expr:content='”” + data:blog.postImageUrl’ property='og:image'/>

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

"Hellhound on my Trail"... Ο Robert Johnson και ο Διάβολος







Ένα κρύο βράδυ του Οκτώβρη, στα χρόνια της δεκαετίας του 30, ένα βράδυ που το ολόγιομο φεγγάρι έβαφε τον ουρανό στην απόχρωση του αίματος, ο Robert Johnson έκανε συμφωνία με τον διάβολο.

Ο Johnson ήταν ένας μοναχικός μουσικός των Blues, γυροφέρνοντας σαν άδικη κατάρα με τη κιθάρα του στα βασανισμένα τοπία του αμερικανικού Νότου, γυρεύοντας κάποια αναγνώριση. Μικρό παιδί μόλις και είχε μάθει τη σκληρή ζωή της εργασίας στις φυτείες, ζωντανό απομεινάρι των χρόνων της σκλαβιάς – που μόνο στο όνομα είχε καταρρεύσει. Ήταν μόλις 17 χρονών όταν παντρεύτηκε τη φιλενάδα από τα παιδικά του χρόνια, Virginia, μα ίσα που πρόλαβε να ζήσει έναν χρόνο φευγάτης ευτυχίας. Η αγαπημένη του Virginia έμελλε να πεθάνει στη διάρκεια της γέννας – και μαζί με αυτή, πέθανε και το παιδί της.

Ο Johnson ήταν απαρηγόρητος. Μόνη του διέξοδος πια η μουσική και το ουίσκι. Παρέα με τους λιγοστούς του φίλους, γυρνούσε εδώ κι εκεί, η κιθάρα μόνιμη αποσκευή του. Με τον φιλαράκο του Willie Brown λένε πως σύχναζαν τα βράδια σε νεκροταφεία, γράφοντας τραγούδια στις ταφόπλακες, ρουφώντας το φεγγάρι, θέλοντας ίσως να ξυπνήσουν τους νεκρούς…

Μα οι νεκροί πάντα κοιμόνταν. Και το κοινό παρέμενε αδιάφορο για τη μουσική του Johnson.







Crossroads



Ώσπου ήρθε εκείνο το μοιραίο, παγερό βράδυ του Οκτώβρη. Ο Johnson βάδιζε σε μια σκοτεινή διασταύρωση, στο ανίερο σμίξιμο των δρόμων Highway 61 και 49… Σύμφωνα με μια παράδοση που είχε ρίζες στο μακρινό παρελθόν, η διασταύρωση δύο δρόμων θεωρείται μέρος ερεβώδες, δαιμονικό, χαίνουσα πηγή μαύρης μαγείας. Ο άνεμος φυσούσε, αντηχώντας σαν αναστεναγμός μανιασμένου εραστή. Ο ουρανός έσμιγε με τη σελήνη και γεννούσανε σκιές. Ένα σκυλί ούρλιαζε σα λυσσασμένο, χοροπηδώντας λες και προσπαθούσε να πιάσει το σκιερό του είδωλο.

Τότε ήταν που ο Johnson συνάντησε έναν μεγαλόσωμο, επιβλητικό, μαυριδερό κύριο. Ο κύριος του χαμογέλασε και τα λευκά δόντια του αντανακλούσαν τη λάμψη απ’ το φεγγάρι. «Σε περίμενα», του είπε, κι ενώ ο Johnson δε πίστευε στα μάτια του. «Άργησες, ξέρεις», συνέχισε εκείνος. «Μα ίσως και όχι. Κάποιες φορές ό,τι αργεί γίνεται απολαυστικότερο στο τέλος, δε συμφωνείς;».

Ο Johnson κατάλαβε ποιος ήταν. Και κατάλαβε ποιος ήταν ο σκοπός του. Η καρδιά του χτύπησε με φόβο και λαχτάρα. «Έχω χάσει όλα όσα είχα. Τη ζωή μου, τη γυναίκα μου, το παιδί μου. Μόνο η κιθάρα αυτή μου μένει. Το μόνο όνειρο μου, ν’ αναγνωριστώ. Nα πνίξω τον πόνο μου στη παρηγοριά της δόξας, στη ζεστασιά του ακριβού ποτού, να με θαυμάζουν οι μουσικοί και να με ποθούνε οι γυναίκες. Μπορείς να μου δώσεις αυτό που σου ζητώ;»







Ο διάβολος τον κοίταξε και τα μάτια του πετούσαν σπίθες. «Μπορώ να σου χαρίσω τόση δόξα, όση δε φαντάζεσαι. Θα έχεις ουίσκι άφθονο και γυναίκες φίνες. Δεκαετίες και δεκαετίες μετά θα μνημονεύεται το όνομα σου και θα σε μελετούν οι καλλιτέχνες. Η μουσική του 20ου αιώνα θα εμποτιστεί στους ρυθμούς που θα της δώσεις… Μα, να ξέρεις, υπάρχει πάντα και το τίμημα... Νομίζω πως αυτό είναι αυτονόητο».

