ο μεγαλύτερος της πρωτοπόρος.




Θεσσαλονίκη, 1936



Ο «Επιτάφιος» σηματοδότησε την επιστροφή του Μίκη στην πατρίδα του και την ριζοσπαστικότερη στροφή του ελληνικού τραγουδιού. Ο κόσμος τον υποδέχτηκε με τα πλέον αντιφατικά συναισθήματα. Άλλοι ενθουσιάστηκαν. Άλλοι τον καταδίκασαν, θεωρώντας τον ιεροσυλία – πολύ απλά δε μπορούσαν να κατανοήσουν τι ήταν αυτό που άκουγαν. Η κυβέρνηση (ασφαλώς) απαγόρευσε τη μετάδοση των τραγουδιών από το ΕΙΡ – η πρώτη από τις άφθονες απαγορεύσεις που θα γνώριζε η μουσική του Μίκη. Ενδιαφέρον ωστόσο παρουσιάζει πως τον δίσκο καταδίκασε ακόμα και μια μερίδα της Αριστεράς της εποχής, κάτι που ξένισε τον Μίκη.

Όσο αφορά το περιεχόμενο του δίσκου… O «Επιτάφιος» υπήρξε ποίημα του (φίλου του Μίκη) Γιάννη Ρίτσου, το οποίο γράφτηκε πίσω στο 1936… Ήταν Μάιος και απεργίες είχαν σαρώσει τη χώρα. Στη Θεσσαλονίκη έμελλε να ζωγραφιστεί μία από τις πλέον δραματικές σελίδες στην ιστορία του εργατικού κινήματος, όταν και έχασαν τη ζωή τους 12 άνθρωποι. Ανάμεσα τους, ο νεαρός Τάσος Τούσης, 25 χρονών. Οι σύντροφοι του απέθεσαν το πτώμα του πάνω σε μια ξεχαρβαλωμένη ξύλινη πόρτα, προκειμένου να τον μεταφέρουν, ενώ οι χωροφύλακες εξαπέλυαν τα πυρά τους. Η μητέρα όμως του παιδιού, θρηνώντας τον χαμό του γιού της, αγνόησε τους διαδηλωτές, προσπέρασε τους χωροφύλακες, και στάθηκε πάνω από το άψυχο σώμα του γιού της, ξεσπώντας σε μοιρολόγια, καταμεσής του δρόμου.









Η σκηνή αποτυπώθηκε την επόμενη μέρα στον «Ριζοσπάστη». Ο Γιάννης Ρίτσος είδε την φωτογραφία και, συγκλονισμένος, έγραψε τον «Επιτάφιο».


Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης

Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια

Και μου 'λεγες πως όλ' αυτά
τα ωραία θα ειν' δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας.



Εν έτει 1958, και ενώ ο Μίκης βρισκόταν στο Παρίσι, ο Ρίτσος του έστειλε ένα αντίγραφο του «Επιταφίου», με την ακόλουθη αφιέρωση: «Το βιβλίο αυτό κάηκε από τον Μεταξά, στα 1938, κάτω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός».

Τότε ήταν που ο Μίκης αποφάσισε να καταπιαστεί με την λαϊκή μουσική.








Επιστρέφουμε στη χώρα μας, την περίοδο που ηχογραφούνταν ο «Επιτάφιος». Παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός ότι το συγκεκριμένο έργο του Ρίτσου είχε τότε ηχογραφηθεί και κυκλοφορήσει σε δύο διαφορετικές εκδοχές. Η μία ήταν εκείνη του Θεοδωράκη. Η άλλη ήταν του Μάνου Χατζιδάκι. Η ηχογράφηση του Χατζιδάκι μάλιστα είχε προηγηθεί εκείνης του Μίκη, ενώ οι δύο δίσκοι κυκλοφόρησαν σχεδόν παράλληλα, δημιουργώντας τον μύθο ενός άτυπου «ανταγωνισμού» ανάμεσα στους δύο μεγάλους συνθέτες – έναν μύθο που διήρκεσε χρόνια. Ο Μίκης είχε επιλέξει τους Γρηγόρη Μπιθικώτση και Μαίρη Λίντα ως ερμηνευτές του, ενώ στο μπουζούκι ήταν ο Μανώλης Χιώτης. Ο Χατζιδάκις, από την άλλη, είχε επιλέξει για τα φωνητικά την Νάνα Μούσχουρη.

