Lou Reed – Berlin
Έτος – 1973
Είδος – Art Rock
O δίσκος ξεκινάει και μεμιάς κατακλυζόμαστε από τον ζωηρό
ήχο του πλήθους. Κόσμος που πίνει, καπνίζει, συζητάει. Από κάπου στο βάθος
αντηχεί κάποια τρομπέτα. Βρισκόμαστε σε ένα καφέ, στο Βερολίνο της δεκαετίας
του 70. Μια πόλη διχασμένη σε ανατολή και δύση, μια πόλη που ανοικοδομούσε την
ταυτότητα της.
Στο βάθος της καφετέριας ένας αμερικανός, ο Τζιμ. Θα
μπορούσε να είναι ένας οποιοσδήποτε ξένος, ο οποίος άφησε την πατρίδα του και
κατέφυγε στην Γερμανία από ανάγκη. Ο Τζιμ στέκει πάνω από το μισοάδειο (ή
μισογεμάτο για τους αισιόδοξους) ποτήρι του και αναπολεί. Θυμάται την Caroline,
την κοπέλα του. Η Caroline δεν είναι πια εδώ. Η όμορφη Caroline, η ταλαίπωρη
Caroline, η βασανισμένη Caroline, έδωσε τέλος στη ζωή της. Ο Τζιμ την φέρνει
στο νου και τα συναισθήματα του είναι ανάμεικτα. «Ίσως είναι καλύτερα που
έγιναν έτσι τα πράγματα και δεν είναι πια μέρος της καθημερινότητας μου»,
σκέφτεται και τρομάζει με τον κυνισμό του.
Οι δυο τους ήταν ένα βαθύτατα προβληματικό ζευγάρι. Βίωσαν
τη φτώχεια, τα ναρκωτικά, την περιφρόνηση των ανώτερων τάξεων. Έβρισκαν διέξοδο
μέσα από τις καταχρήσεις και τα ξέφρενα σαδομαζοχιστικά παιχνίδια. Σε κάποια
φάση η πολιτεία απέσπασε από την Caroline τα παιδιά της, για λόγους «κοινωνικής
πρόνοιας». Δυστυχώς εκείνη δεν το άντεξε…
Αυτή είναι η ιστορία που περιγράφει το “Berlin”, ο τρίτος
προσωπικός δίσκος του Lou Reed. Ανάμεσα σε άλλα παρελαύνουν αναφορές στις
κοινωνικές ανισότητες, την κακοποίηση απέναντι στις γυναίκες και τη μοναξιά,
ενώ με το τραγούδι “Lady Day” η φιγούρα της Billie Holliday δρα ως μια
αλληγορία για την περιγραφή της ιστορίας. Πραγματικά πρόκειται για έναν
βαθύτατα σκοτεινό δίσκο, ιδιαίτερα ενοχλητικό σε σημεία. Για παράδειγμα στο
τραγούδι “The Kids”, όπου περιγράφεται η αρπαγή των παιδιών από την δύστυχη
μητέρα, ακούγονται οι φωνές των παιδιών να λένε “Mommy, mommy!”, καταμεσής κλαμάτων.
Πραγματικά ένα άλμπουμ που είναι ικανό να σας φτιάξει τη
διάθεση!
Ανέφερα το γενικότερο concept, ωστόσο δεν θα μιλούσαμε για
τον συγκεκριμένο δίσκο αν επρόκειτο απλά για ένα σκοτεινό, καταθλιπτικό
άλμπουμ. Εδώ κυρίες και κύριοι, πολύ απλά, έχουμε ίσως το κορυφαίο μουσικό
επίτευγμα της καριέρας του Lou Reed. Μερικές φορές η ομορφιά συναντάται στα
σκοτάδια, στις σκιές. Μία λάμψη στον πάτο ενός πηγαδιού πιθανό να φαντάζει πιο
λαμπρή. Το “Berlin” είναι πανέμορφο μέσα στον ζόφο του, βαθύτατα λυρικό μέσα
στην πικρή κοινωνική πραγματικότητα που περιγράφει. Θα μπορούσαμε να το
παραλληλίσουμε με μια μουσική «Όπερα της Πεντάρας» για την δεκαετία του 70, ένα
ορχηστρικό αριστούργημα κοινωνικού ρεαλισμού.