Ο Johnson φάνηκε διστακτικός. Το σταυροδρόμι κάτω στα πόδια του φάνταζε λες και ανήκε σ’ έναν άλλο κόσμο – σα να ήταν το μοναδικό σταυροδρόμι που είχε ποτέ υπάρξει, ίδιο και απαράλλαχτο σε όλες τις εποχές και τους τόπους. Ο αέρας είχε πάψει ν’ αντηχεί, το σκυλί ίσα που ακουγόταν. Ο Johnson σκέφτηκε το παρελθόν του… τι είχε χάσει, τι είχε να κερδίσει. Σκέφτηκε τα μέλη της φυλής του, τους χιλιάδες σαν αυτόν που βίωναν τα δεινά μιας κοινωνίας που δεν είχε χτιστεί στα μέτρα των ικανοτήτων τους. Τα σκέφτηκε όλα αυτά και αποφάσισε.

«Θέλω να γίνω ο βασιλιάς των Blues», είπε στον διάβολο. Και ο διάβολος χαμογέλασε.

«Φέρε την κιθάρα σου, παλικάρι μου», του είπε. Ο Johnson, κάπως απρόθυμα, του την παραχώρησε. Ο διάβολος την πήρε στα πελώρια χέρια του, την κούρδισε και εκείνη φάνηκε ν’ αναστενάζει ηδονικά. Φλόγες φάνηκαν να ξεπετάγονται από πάνω της. Μα όταν ο Johnson την έπιασε στα χέρια του, η κάψα όλη μπήκε στο κορμί του. Και αισθάνθηκε τότε τη γλυκιά ηδονή της έμπνευσης να τον κατακλύζει. Ήταν ένας άλλος άνθρωπος πια.

Το επόμενο πρωί, όταν θα επέστρεφε στη πόλη, ο νεαρός αυτός θα άφηνε κατάπληκτο το ακροατήριο με τις εκπληκτικές του ικανότητες. Ο ήχος των Blues του Δέλτα είχε πια βρει τον σημαντικότερο τους εκφραστή. Και ο Johnson έγραψε μερικά τραγούδια, σχετικά με την εμπειρία που είχε. Ένα από αυτά ήταν το "Me and the Devil Blues". Ένα άλλο ήταν το "Hellhound on my Trail".








Ο χορός της αιωνιότητας



Η δόξα θα ερχόταν, μα το τίμημα ήταν βαρύ. Λίγα μόλις χρόνια μετά, κι ενώ ο Johnson είχε αρχίσει να αποκτά την αναγνώριση που τόσο επιθυμούσε, έμελλε να πέσει νεκρός στο άδυτο ενός μπαρ, πίνοντας ουίσκι ποτισμένο με δηλητήριο – πιθανότατα από κάποιον ανταγωνιστή… Ο διάβολος είχε τηρήσει τη συμφωνία του.

Μα, πράγμα παράξενο, στις ακόλουθες δεκαετίες όλο και περισσότερος κόσμος θα ανακάλυπτε τον Robert Johnson. Η μουσική του θα διοχετευόταν στα κανάλια, όχι μόνο των Blues, μα και της Jazz, των Rhythm n Blues, του Rock n Roll. Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως η Ροκ μουσική στο σύνολο της γεννήθηκε επειδή κάποτε, αυτός ο βασανισμένος, μα ικανότατος, μαύρος μουσικός, οραματίστηκε πως ένα βράδυ, υπέγραψε συμβόλαιο με τον διάβολο…


Μεταξύ μας… Δεν ήταν ο διάβολος αυτός. Μα ο θεός της μουσικής, μεθυσμένος απ’ το άφθονο ουίσκι και τον τρελό χορό. Πίνοντας και τραγουδώντας στην υγεια του Robert Johnson, του πατέρα των Blues.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...