Η εκδοχή του Χατζιδάκι έγινε περισσότερο αποδεκτή από τον κόσμο της εποχής, και σαφώς δε γνώρισε τις κατακλυσμιαίες αντιδράσεις εκείνης του Μίκη, απέχοντας από τις λαϊκές φόρμες του δεύτερου. Η εκδοχή του Θεοδωράκη όμως ήταν εκείνη που άφησε ιστορία, μεταβάλλοντας πλήρως το πρόσωπο της ελληνικής μουσικής και αναδιαμορφώνοντας τα όρια ανάμεσα στην Τέχνη και τη μαζική μουσική απήχηση.









Είχε πει με κάποιο παράπονο η Νάνα Μούσχουρη, μετά από χρόνια: «Ηχογραφούσαμε το άλμπουμ, όταν στο έκτο τραγούδι ο Θεοδωράκης, ο Ρίτσος, και κάποιοι μουσικοί εξαφανίστηκαν. Δύο μέρες μετά καταλάβαμε γιατί: Κυκλοφόρησε η δεύτερη version με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ο Θεοδωράκης μάλιστα είπε στις εφημερίδες πως προτιμούσε τη δική του εκδοχή, με το παιδί του κάμπου, παρά εκείνη με το κορίτσι του σαλονιού – λες και δεν ήμουν και γω ένα απλό κορίτσι. Ποτέ μου δεν πρόκειται να ξεχάσω αυτή του την κουβέντα».

Η αλήθεια να λέγεται, το έργο του Θεοδωράκη βρίσκεται εγγύτερα στο πνεύμα του Γιάννη Ρίτσου, μιλώντας σε φόρμες τέτοιες ικανές να αγγίξουν τους βασικούς πρωταγωνιστές του δράματος: τα καταπιεζόμενα κοινωνικά στρώματα.

Για τα τραγούδια δε χρειάζεται να μιλήσω ο ίδιος – μιλάνε από μόνα τους, σε μια γλώσσα από εκείνες που θα χαρακτήριζα πανανθρώπινες, ξεφεύγοντας από τοπικούς και χρονικούς περιορισμούς. Η σύζευξη των «έντεχνων» μελωδιών (σε μια εποχή που ο όρος «έντεχνο» ακόμα δεν υπήρχε) με το αξεπέραστο μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη είναι μοναδική, ενώ οι ερμηνείες του Γρηγόρη Μπιθικώτση και της Μαίρης Λίντα είναι απλά συγκλονιστικές, επιφέροντας μια αίσθηση συναισθηματικής ανάτασης, ικανές να μας κάνουν να δακρύσουμε.

Κάπως έτσι το μοιρολόι εκείνης της μητέρας μετατράπη σε μοιρολόι ενός ολόκληρου λαού, κλάμα ικανό να επιφέρει την κάθαρση, και μαζί με αυτήν, την κοινωνική αφύπνιση.

Για τον Μίκη όμως, ο «Επιτάφιος» ήταν απλά η αρχή…








Γιατί να ακούσετε τον δίσκο: Αστειευόμαστε? Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα από τα μεγαλύτερα πολιτισμικά ορόσημα της έρμης τούτης χώρας.


Γιατί να μη τον ακούσετε: Γιατί δεν είστε άνθρωποι (μπορώ να πω πως υπάρχουν ουκ ολίγοι τέτοιοι γύρω μας).


Ο δίσκος σε μια λέξη: Ορόσημο


Κορυφαίες στιγμές: Μέρα Μαγιού Μου Μίσεψες, Που Πέταξε τ’ Αγόρι μου, Βασίλεψες Αστέρι Μου, Ήσουν Καλός και Ήσουν Γλυκός


Τραγούδια

1 - Που Πέταξε Τ' Αγόρι Μου
2 - Χείλι Μου Μοσκοκύριστο
3 - Μέρα Μαγιού Μου Μίσεψες
4 - Βασίλεψες Αστέρι Μου
5 - Ήσουν Καλός Κι Ήσουν Γλυκός
6 - Στο Παραθύρι Στεκόσουν
7 - Να Χα Τ' Αθάνατο Νερό
8 - Γλυκέ Μου Συ Δεν Χάθηκες

Μπορείτε να ακούσετε τον δίσκο εδώ:







Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...