Η μουσική ξεχειλίζει ηχοχρώματα και άφθονα επίπεδα. Σε σημεία
ταξιδιάρικη, με πλούσιες μελωδίες από πνευστά, πιάνο και ορχήστρα, σε άλλα πάλι
σε ανεβαστικούς ροκ ρυθμούς, ενώ υπάρχουν και στιγμές που ο τόνος πέφτει και ο
ήχος ξεγυμνώνεται μέσα στην απλότητα του. Καθοριστικό ρόλο στο μοναδικό
πραγματικά ηχητικό αποτέλεσμα του δίσκου παίζει ο παραγωγός Bob Ezrin – και για
όσους δεν ξέρουν, πρόκειται για τον ίδιο παραγωγό που λίγα χρόνια μετά θα μας
παρέδιδε το “The Wall” των Pink Floyd… ένα ακόμα άλμπουμ που ξεχειλίζει
υπαρξιακή αγωνία, βαθιά συναισθήματα και συγκρούσεις του ατόμου με έναν
αφιλόξενο κοινωνικό περίγυρο.
Το “Berlin” εξάλλου φανερώνει για άλλη μια φορά, πόσο
αντισυμβατική φιγούρα υπήρξε ο Lou Reed, πόσο αδιαφορούσε για την βιομηχανία
του θεάματος. Ένα μόλις χρόνο πριν είχε σημειώσει καταιγιστική επιτυχία με το
“Transformer” και το πιασάρικο glam rock του… Θα μπορούσε αν ήθελε να
ακολουθήσει τον ίδιο, ασφαλή δρόμο, κυκλοφορώντας ένα αντίστοιχο άλμπουμ. Δεν
το έκανε. Επέλεξε αντί αυτού τον δρόμο της προσωπικής μουσικής του έκφρασης. Το
αποτέλεσμα δεν τον δικαίωσε εμπορικά (το περιοδικό Roling Stone χαρακτήρισε τον
δίσκο ως «καταστροφή»).
Σε μουσικό και καλλιτεχνικό επίπεδο όμως, η δικαίωση θα
ερχόταν. Πολλής κόσμος πλέον θεωρεί το “Berlin” ως τον κορυφαίο δίσκο του, ένα
ζοφερό και λυρικό συνάμα αριστούργημα, η αφήγηση σε στίχους και νότες μιας
ταινίας που θα μπορούσε να είχε γυριστεί για τον κινηματογράφο. Η επιρροή του
άλμπουμ, ιδιαίτερα σε μεταγενέστερα συγκροτήματα της περισσότερο σκοτεινής
πλευράς της ροκ, είναι αναμφισβήτητη.
Για έναν παράδοξο λόγο, το τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ, αν
και ονομάζεται “Sad Song” είναι ίσως το πιο αισιόδοξο όλων. Ο Τζιμ αράζει στο
καφέ, πίνει το ποτό του, αναπολεί τα περασμένα και συνειδητοποιεί πως ίσως
τελικά να υπάρχει κάποιο φως στο τούνελ. Και σα να ανοίγουν οι ουρανοί οι ίδιοι
την στιγμή εκείνη, αποκαλύπτοντας του πως έχει δίκιο.
Γιατί να ακούσετε τον δίσκο: Διότι πρόκειται ένα μοναδικό
καλλιτεχνικό επίτευγμα.
Γιατί να μη τον ακούσετε: Η αλήθεια είναι πως είναι αρκετά
ζοφερός σαν περιεχόμενο! Ωστόσο αυτό ισχύει για ορισμένα μόνο απ’ τα τραγούδια
– κάποια άλλα θα τα χαρακτήριζα ιδιαίτερα ανεβαστικά, μένοντας τουλάχιστον στο
μουσικό κομμάτι!
Ο δίσκος σε μια πρόταση: Η θλιβερή, μα ξεχειλίζουσα λυρισμό, ιστορία ενός
περιθωριοποιημένου ζευγαριού.
Top-Moments: Men of Good Fortune, Lady Day, Berlin, Oh Jim,
How Do You Think It Feels, Sad Song
Κι άλλες παρουσιάσεις δίσκων του Lou Reed: Transformer, White Light / White Heat.
~
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου